Ο Γιώργος Παππάς γιος του Παναγιώτη Παπαδόπουλου και της Ανδρομάχης Κεβοπούλου, γεννήθηκε στις Η.Π.Α το 1978, ήρθε όμως πολύ μικρός στην Ελλάδα, πατρίδα των γονιών του. Μεγάλωσε στην Αριδαία, όπου τελείωσε το σχολείο. Το 1998 αποφάσισε να φύγει για την Αμερική, μόνιμο τόπο κατοικίας των θείων του. Ξεκίνησε σπουδές Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Λόνγκ Άιλαντ, ενώ παράλληλα εργαζόταν σε μεγάλη εταιρεία catering. Σύντομα αποφάσισε ότι ο χώρος που ταίριαζε στις φιλοδοξίες και στα όνειρά του ήταν αυτός της φιλοξενίας και της εστίασης και σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε, χάρη στις ικανότητες και την εργατικότητά του, να γίνει Βοηθός Διευθυντή στην εταιρεία catering στην οποία εργαζόταν. Συνέχισε την καριέρα του ως Διευθυντής σε μεγάλα εστιατόρια ελληνικής και διεθνούς κουζίνας και σήμερα είναι Διευθυντής στο εστιατόριο του Chef Thomas Keller. Είναι παντρεμένος με τη Μαρίνα Σαπουντζόγλου, η οποία γεννήθηκε το 1983 στα Γιαννιτσά. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μετά όμως από τη γνωριμία της με τον Γιώργο Παππά τον ακολούθησε στην Αμερική, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Σήμερα εργάζεται στην τράπεζα HSBC και παράλληλα ασχολείται με την ανατροφή του μικρού της γιου Παναγιώτη, που είναι ο καρπός του γάμου της με τον Γιώργο Παππά και το επιστέγασμα της ευτυχίας τους.
Η οικογένεια του βιογραφούμενου Γιώργου Παππά έχει τις ρίζες της στη Μικρά Ασία. Ο παππούς του, Γεώργιος Παπαδόπουλος, και η γιαγιά του, Χριστοδούλα, γεννήθηκαν στην Τραπεζούντα, όπου οι οικογένειές τους διατηρούσαν εστιατόριο. Όταν άναψε η φωτιά της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με τα ολέθρια αποτελέσματα για τους Έλληνες, που διώχθηκαν και σφαγιάστηκαν ανηλεώς από τους Τούρκους, κατέφυγαν στη μητέρα πατρίδα, προσπαθώντας να στήσουν από την αρχή της ζωής τους και κουβαλώντας το βάρος της προσφυγιάς στην πλάτη τους. Αρχικά έμειναν στις Συκιές, το προάστιο της Θεσσαλονίκης που δημιουργήθηκε από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Αριδαία, την κωμόπολη του νομού Πέλλας, λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Έδεσσας. Η γιαγιά Χριστοδούλα ήταν μόλις 9 ετών όταν ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς της. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έχασε την αδελφή της, που δεν άντεξε στην ταλαιπωρία της επίπονης διαδρομής. Στο φόρεμα του μικρού κοριτσιού η μητέρα της είχε ράψει όλη τους την περιουσία (κάτι που έκαναν πολλοί πρόσφυγες, προσπαθώντας να πάρουν μαζί τους τουλάχιστον ένα μέρος από το βιος τους, ώστε να έχουν ένα μέσο για να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή) και από το βάρος η μικρούλα δεν μπορούσε σχεδόν να περπατήσει.
Λίγα χρόνια μετά από την εγκατάστασή τους στην Πέλλα, η Χριστοδούλα γνώρισε με προξενιό, κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής, τον Γιώργο Παπαδόπουλο. Ο βιογραφούμενος θυμάται αμυδρά την προγιαγιά του, τη μητέρα της γιαγιάς Χριστοδούλας, η οποία είχε το υπέροχο όνομα Ηλιοστάλαχτη, αλλά δεν μιλούσε καθόλου Ελληνικά παρά μόνο Τουρκικά.
Η γιαγιά Χριστοδούλα ήξερε ότι η μητέρα της είχε έναν αδελφό, τον οποίον η ίδια δεν πρόλαβε να γνωρίσει γιατί τους χώρισε η Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτός θα βάπτιζε και τον πατέρα του βιογραφούμενου, τον Παναγιώτη, ο οποίος έμεινε για πολλά χρόνια αβάπτιστος και στο σχολείο τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν, καθώς δεν είχε ακόμη όνομα και τον φώναζαν μπέμπη. Έτσι, αφού μάταια περίμεναν τον νονό να επιστρέψει, αποφάσισαν τελικά να βαφτίσουν το παιδί και να του δώσουν το όνομα «Παναγιώτης». Όπως ήταν φυσικό, ο μικρός πήγε την επόμενη ημέρα στο σχολείο με άλλη διάθεση, αφού πλέον είχε επιτέλους όνομα και κανείς δεν θα μπορούσε να τον κοροϊδέψει.
Ο Γιώργος και η Χριστοδούλα Παπαδοπούλου απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Πλαστήρα, τον Στράτο, τον Δημήτρη και τον πατέρα του βιογραφούμενου, τον Παναγιώτη. Ο Πλαστήρας ήταν ο πρώτος που έφυγε για την Αμερική και πήγε σε έναν θείο του που ζούσε εκεί. Εργάστηκε σε στάβλους και έκανε διάφορες αγροτικές εργασίες, ενώ μετά από χρόνια κατάφερε να φέρει κοντά του όλα του τα αδέλφια και τη μητέρα του, που είχε μείνει εν τω μεταξύ χήρα. Ο Γιώργος Παπαδόπουλος είχε πεθάνει ξαφνικά και τα αδέλφια αναγκάστηκαν από πολύ μικρά να αναλάβουν τις ευθύνες του σπιτιού, μεγαλώνοντας ουσιαστικά ο ένας τον άλλον. Ο Πλαστήρας, ο οποίος δούλευε παλιότερα στο εστιατόριο του πατέρα του, εγκατέλειψε στη συνέχεια τους στάβλους και τις αγροτικές εργασίες και άρχισε να δουλεύει σε γνωστά εστιατόρια. Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Σήμερα ζει στη Φλόριντα.
Ο Στράτος, το δεύτερο παιδί της οικογένειας Παπαδοπούλου, ο οποίος ήταν και ο κηδεμόνας του Παναγιώτη, όταν ήρθε στην Αμερική ασχολήθηκε με τις οικοδομικές εργασίες, καθώς ήξερε τη δουλειά, αφού στην Πέλλα εργαζόταν σε κατασκευές ιαματικών λουτρών. Δούλεψε σε μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, μια εκ των οποίων είχε αναλάβει την ανέγερση των Δίδυμων Πύργων. Μπορεί να μη δημιούργησε τη δική του εταιρεία, αναλάμβανε όμως κατασκευαστικά έργα σε όλη την ελληνική κοινότητα κι έγινε στην ουσία ο κατασκευαστής που εξυπηρετούσε τους Έλληνες.
Ο Δημήτρης, ο τρίτος γιος της οικογένειας, όταν πήγε στην Αμερική δούλεψε ως σερβιτόρος μαζί με τον αδελφό του Πλαστήρα. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Τασούλα, δεν μπόρεσε όμως να συμφιλιωθεί με την ιδέα της ξενιτιάς κι έτσι το 1979 επέστρεψε μαζί με την οικογένειά του στην Πέλλα. Μάλιστα, αγόρασε το πατρικό σπίτι, γιατί ήθελε να κρατήσει όλη την έκταση με τις μουριές, όπου η μητέρα του και η γιαγιά του μάζευαν και καλλιεργούσαν μεταξοσκώληκες. Όπως ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά, ακόμη και στους τοίχους μέσα στο σπίτι υπήρχαν μεταξοσκώληκες. Ο γιος του Γιώργος έφυγε αργότερα ξανά για την Αμερική, όπου ζει μόνιμα μέχρι σήμερα και εργάζεται ως καθηγητής Ρομποτικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Παναγιώτης, γεννήθηκε στην Πέλλα, όπου και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της οικογένειάς του, από την ηλικία των 12 ετών άρχισε να εργάζεται δίπλα σε ονομαστούς μαραγκούς και τεχνίτες της εποχής. Έμαθε την τέχνη και χάρη σε αυτήν επιβίωσε, όταν όλα του τα αδέλφια έφυγαν για την Αμερική και ακόμη και η επικοινωνία μαζί τους ήταν σπάνια. Αντάλλασαν μεταξύ τους μερικές επιστολές ή κατάφερναν να μιλήσουν ελάχιστες φορές από το τηλέφωνο που βρισκόταν στο γειτονικό περίπτερο.
Ο Παναγιώτης ήρθε αντιμέτωπος με πολλές δυσκολίες. Η καλύτερη περίοδος της ζωής του ήταν όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, καθώς τότε είχε ζεστό φαγητό για να φάει και δεν χρειαζόταν να εργάζεται σκληρά για να επιβιώσει. Μπορεί να μην είχε καμία επαφή με την οικογένειά του εκείνη την εποχή, όμως το γεγονός ότι ήταν απαλλαγμένος από το άγχος της επιβίωσης τον γέμιζε χαρά και ηρεμία.
Μόλις απολύθηκε από τον στρατό, έλαβε πρόσκληση από τον αδελφό και κηδεμόνα του Πλαστήρα για να πάει στην Αμερική. Μεταβαίνει εκεί και αρχίζει αμέσως να εργάζεται. Ο Πλαστήρας έχει ήδη σταθερή δουλειά και εισόδημα και είναι αυτός που του διδάσκει την αξία της αποταμίευσης. Έτσι, ο Παναγιώτης αρχίζει σιγά-σιγά να μαζεύει χρήματα και το 1973 πηγαίνει στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή που η Χούντα έριχνε βαριά τη σκιά της επάνω στην πατρίδα. Μόλις φθάνει στην Αθήνα, του παίρνουν όλα τα υπάρχοντα και του απαγορεύουν να φύγει. Μετά βίας κατάφερε να επιστρέψει στην Αμερική και για τα επόμενα δύο χρόνια ακόμη και η σκέψη να επισκεφθεί τα πατρικά εδάφη κατέστη απαγορευτική. Όταν το πολυπόθητο ταξίδι επιτέλους πραγματοποιείται, θα σταθεί καθοριστικό για την υπόλοιπη ζωή του. Σε ένα πανηγύρι στο χωριό του γνωρίζει την Ανδρομάχη, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και έναν μόλις μήνα μετά τη γνωριμία της τη ζητά σε γάμο. Έτσι, επιστρέφει στην Αμερική μαζί με τη λατρεμένη του σύζυγο, έτοιμος να ξεκινήσει μαζί της οικογένεια.
Ο πατέρας της Ανδρομάχης, Δημήτρης Κεβόπουλος, και η μητέρα της, Άννα, ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και έμεναν στο χωριό Φιλώτεια του νομού Πέλλας. Ο Δημήτρης ήταν αγρότης, ενώ η γυναίκα του τον βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες, μεγαλώνοντας παράλληλα τα τέσσερα παιδιά τους, την Τασούλα, τον Βαλάση, την Ανδρομάχη και τον Γιάννη. Από τα τέσσερα παιδιά, μόνο η Ανδρομάχη πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς, καθώς ο έρωτάς της για τον Παναγιώτη ήταν τόσο δυνατός, που δεν δίστασε να τον ακολουθήσει στην Αμερική.
Ο Παναγιώτης και η Ανδρομάχη απέκτησαν τρία παιδιά, τη Χριστοδούλα, που γεννήθηκε το 1976, τον Γιώργο, που γεννήθηκε το 1978, και την Άννα, που ήρθε στη ζωή το 1988. Η Χριστοδούλα γεννήθηκε στην Αμερική και μεγάλωσε υπό την πλήρη επίβλεψη της μητέρας της, η οποία ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών της. Δύο χρόνια μετά, το ζευγάρι απέκτησε και τον Γιώργο. Η Ανδρομάχη ήταν μόλις 19 ετών, μητέρα ήδη δύο παιδιών, μακριά από τους γονείς, τους συγγενείς και τους φίλους της, και ζούσε στην άλλη άκρη του κόσμου, με τον άνδρα της να απουσιάζει σχεδόν όλη την ημέρα για να μπορέσει να εξασφαλίσει τα πάντα στην οικογένειά του. Έτσι, αποφασίζουν το 1979 να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να εγκατασταθούν στην Πέλλα, όπου ο Παναγιώτης ανοίγει μια επιχείρηση με ξυλουργικές εργασίες και προμήθεια ξυλείας σε εμπόρους. Χάρη στην εργατικότητα, τις γνώσεις, την εξειδίκευση και την εμπειρία του μπόρεσε πολύ γρήγορα να αναπτύξει την επιχείρησή του, ενώ παράλληλα εκπαίδευε εμπόρους και τεχνίτες σε όλη τη χώρα.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου μεγάλωσε τα παιδιά του με ηθικές αρχές και αξίες, διδάσκοντάς τους πάνω από όλα την υπευθυνότητα. Ο βιογραφούμενος θυμάται ότι από μικρό τον έβαζε ο πατέρας του να εργάζεται το καλοκαίρι στα χωράφια, ενώ παράλληλα τον βοηθούσε στις ξυλουργικές εργασίες. Μάλιστα, δούλευε κάποτε ολόκληρο το καλοκαίρι, για να μπορέσει να αγοράσει ένα ποδήλατο. Ποτέ δεν ξέχασε την τεράστια ηθική ικανοποίηση που ένιωσε όταν κατάφερε να το αποκτήσει, μια ηθική ικανοποίηση που θέλει να μεταδώσει και ο ίδιος στον δικό του γιο.
Ο βιογραφούμενος Γιώργος Παππάς γεννήθηκε στην Αμερική το 1978. Η οικογένειά του τον ανέθρεψε με ελληνικές αρχές και αξίες και όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα φοίτησε στο δημοτικό σχολείο, στο γυμνάσιο και στο λύκειο της Αριδαίας. Μετά την αναχώρησή της από τις Η.Π.Α, η οικογένεια εξακολουθούσε να πηγαίνει εκεί για διακοπές, οπότε ο Γιώργος και οι αδελφές του γνώρισαν τους θείους και τα εξαδέλφια τους. Η επίσκεψη όμως του θείου Πλαστήρα και του θείου Στράτου ένα καλοκαίρι στο σπίτι τους στάθηκε καταλυτική για τον Γιώργο. Και οι δύο τους αποτελούσαν τη ζωντανή απόδειξη ότι στην Αμερική υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για κάποιον που ήθελε να πετύχει στη ζωή του. Έτσι, στο μυαλό του βιογραφούμενου γεννήθηκε η ιδέα να ακολουθήσει και ο ίδιος αυτόν τον δρόμο. Μόλις τελειώνει το σχολείο, δίνει εξετάσεις για να σπουδάσει Πληροφορική, δεν καταφέρνει όμως να εισαχθεί στη σχολή που επιθυμούσε. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι, από ένα παιχνίδι της μοίρας, ο άνθρωπος που του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, διδάσκοντάς του Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές, ήταν ο Σταύρος Σαπουντζόγλου, πατέρας της Μαρίνας, της γυναίκας που γνώρισε αρκετά χρόνια αργότερα και που έγινε σύζυγός του.
Έχοντας αποτύχει στις εξετάσεις, ο βιογραφούμενος αποφασίζει τον Αύγουστο του 1998 να φύγει για την Αμερική. Εκεί, σπουδάζει Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο του Λονγκ Άιλαντ, ενώ ο εξάδελφός του έχει ήδη τακτοποιήσει όλα τα διαδικαστικά ζητήματα της εισαγωγής του. Το ξεκίνημα της νέας του ζωής δεν ήταν καθόλου εύκολο. Αν και η μητέρα του είχε έρθει μαζί του, για να τον βοηθήσει να προσαρμοστεί, η απομάκρυνση από την πατρίδα, την οικογένεια και τους φίλους έκανε την κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη. Ευτυχώς, υπήρχε ο σύλλογος των Ελλήνων φοιτητών, με τους οποίους έκανε παρέα, κι έτσι ένιωθε ότι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο κοντά στην πατρίδα του.
Μετά από 7-8 μήνες, επισκέπτεται το Μανχάταν και μαγεύεται από το περιβάλλον και τον εκεί τρόπο ζωής. Αρχίζει να συναναστρέφεται πολύ κόσμο και να διευρύνει τον κύκλο των γνωριμιών του, δημιουργώντας πολύ δυνατές φιλίες. Συνεχίζει τις σπουδές του και παράλληλα εργάζεται σε μια επιχείρηση catering που αναλαμβάνει δεξιώσεις επιχειρήσεων και γάμων. Αυτή η ενασχόληση, ξύπνησε μέσα του το χάρισμα που είχε κληρονομήσει από τον παππού του και αποφάσισε ότι ο χώρος που ταιριάζει στα όνειρα και τις φιλοδοξίες του είναι εκείνος της φιλοξενίας και της εστίασης.
Ακολούθως, μέσω μιας σημαντικής γνωριμίας που διέθετε, κατάφερε να συμμετάσχει ενεργά σε μια έρευνα ενός καθηγητή. Επρόκειτο για ένα project σχετικά με τις επιδράσεις που είχε η ντοπαμίνη στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η εμπειρία αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, όμως εξαιτίας της παραμέλησε την πτυχιακή του εργασία, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει να λάβει το πτυχίο του.
Η αγάπη του για τη φιλοξενία και τις υπηρεσίες εστίασης υψηλών προδιαγραφών τον έκανε, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να αναρριχηθεί στη θέση Βοηθού Διευθυντή στην εταιρεία catering στην οποία εργαζόταν. Εν τω μεταξύ, το 2004 γνωρίζει σε μια επίσκεψή του στην Αριδαία τη Μαρίνα Σαπουντζόγλου, την κόρη του παλιού του καθηγητή, η οποία σπουδάζει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η γνωριμία τους, που πραγματοποιείται μέσω κοινών φίλων, θα σταθεί καθοριστική και για τους δύο. Η Μαρίνα αναβάλει το ταξίδι αναψυχής που είχε προγραμματίσει στην Αίγυπτο και ξεκινά με τον Γιώργο μια σχέση που θα κρατήσει έναν χρόνο αλλά εξ αποστάσεως, με μοναδικό τρόπο επικοινωνίας το τηλέφωνο. Οι γονείς της Μαρίνας της κάνουν δώρο ένα ταξίδι στην Αμερική, καθώς εκείνη έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της και δεν οφείλει κανένα μάθημα. Εκείνη κάνει αίτηση σε αμερικανικά πανεπιστήμια και λαμβάνει θετική απάντηση από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, στο οποίο και εισάγεται.
Η Μαρίνα Σαπουντζόγλου γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1983 στα Γιαννιτσά. Η μητέρα της, Παρασκευή Νικολαΐδου, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε στο χωριό Σανδάλι της Πέλλας και είναι κόρη του Σάββα Νικολαΐδη και της Σωτηρίας Σκεντερίδου, που είχαν και οι δύο ρίζες από τον Πόντο της Μικράς Ασίας και γεννήθηκαν στον Άλωρο της Πέλλας. Είχαν τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, την Παρασκευή. Ο παππούς Σάββας ήταν αγρότης και είχε πολλά αδέλφια, η Μαρίνα όμως γνώρισε μόνο δύο από αυτά. Η γιαγιά Σωτηρία είχε εξίσου πολλά αδέλφια. Οι γιοι τους κληρονόμησαν τα χωράφια του πατέρα τους και εξακολουθούν να μένουν στο Σανδάλι, έχοντας δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες. Η Παρασκευή σπούδασε στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης και εργάζεται ως συμβολαιογράφος στην Αριδαία.
Ο πατέρας της Μαρίνας, ο Σταύρος Σαπουντζόγλου, γεννήθηκε στην Καβάλα και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι γιος του Ιωάννη Σαπουντζόγλου και της Μαρίνας Λαζαρίδη. Ο πατέρας του ήταν οδηγός ταξί, πέθανε όμως νέος από εγκεφαλικό, αφήνοντας τη γυναίκα του χήρα με δύο παιδιά, τον Σταύρο και την Κυριακή. Ο Σταύρος εργάστηκε αρχικά και ο ίδιος σε ταξί, ενώ παράλληλα σπούδαζε Γεωλόγος στη Θεσσαλονίκη και δούλευε και στον ΟΠΑΠ, όπου γνώρισε τη σύζυγό του Παρασκευή. Μετά τον γάμο τους μετακόμισαν στην Αριδαία, όπου η Παρασκευή διορίστηκε ως Συμβολαιογράφος. Ο Σταύρος δούλευε ως εκπαιδευτικός σε προγράμματα του Δημοσίου (ΝΕΠΕ) και ταυτόχρονα έκανε μαθήματα Πληροφορικής. Ο διορισμός του στο Δημόσιο, όμως, και ο θάνατος του πατέρα του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το διδακτορικό και την καριέρα του Πανεπιστημιακού.
Ο Σταύρος και η Παρασκευή απέκτησαν δύο παιδιά, τη Μαρίνα και τον Άλκη. Ο Άλκης γεννήθηκε το 1986 στην Αριδαία και σπούδασε Πληροφορική στο Κολλέγιο BCA. Τελειώνοντας τις σπουδές του παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Η Μαρίνα πήγε σχολείο στην Αριδαία. Ήταν ιδιαίτερα επιμελής ως μαθήτρια, ήσυχη και κοινωνική. Όταν έγινε 11 ετών, οι γονείς της χώρισαν, κάτι που προκάλεσε αρχικά σύγχυση στο μικρό κορίτσι. Το 2000 έδωσε πανελλαδικές εξετάσεις και εισήχθη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Φεύγει από την ασφάλεια του πατρικού της σπιτιού και μετακομίζει στην πρωτεύουσα, όπου για καλή της τύχη μένει ο αδελφός του παππού της, ο Δημήτρης Σαπουντζόγλου, μαζί με τη γυναίκα του Σμαρούλα και τα δύο τους παιδιά, τον Σταύρο και τον Μιχάλη. Η Μαρίνα φιλοξενείται στο δικό τους σπίτι και βρίσκει στο πρόσωπό τους τη δεύτερή της οικογένεια. Όταν μετακόμισε σε δική της κατοικία, η οικογένεια του θείου Δημήτρη στάθηκε και πάλι στο πλευρό της, βοηθώντας την σε ό,τι είχε ανάγκη. Μάλιστα, της επίπλωσαν το σπίτι της και κάθε Κυριακή την καλούσαν για φαγητό, παρέχοντάς της την αγάπη, τη φροντίδα και τη θαλπωρή που τόσο πολύ χρειαζόταν. Ο πρώτος χρόνος στην Αθήνα δεν ήταν διόλου εύκολος για εκείνη. Από τη δεύτερη χρονιά η κατάσταση βελτιώθηκε, καθώς δημιούργησε πολλές φιλίες και ασχολήθηκε με διάφορες δραστηριότητες. Άλλωστε, ανέκαθεν ήταν κοινωνική και δραστήρια, ευχάριστη στη συναναστροφή και πάντα χαμογελαστή.
Η ζωή της άλλαξε όταν γνώρισε τον Γιώργο. Η σχέση τους συνάντησε πολλά εμπόδια και δυσκολίες, αποδείχθηκε όμως πιο δυνατή από αυτά. Η Μαρίνα αποφάσισε να τον ακολουθήσει στην Αμερική, τακτοποίησε το θέμα της σχολής της και τον Μάιο του 2005 πήγε στο χωριό και μάζεψε τα πράγματά της. Παντρεύτηκαν τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, αρχικά με πολιτικό γάμο στις Η.Π.Α και στη συνέχεια με θρησκευτικό, ο οποίος τελέστηκε σε ένα ξωκλήσι της Αριδαίας στο βουνό.
Εξαιτίας των σπουδών της Μαρίνας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, το ζευγάρι μετακομίζει αμέσως μετά τον γάμο τους στην Αστόρια και ο Γιώργος μπαίνει ακόμη πιο δυναμικά στον χώρο της εστίασης, δουλεύοντας ως Διευθυντής σε πολύ καλά εστιατόρια Ελληνικής και Διεθνούς κουζίνας. Σήμερα είναι Διευθυντής στο περίφημο εστιατόριο του Chef Thomas Keller στη Νέα Υόρκη.
Η Μαρίνα Σαπουντζόγλου-Πάππας εργάζεται πάνω από μια δεκαετία στον τραπεζικό κλάδο. Σήμερα εργάζεται στην τράπεζα HSBC, κατέχοντας μια ιδιαίτερα καλή θέση η οποία της επιτρέπει να δουλεύει και από το σπίτι της. Έτσι, βρίσκεται δίπλα στον μικρό της γιο, τον Παναγιώτη, η απόκτηση του οποίου επισφράγισε την ευτυχία του ζευγαριού, και δεν χάνει ούτε μια στιγμή από τη ζωή του.