Μενού Κλείσιμο

Μανωλάκης Πολυχρόνης

Ο Πολυχρόνης Μανωλάκης γεννήθηκε στις 23/7/1940 στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα, ζει στη Ζυρίχη και διατηρεί με τη σύζυγό του εισαγωγική εταιρεία κρασιού και ελληνικών τροφίμων, που φέρει την επωνυμία «ZORBAS P. MANOLAKIS».

Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Λεωνίδας και είχε γεννηθεί το 1885 στην Παλαιά Μηχανιώνα της Μ. Ασίας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Τουρκικά. Διατηρούσε καφενείο, το οποίο παρέλαβε από τους προγόνους του, στεγαζόμενο σε τριώροφο κτίριο. Παράλληλα, ήταν έφορος στο επάγγελμα. Πάνω από το καφενείο υπήρχαν δωμάτια, τα οποία ο παππούς νοίκιαζε στους εμπόρους που διανυκτέρευαν. Το αξίωμα του εφόρου ήταν κληρονομικό.

Οι ρίζες της οικογένειας Μανωλάκη προέρχονται από το τελευταίο χωριό των Σφακίων, οι κάτοικοι του οποίου πήγαν να πολεμήσουν στην Μ. Ασία με σαράντα πλοία, υπό την καθοδήγηση του Καλλικράτη. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν τα είκοσι πλοία έφτασαν για να περάσουν μέσα από τον κλοιό των Τούρκων, ο Καλλικράτης είπε: «θα πάω εγώ στο κέντρο να τους απασχολήσω κι εσείς θα κάνετε επίθεση από τα πλάγια. Έτσι, κατέλαβαν τους επτά πύργους. Όταν άνοιξαν τις πύλες οι καθολικοί ιερείς, οι Τούρκοι από μέσα που είχαν ήδη τους πύργους, ρώτησαν τους Κρήτες για πόσο ακόμη θα τους πολεμούν, προτρέποντάς τους να αποχωρήσουν με τα όπλα τους, καθώς εκείνοι είχαν καταλάβει την πόλη. Τότε, το ένα καράβι των Κρητών πήρε κάποιους από τους θησαυρούς και τα κειμήλια από το Πατριαρχείο, όπως είχαν εντολή, και τα μετάφεραν στο Άγιο Όρος. Τα υπόλοιπα καράβια μετακινήθηκαν προς την άλλη πλευρά της Μ. Ασίας και στρατοπέδευσαν στην ξηρά. Επτά καπεταναίοι οπλαρχηγοί, οι οποίοι έδιναν εντολές, ζούσαν από το πλιάτσικο, λεηλατώντας τις γύρω περιοχές. Έφτιαξαν παράγκες στα Βάλτα, στο δρόμο που οδηγούσε προς την Τροία, σιγά – σιγά βρήκαν γυναίκες και δημιούργησαν οικογένειες. Μετά την αποχώρηση των πειρατών, κατέβηκαν στην παραλία και έχτισαν σπίτια. Με αυτόν τον τρόπο ο πρόγονος του βιογραφούμενου έχτισε το καφενείο – ξενοδοχείο, ενώ πήρε και το χρίσμα από τους Τούρκους να είναι ο έφορος της περιοχής. Το χρίσμα το έλαβε κατόπιν υποδείξεως των καπεταναίων οπλαρχηγών. Το χωριό εδραιώθηκε. Οι Τούρκοι ζητούσαν διαρκώς και περισσότερους φόρους, το χωριό όμως δεν άντεχε τόσο βάρος, καθώς οι κάτοικοι δεν είχαν εργασίες και καλλιέργειες και ζούσαν μόνο από το ψάρεμα. Τα καΐκια των καπεταναίων τα χρησιμοποιούσε ο Πασάς, διότι οι Τούρκοι δεν είχαν δικά τους.                    Μια νύχτα οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Ένας χωριανός έτρεξε στα Βάλτα και ειδοποίησε τους στρατιώτες – αντάρτες πως τους επιτέθηκαν οι Τούρκοι. Ο στρατός περικύκλωσε τους Τούρκους που είχαν κυκλώσει το χωριό. Σκοτώθηκαν πολλοί από αυτούς. Τα ξημερώματα, οι οπλισμένοι στρατιώτες αποχώρησαν με κατεύθυνση την Πάντερμο και την κατέλαβαν. Έπιασαν τον διοικητή των Τούρκων και έστειλαν φιρμάνι στον Πασά, θέτοντας όρους. Στην Πάντερμο βρίσκονταν όλες οι αποθήκες εμπορευμάτων και τροφίμων με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Έκλεισαν τις αποθήκες και δήλωσαν πως αν ξαναενοχλούσαν τους Έλληνες στην Μηχανιώνα, θα κατέστρεφαν και θα έκαιγαν τις αποθήκες της Παντέρμου. Η απάντηση του Πασά ήταν ξεκάθαρη: «Δεν θα σας ξαναπειράξουμε».

Τα πράγματα ηρέμησαν μέχρι το 1922, με την καταστροφή της Σμύρνης. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαργαρίτης Ευαγγελίδης, έστειλε καράβι να πάρει τους Μηχανιώτες και από τα γύρω χωριά. Εν τω μεταξύ, είχαν βρει στους βάλτους δύο εικόνες της Παναγίας και ειδοποίησαν το Πατριαρχείο. Ήρθε ο Πατριάρχης, παρέλαβε την μια εικόνα της Παναγίας και την μετέφερε στο Πατριαρχείο. Η εικόνα την επόμενη ημέρα εξαφανίστηκε και τότε μαθεύτηκε πως ξαναγύρισε στους βάλτους. Ο Πατριάρχης πήγε πάλι πίσω στους βάλτους,  προσκύνησε και την πήρε. Η εικόνα της Παναγίας ονομάστηκε ”Γρηγορίτισσα”. Την άλλη εικόνα την ονόμασαν ”Φανερωμένη” μιας και εμφανίστηκε μόνη της. Φημολογείται δε πως οι εικόνες ήταν δημιουργήματα του Αποστόλου Λουκά, καθώς ο Απόστολος Λουκάς έζησε εκεί ως ασκητής. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι συνέβη θαύμα στον αδερφό της γιαγιάς του βιογραφούμενου, ο οποίος δεν μπορούσε να μιλήσει και τελικά μίλησε, όταν προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης.

Ο παππούς Λεωνίδας, το 1910, νυμφεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, Καλλιόπη, με καταγωγή από τη Μηχανιώνα Κυζίκου της Μικράς Ασίας. Από τον γάμο τους απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Κωνσταντίνο το 1911, τον Πολυχρόνη, τον Δημήτριο το 1920, την Αφροδίτη το 1914 και τη Σωτήρα.

Ο Κωνσταντίνος, πατέρας του βιογραφούμενου, γεννήθηκε στις 6-8-1911 στην Παλαιά Μηχανιώνα της Μ. Ασίας. Κλήθηκε να αναλάβει τον ρόλο του πατέρα του, τον ρόλο δηλαδή του εφόρου, και έπρεπε να φοιτήσει στο τουρκικό σχολείο. Οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν “γκιαούρη”, γι’ αυτό δεν ήθελε να πηγαίνει σχολείο και κρυβόταν στα βαρέλια κρασιού που είχε ο θείος του στο οινοποιείο του. Ο Κωνσταντίνος ήταν άνθρωπος εργασιομανής, αλλά ηπίων τόνων. Σε ηλικία μόλις επτά ετών, βίωσε την σκληρή πραγματικότητα της προσφυγιάς, όταν το 1922 με την μικρασιατική καταστροφή πήραν τον δρόμο για την μητέρα Ελλάδα με το καράβι που έστειλε ο καθηγητής. Έφτασαν στην Καλαμάτα, όπου όμως δεν έγιναν δεκτοί. Στη συνέχεια, ένας δάσκαλος του χωριού, ονόματι Χτενίδης, ο οποίος υπηρετούσε στον στρατό στη Β. Ελλάδα (κάπου στη Χαλκιδική) τους ενημέρωσε να πάνε εκεί απ’ όπου είχαν φύγει οι Τούρκοι, στο Μεγάλο Καραμπουρνό – περιοχή Εμβόλου σήμερα. Όταν έφτασαν εκεί, το κράτος τούς έδωσε πρόχειρα καταλύματα για να μείνουν μέχρι να γίνει η διανομή γης, να χτίσουν σπίτια και να στεγάσουν τις οικογένειές τους. Εκεί ο παππούς του βιογραφούμενου έφτιαξε πάλι καφενείο. Το χωριό ονομάστηκε Νέα Μηχανιώνα και σε αυτό εκτός από σπίτια φτιάχτηκαν και σχολεία, ενώ το ταχυδρομείο στις αρχές ήταν στην Επανομή.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού και δούλευε στη Θεσσαλονίκη. Η Μηχανιώνα τότε είχε ανάγκη από νέα καΐκια, έτσι έμαθε την τέχνη στο ναυπηγείο της Θεσσαλονίκης και εξελίχθηκε στον πρώτο τεχνίτη στην περιοχή. Το 1938, νυμφεύτηκε την αγαπημένη του σύντροφο, Αικατερίνη.

Η Αικατερίνη, μητέρα του βιογραφούμενου, γεννήθηκε το 1915 στο Κοντοσκάλι Κωνσταντινουπόλεως, από τον Νικόλαο Κανελάκη και τη Μαρία Δερδεράκη από τη Μηχανιώνα Μ. Ασίας. Ο Νικόλαος Κανελάκης είχε δύο καΐκια και μετέφερε εμπορεύματα. Παράλληλα, μαζί με τον αδερφό του, ιδρυτή της αντίστασης για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, ήταν μαντατοφόρος και πολλές φορές ερχόταν αντιμέτωπος με τους Τούρκους. Έτσι, έπαιρνε συχνά την κόρη του Αικατερίνη μαζί ως προπέτασμα και παρέδιδε τα γράμματα, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι. Εκείνος αντάλλασσε την αλληλογραφία του Συνδέσμου.

Η Αικατερίνη είχε άλλα τρία αδέρφια, τον Δημήτρη, τον Χρήστο και την Παναγιώτα. Θυμάται που έμεναν με τα αδελφάκια της στη θεία τους Ευδοκία στις Συκιές Θεσσαλονίκης καθότι η μητέρα τους έμενε στις σκηνές στον τόπο της Νέας Μηχανιώνας αναμένοντας τη μοιρασιά των οικοπέδων. Έτσι, η Αικατερίνη κάθε πρωί κατέβαινε από τις Συκιές στον Λευκό Πύργο όπου μοίραζαν συσσίτιο για τους πρόσφυγες. Την σκουντούσαν, όμως, έτσι μικρή που ήταν και εκείνη έκλαιγε, γιατί της έλειπε η προστασία του πατέρα της, ο οποίος, όπως η ίδια έλεγε, βρισκόταν στη φυλακή του Γεντί Κουλέ στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, ήταν στις φυλακές, αλλά τον βοήθησε ο Σύνδεσμος του απελευθερωτικού αγώνα της Κωνσταντινούπολης. Εκείνοι τον έντυσαν Τούρκο αξιωματικό και του έδωσαν χρήματα. Έτσι, αποφυλακίστηκε, πέταξε τα ρούχα, αγόρασε δυο αγελάδες και πέρασε τα σύνορα, φτάνοντας στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Έξω από το διοικητήριο τον αναγνώρισε η κόρη του και από τότε δεν τον άφησε ποτέ από το χέρι της, τον ακολουθούσε συνεχώς όπου πήγαινε.

Οι γονείς του βιογραφούμενου, ο Κωνσταντίνος με την Αικατερίνη, απέκτησαν τρία παιδιά, τον βιογραφούμενο Πολυχρόνη, τη Μαρία και τον Λεωνίδα. Η Μαρία σήμερα ζει στη Νέα Μηχανιώνα. Είναι παντρεμένη με τον Αποστόλη Σαφραλιώτη και έχουν ένα παιδί και τρία εγγόνια. Ο Λεωνίδας ζει κι εκείνος στη Νέα Μηχανιώνα και είναι ναυπηγός στο επάγγελμα. Με τη γυναίκα του Βασιλική έχουν αποκτήσει τρία παιδιά.

Ο βιογραφούμενος, Πολυχρόνης Μανωλάκης, είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Τελείωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο Δημοτικό Σχολείο Νέας Μηχανιώνας. Στην ηλικία των επτά ετών, κόβοντας τα ξύλα, έπαθε ατύχημα με την κορδέλα της μηχανής στο ξυλουργείο του πατέρα του. Συγχρόνως με το σχολείο, παρέδιδε τα δέματα με τα νήματα και τα καλούπια στις πλέχτριες διχτυών. Ο παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του, είχε ανοίξει καφενείο στην παραλία της Νέας Μηχανιώνας και παράλληλα αγόραζε νήματα, τα έδινε στις πλέχτριες και πωλούσε τα δίχτυα στους ψαράδες. Αφού τελείωσε το δημοτικό, πήγε στη Νέα Μηχανιώνα σε μια σχολή για να σπουδάσει πάνω στην ωκεάνια αλιεία.

Στη συνέχεια, έδωσε εξετάσεις για να περάσει στην νυχτερινή Εμπορική Σχολή, ενώ το πρωί εργαζόταν. Παρακολούθησε τη Σχολή για διάστημα πέντε ετών. Ακολούθως, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για 24 μήνες στο πεζικό. Όταν απολύθηκε και έχοντας πληροφορίες από άλλους που υπηρετούσαν στον στρατό για εργασία στη Γερμανία και στην Ελβετία, αναζήτησε εργασία στη Ζυρίχη, όπου πήγε τον Νοέμβριο του 1963. Από τη Ζυρίχη τον έστειλαν στο Gerlafingen – Solothurn όπου εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο σιδήρου για ενάμιση χρόνο και εκεί υπέστη ατύχημα, όταν ένα σίδερο έφυγε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, εργάστηκε σε άλλες επιχειρήσεις ως υπεύθυνος μηχανών και εκεί όμως, ευτυχώς χωρίς συνέπειες, είχε ατύχημα, όταν έσπασε ο τροχός. Παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα οπερατέρ και αντικαθιστούσε τον υπεύθυνο του σινεμά τα Σαββατοκύριακα. Γνώριζε, επίσης, και το επάγγελμα του σερβιτόρου, έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα στον Σύλλογο Εστιατόρων. Μάλιστα, ως σερβιτόρος, εργάστηκε για έξι χρόνια περίπου σε διάφορα εστιατόρια της Ζυρίχης, ενώ σε ένα από αυτά έφτιαχνε και το παγωτό MOVENPICK, το πιο γνωστό παγωτό της Ελβετίας, δουλεύοντας στην κουζίνα του εστιατορίου. Είχε σκοπό να αποκτήσει το δικό του εστιατόριο.

Το 1977, ο βιογραφούμενος άνοιξε μια ελληνική ταβέρνα στο NEUHAOUZEN στους καταρράκτες του Ρήνου, η οποία γνώρισε πολύ μεγάλη φήμη. Εν τω μεταξύ, στις 19-8-1979, νυμφεύτηκε τη Σταυρούλα Παπανικόλα, η οποία γεννήθηκε στις 9-12-1951 και έχει καταγωγή από την Κερύνεια, σήμερα τουρκοκρατούμενη.

Ο προπάππους της Σταυρούλας ονομαζόταν Κυριαλίδης και η προγιαγιά της Ελένη και ήταν γεωκτήμονες στο επάγγελμα. Απέκτησαν έναν γιο, τον Νικόλα. Ο Νικόλας νυμφεύτηκε τη Σταυρινή και απέκτησαν έναν γιο, τον Παναγιώτη, το 1885. Όταν ο Παναγιώτης έγινε ενάμισι έτους, οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του. Ο Παναγιώτης ήταν αγρότης στο επάγγελμα. Νυμφεύτηκε την Αθανασία Ηλία και απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Νικόλα, πατέρα της Σταυρούλας, την Ελένη, τη Σταυρινή, τον Κυριάκο και τον Ανδρέα.

Ο Νικόλας γεννήθηκε το 1911 στη Χάρτζια Κερύνειας. Ο Νικόλας εκεί τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Ασπάστηκε την ορθοδοξία και έγινε ιερέας. Ήταν καλλίφωνος και μορφωμένος. Στη χειροτονία του Μακαρίου, ο Μακάριος τον άκουσε να ψέλνει και ζήτησε να πάει στην Αρχιεπισκοπή. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε γιατί ήθελε να υπηρετήσει στο χωριό του. Ο παπά Νικόλας νυμφεύτηκε την εκλεκτή του σύντροφο, Ελένη Αγγελή Λάμπη, το γένος Χριστοφή, με καταγωγή από τη Χάρτζια, γυναίκα νοικοκυρά, και από τον γάμο τους απέκτησαν οκτώ παιδιά, την Ανδριανή, την Αθανασία, τον Αγγελή, τη Χρυστάλλα, τον Παναγιώτη, τη Σταυρούλα, τη Μαρία και την Παναγιώτα.

Η Σταυρούλα γεννήθηκε το 1951. Το 1955 άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ και ο πατέρας της ήταν ομαδάρχης της περιοχής με το ψευδώνυμο “Παπαφλέσσας”. Έκρυβε τους αντάρτες στο κρησφύγετο που είχαν στο υπόγειο του σπιτιού της γιαγιάς Χρυστάλλας, της αγωνίστριας. Το χωριό ήταν μόνιμα σε κατ’ οίκον περιορισμό. Αργότερα, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Όσοι ήταν ιερείς, μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Η Σταυρούλα θυμάται πως οι Άγγλοι χτύπησαν τη μητέρα και την αδερφή της, Αθανασία, γιατί τους είχαν επιτεθεί με πέτρες, προκειμένου να μην προλάβουν τους αντάρτες. Θυμάται, επίσης, τους Άγγλους να παίρνουν ένα κορίτσι, δέκα ετών, και να το κρεμάνε από τη γέφυρα, οπότε όλο το χωριό τότε, οι γυναίκες και τα παιδιά, ξεσηκώθηκε πετώντας τους πέτρες. Ο πατέρας της Σταυρούλας αποφυλακίστηκε το 1959 με το τέλος του αγώνα. Έλληνας στην ψυχή, πολεμούσε πάντα για την ένωση με την μητέρα – πατρίδα και γι’ αυτό ετάφη τιμητικά. Απεβίωσε στις 8-11-1999. Η μητέρα της απεβίωσε στις 15-4-1999.

Ο βιογραφούμενος με τη σύζυγό του απέκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 1-6-1980 στη Ζυρίχη. Σπούδασε σχεδιαστής οικοδομών και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Σήμερα, ζει και εργάζεται στη Ζυρίχη. Έχει πάρει μέρος σε πολλές εκθέσεις. Ασχολείται με την τέχνη της διαφήμισης. Ασχολείται, επίσης, με τις πολεμικές τέχνες και το μπάσκετ.

Η Αικατερίνη γεννήθηκε στις 12-2-1982 στη Ζυρίχη. Σπούδασε οικονομικά. Ζει και εργάζεται ως γραμματέας στη Ζυρίχη και έχει ένα παιδί, την Ελένη, ενός έτους σήμερα.

Ο Νικόλαος γεννήθηκε στις 17-6-1984 στη Ζυρίχη. Σπουδάζει βιοχημεία και ψυχιατρική. Ασχολείται, επίσης, με την κολύμβηση.

Η Ελένη γεννήθηκε στις 9-7-1987 στη Ζυρίχη. Σήμερα, σπουδάζει παιδαγωγός. Επίσης, αγαπάει το θέατρο, με το οποίο ασχολήθηκε πέντε χρόνια.

Ο Πολυχρόνης Μανωλάκης με τη σύζυγό του, τον Οκτώβριο του 1980, άνοιξαν νέο εστιατόριο στη Ζυρίχη με την επωνυμία «Ζορμπάς» και παρέμειναν εκεί μέχρι το 1988. Αφού έκλεισε το συμβόλαιο, άνοιξαν νέο εστιατόριο πάλι στη Ζυρίχη, το οποίο κράτησαν μια επταετία μέχρι το 1993, όταν έπρεπε πάλι να κλείσει, διότι ο ιδιοκτήτης ήθελε να το πουλήσει. Το 1985-86, το ζευγάρι άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο ελληνικών και κυπριακών προϊόντων κρασιών και τροφίμων. Το 1993 άνοιξαν νέα ταβέρνα, την οποία διατήρησαν μέχρι το 1996. Το 2009, άνοιξαν πάλι εστιατόριο, το οποίο έκλεισαν τον Δεκέμβριο του 2014, γιατί πουλήθηκε το οίκημα. Πλέον ασχολούνται αποκλειστικά με το εμπόριο, την εισαγωγή και προώθηση ελληνικών και κυπριακών προϊόντων, καθώς και προϊόντων από άλλες χώρες. Έχουν δίκτυο διανομής προϊόντων, όπως κρασιού εξαιρετικής ποιότητας, ελαιόλαδου, ελιών, τυριών, βοτάνων, μελιού, καφέ σε όλη τη γερμανική Ελβετία, σε εστιατόρια, ξενοδοχεία, μίνι και σούπερ μάρκετ και σε μεσάζοντες εμπόρους.

Ο βιογραφούμενος έδωσε στα εστιατόρια και την εταιρεία του την επωνυμία “Ζορμπάς”, καθώς σε έναν  πολύ δύσκολο αγώνα πάλης που είχε, νίκησε τον αντίπαλό του και επειδή δεν γνώριζαν τότε το όνομά του, γνώριζαν μόνο πως ήταν Έλληνας, άρχισαν όλοι να τον αποκαλούν Ζορμπά και έτσι έμεινε το όνομα μέχρι σήμερα. Όνειρο του ζευγαριού είναι να παραδώσουν την επιχείρηση σε άξια χέρια και να συνεχίσουν τη ζωή τους μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας.