Η Δέσποινα Κουκούμη κατάγεται από το χωριό Παναγία της Λήμνου. Εργάζεται στην επιχείρηση του συζύγου της «Ψυκτική Αθηνών» και είναι μητέρα δύο παιδιών.
Η οικογένεια της Δέσποινας Κουκούμη κατάγεται από το χωριό Παναγιά της Λήμνου. Η Παναγία είναι χωριό της Λήμνου στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού και έχει περίπου 450 κατοίκους. Διοικητικά, ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου ενώ παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το τοπωνύμιο Παναγία προϋπήρχε του χωριού και προήλθε από κάποιο παλιό μοναστήρι. Όντως, το 1355, αναφέρεται σε έγγραφο της μονής Μεγίστης Λαύρας η μικρή μονή «Θεοτόκος Σεργουνιώτισσα» στη βορειοανατολική Λήμνο. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα, στην περιοχή της βορειοανατολικής Λήμνου, ανάμεσα στο χωριό Κοντοπούλι και στο ακρωτήριο Πλάκα δεν υπήρχε χωριό. Το χωριό Παναγία ιδρύθηκε γύρω στα 1865-1866, από κατοίκους του Αγίου Υπατίου και του Κοντοπουλίου, που είχαν κτήματα στην περιοχή. Επιλέχθηκε η θέση «Παναγία», όπου βρισκόταν η παλιά βυζαντινή μονή, στους πρόποδες του λόφου «Αλεπότρυπες», πιθανόν επειδή βρισκόταν σε ίση περίπου απόσταση από τις δυτικές και τις ανατολικές ακτές, άρα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στις απογραφές της μητρόπολης Λήμνου, η Παναγία δεν αναφέρεται ως το 1874. Το έτος αυτό υπήρχαν 30 οικογένειες. Σε ένα άλλο έγγραφο του ίδιου έτους η Παναγία σημειώνεται με το όνομα «Τσηφτλίκια». Συνεπώς, η ονομασία «Παναγία» δεν είχε επικρατήσει ακόμα. Ήδη από το 1865, οι πρώτοι κάτοικοι είχαν κτίσει ναΐσκο της Παναγίας, στη θέση της ερειπωμένης μονής.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου το χωριό, αν και απομονωμένο στην εσχατιά της Λήμνου, αναπτύχθηκε σταδιακά με τη βοήθεια και των προσφυγικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εκεί. Το 1925 χτίστηκαν 80 διπλές προσφυγικές κατοικίες. Το χωριό αναπτύχθηκε πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτιστικά με ταχείς ρυθμούς. Η ανάπτυξη αυτή, εκτός από την ευφορία των εδαφών, οφείλεται στην εργατικότητα και στη σύμπνοια των κατοίκων. Μεταπολεμικά από την εύφορη πεδιάδα παρήγαγαν ετησίως 407 τόνους βαμβάκι και 700 τόνους σίτου. Το 1961 είχε 697 κατοίκους και από το 1963 ως το 1974 τριθέσιο σχολείο. Στη συνέχεια άρχισε μια αργή συρρίκνωση, το σχολείο υποβαθμίστηκε σε διθέσιο, χωρίς όμως να χαθεί ο δυναμισμός του χωριού. Το 1991 είχε 448 κατοίκους. Σήμερα, εξακολουθεί να είναι από τα πιο ζωντανά χωριά του νησιού, με σταθερό πλέον πληθυσμό, ενώ στο ξωκλήσι της Παναγίας γίνεται μεγάλο πανηγύρι κάθε δεκαπενταύγουστο. Η βιογραφούμενη επισκέπτεται κάθε χρόνο το χωριό της.
Από την πλευρά του πατέρα της, ο παππούς Σαράντος Κουκούμης και η γιαγιά της, Αριστέα Κουκούμη, βίωσαν τη σκληρότητα του πολέμου όντας γονείς επτά παιδιών. Άνθρωποι δημιουργικοί και αγωνιστές, έζησαν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής από τους Γερμανούς σκάβοντας τη γη για να επιβιώνουν. Πέρασαν πολύ δύσκολα χρόνια, όμως χαρακτηρίζονταν από αισιοδοξία και δεν καταριόντουσαν τη μοίρα τους. Ήταν αγωνιστές με όλη τη σημασία της λέξης. Από την άλλη, υπήρχε υποστήριξη και συνοχή ανάμεσα στις οικογένειες, καθώς μοιράζονταν τα πάντα, τη λύπη, τη χαρά, τη φτώχεια. Υπήρχε ενότητα μεταξύ των συγχωριανών, με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια, καθώς δυστυχώς υπήρχαν και καταδότες.
Περιστατικά που φέρνει στη θύμησή της η Δέσποινα από τους προγόνους της, αποκαλύπτουν τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν στη διάρκεια του πολέμου. Επειδή τα σπίτια τους ήταν κοντά στη θάλασσα, κάποια στιγμή βρήκαν δοχεία με λάδι και επειδή στο νησί δεν υπήρχε καθόλου λάδι γιατί δεν υπήρχαν ελιές, έτρεξαν όσοι πρόλαβαν και πήραν το λάδι. Όταν οι Γερμανοί το έμαθαν, ζήτησαν πίσω το λάδι. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο παππούς Σαράντος. Του ζήτησαν λοιπόν να το επιστρέψει, όμως εκείνος δεν είχε προλάβει να πάρει λάδι. Έφαγε πολύ ξύλο και αυτό ήταν πολύ άδικο. Η σχέση τους με τους Γερμανούς ήταν εχθρική. Η γιαγιά, όμως, ήταν εξίσου τολμηρή. Είχε αποφύγει σίγουρη τουφεκιά από τους Γερμανούς που επέμεναν να τους δώσει το τελευταίο αλεύρι που υπήρχε στο σπίτι. Έριξε λοιπόν νερό μέσα στη σκάφη και τους είπε «πάρτε το». Εκείνοι θύμωσαν και ετοιμάστηκαν να την τουφεκίσουν, όμως τα παιδιά της που ήταν μπροστά στο περιστατικό έκλαιγαν γοερά και έτσι γλίτωσε.
Ο παππούς έπαιζε λύρα και ήταν ο τρόπος διασκέδασής τους. Άλλοι τραγουδούσαν και άλλοι έτρωγαν ό,τι υπήρχε. Τηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα, τις θρησκευτικές παραδόσεις, τιμούσαν τις εθνικές εορτές και διέσωζαν τις μνήμες των προγόνων τους. Ήταν ειλικρινείς άνθρωποι και ο λόγος και η χειραψία τους ήταν συμβόλαιο. Η γιαγιά έφυγε σε ηλικία 104 ετών, με πλήρη διαύγεια πνεύματος. Ο παππούς απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Από τα επτά παιδιά τους, τα τρία έμειναν στο νησί και τα υπόλοιπα τέσσερα μετανάστευσαν στην Αυστραλία και έχουν έρθει πολλές φορές τα καλοκαίρια.
Από την πλευρά της μητέρας της, ο παππούς Σταύρος Σορούτης και η γιαγιά Θεοδώρα είχαν αποκτήσει επτά παιδιά. Τα δύο μετανάστευσαν στη Βραζιλία, ένα στη Γερμανία και τα υπόλοιπα έμειναν στο νησί. Και η οικογένεια της μητέρας της ήταν αφοσιωμένη στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Ήταν όλοι άνθρωποι βαθιά θρησκευόμενοι και ανέθεταν τα προβλήματά τους στον Κύριο. Ο παππούς Σταύρος πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου είχε χάσει έναν αδελφό. Η απώλεια του αδελφού του, σε συνδυασμό με τις φρικτές εμπειρίες και εικόνες που βίωσε στο μέτωπο, τον σημάδεψαν για πάντα στην ψυχή του. Στάθηκε, όμως, στο ύψος των περιστάσεων και μεγάλωσε τα παιδιά του με αγάπη και πολλή φροντίδα.
Ο πατέρας της Δέσποινας, Χρήστος Κουκούμης και η μητέρα της, Γιαννούλα Σορούτη, παντρεύτηκαν από προξενιό, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, τηρώντας αυστηρά τα ήθη και τα έθιμα, υπογράφοντας μάλιστα προικοσύμφωνο. Απέκτησαν οκτώ παιδιά. Καλλιεργούσαν τη γη αλλά αυτή δεν απέδιδε τόσο, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Έτσι, ο Χρήστος Κουκούμης έγινε εσωτερικός μετανάστης και πήγε στην Καβάλα, παίρνοντας μαζί του μόνο ένα τσουβάλι παξιμάδια και ξεκίνησε την αναζήτηση εργασίας. Όταν ξεκίνησε να εργάζεται, έστελνε χρήματα πίσω στην οικογένεια. Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, επέστρεψε και αγόρασε δύο βόδια προκειμένου να οργώνει τα χωράφια του. Άρχισε να καλλιεργεί τη γη και να αγοράζει τα γύρω χωράφια. Οι καλλιέργειες αφορούσαν σιτηρά και βαμβάκι. Η Λήμνος, μάλιστα, τη δεκαετία του 1950-1960 είχε την καλύτερη ποικιλία βαμβακιού στην Ελλάδα. Άλλες καλλιέργειες ήταν αυτές του σουσαμιού, του καλαμποκιού καθώς και όσπρια και λαχανικά.
Η οικογένεια είχε στην κατοχή της και ζώα. Όλα τα τρόφιμα του σπιτιού ήταν δικής τους παραγωγής. Αγόραζαν μόνο καφέ, ζάχαρη, λάδι και πετρέλαιο. Με τον ερχομό του ρεύματος η ζωή τους έγινε πολύ πιο εύκολη. Η μαμά της ζύμωνε στη σκάφη για 10 άτομα και άναβε τον φούρνο με ξύλα. Μετά το ζύμωμα, έπαιρνε όλα τα παιδιά και πήγαινε και στο χωράφι για να βοηθήσει τον πατέρα. Όταν τα παιδιά τελείωσαν το Δημοτικό, ο πατέρας διαπίστωσε ότι τα έξοδα είχαν αυξηθεί και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά και ούτε υπήρχαν ευκαιρίες και προοπτικές για να σπουδάσουν τα παιδιά του στο νησί. Έτσι, αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να έρθει στην Αθήνα. Τα παιδιά τράβηξαν τον δικό τους δρόμο, άλλοι σπουδάζοντας και άλλοι δουλεύοντας.
Ο αγώνας της οικογένειας Κουκούμη συνεχίστηκε στην Αθήνα, όπου κυριαρχούσε ένας διαφορετικός τρόπος ζωής. Επειδή ο πατέρας ήταν πολύ εργατικός, δεν έλειψε ποτέ τίποτα από την οικογένεια. Η μητέρα ήταν πολύ αφοσιωμένη και έκανε αποταμίευση. Όταν ο Χρήστος Κουκούμης βγήκε στη σύνταξη, η μητέρα επιτέλους ξεκουράστηκε. Της άρεσε, βέβαια, πολύ η ζωή στην Αθήνα. Έφυγαν για το χωριό με άλλες προϋποθέσεις.
Η Δέσποινα Κουκούμη μέχρι την ηλικία των 13 ετών έζησε στο νησί. Έχει πολύ όμορφες αναμνήσεις από τα χρόνια αυτά. Επειδή δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να σπουδάσει, δούλευε φοιτώντας παράλληλα σε νυχτερινή σχολή. Παρακολούθησε Προγράμματα διά βίου μάθησης, συνεχίζοντας να εκπαιδεύεται, σε τομείς όπως η διατροφή, η διαπαιδαγώγηση αλλά και καλλιτεχνικά εργαστήρια, όπως αγιογραφία, ζωγραφική, κόσμημα και τεχνική ντεκουπάζ.
Παντρεύτηκε τον Ιωάννη, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Την Όλγα, 33 ετών σήμερα και τον Χρήστο, 30 ετών. Είχε την τύχη να μπορεί να μείνει στο σπίτι και να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα των παιδιών της. Αφότου αυτά μεγάλωσαν και μπήκαν στο Πανεπιστήμιο, της δόθηκε η ευκαιρία να εργαστεί. Βρέθηκε, έτσι, στην επιχείρηση του συζύγου της, όπου εργάζεται μέχρι σήμερα. Πρόκειται για την Ψυκτική Αθηνών Μ. ΕΠΕ που εδρεύει στο Μοσχάτο της Αττικής και είναι μία από τις παλαιότερες εταιρίες στο χώρο της επαγγελματικής ψύξης η οποία δραστηριοποιείται από το 1985, έχοντας αναλάβει έργα τόσο στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, όσο στα Βαλκάνια και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, προσφέροντας πάντα κατασκευαστικές λύσεις υψηλής ποιότητας και μακροβιότητας.
Νοιώθει μεγάλη ικανοποίηση που οι κόποι της ανταμείβονται και η προσπάθεια ποτέ δεν πάει χαμένη. Η Δέσποινα πιστεύει ακράδαντα πως «όποιος έχει ηθική και γνώση, φτάνει ψηλά και ξεχωρίζει».
Η Δέσποινα είναι μέλος στο φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας της και προσφέρει τρόφιμα σε άτομα που έχουν ανάγκη. Όντας ευαισθητοποιημένη για την πατρίδα της, προβληματίζεται για την αλλοίωση των ηθών, των εθίμων, της γλώσσας και της ταυτότητάς μας και την απασχολεί η κατάσταση της χώρας μας ενώ προβληματίζεται για το μέλλον της