O Ιωάννης Τσιμπιρόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1946. Είναι συνιδιοκτήτης και Διευθύνων Σύμβουλος της επιχείρησης «ΡΩΞΑΝΗ», που δραστηριοποιείται στην κατεργασία κλωστοϋφαντουργικών υποπροϊόντων. Είναι παντρεμένος και έχει αποκτήσει δύο παιδιά.
Η οικογένεια Τσιμπίρογλου ή Τσιμπιροπούλου κατάγεται από την Κασταμονή της Μικράς Ασίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα απαρτιζόταν από τη Ρωξάνη (Λωξάνδρα), γεννημένη το 1882, χήρα του Σταύρου Τσιμπίρογλου, παππού του βιογραφούμενου και τους δύο γιους της, τον Χαράλαμπο, γεννημένο το 1902, και τον Γεώργιο, πατέρα του βιογραφούμενου, γεννημένο το 1906.
Καταλύτης για την ελληνική οικονομία -και όχι μόνο- υπήρξε το κύμα των προσφύγων: αποτέλεσε δεξαμενή φθηνής εργατικής δύναμης, μεταλαμπάδευσε εμπειρία και τεχνογνωσία, μετέφερε ιδία κεφάλαια, έδωσε νέα επιχειρηματική πνοή. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση ανήκει η γιαγιά του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, Ρωξάνη Τσιμπίρογλου. Στην Κασταμονή της Μικράς Ασίας είχε ιδρύσει και διηύθυνε εκβιομηχανισμένο υφαντουργικό εργοστάσιο. Παράλληλα, η οικογένεια έκανε εισαγωγές κάμποτ και βαμβακερών νημάτων από την Ιαπωνία, καθώς και άλλων υφασμάτων από την Ιταλία. Στην Κωνσταντινούπολη είχε γραφείο και αποθήκες στο Κομάντο και στο Μαχμουντιέ Χαν. Το 1922, για τις ανάγκες του εμπορίου με την Ιταλία ίδρυσε γραφείο και στο Μιλάνο. Όταν η δυναμική χήρα έφυγε από την πατρίδα της, λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών του 1924, είχε να επιδείξει ήδη αξιόλογη επιχειρηματική δράση.
Η Ρωξάνη Τσιμπίρογλου πούλησε το εργοστάσιο και ήρθε στη Θεσσαλονίκη, φέρνοντας μαζί της σημαντική περιουσία. Ο μεγαλύτερός της γιος, o Χαράλαμπος, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει οικονομικά. O μικρότερος, o Γεώργιος, πατέρας του βιογραφούμενου, εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, για να σπουδάσει κλωστοϋφαντουργία. Παράλληλα, αγόρασαν στη βόρεια Ιταλία, στην περιοχή Μπέβερε, εργοστάσιο κατασκευής θερινών βαμβακερών κουβερτών, ύφανσης ζακάρ, δυναμικότητας 60 ιστών. Το επώνυμο της οικογένειας στην Ελλάδα ήταν γνωστό και ως «Δζιμπίρογλου», «Τσιμπ(ε/ι)ρόπουλος. Τελικά, χρόνια αργότερα, καθιερώθηκε το επώνυμο Τσιμπιρόπουλος από τους γιους της Ρωξάνης.
Μόλις τρία χρόνια μετά την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη, περί το 1926-27, η Ρωξάνη Τσιμπίρογλου ίδρυσε το υφαντουργείο «ΡΩΞΑΝΗ», στα πρότυπα της επιχείρησης που είχε αφήσει πίσω της στην παλιά πατρίδα. Παρήγαγε μάλλινες κουβέρτες και άλλα βαμβακερά κλινοσκεπάσματα, υφάσματα επίπλωσης, τραπεζομάντιλα, μεταξωτά, δαμάσκα, βελούδα και μάλλινα. Επίσης, υφάσματα ένδυσης (μάλλινα, κασμίρια), βαμβακερά και μεταξωτά, γυναικεία και ανδρικά, καθώς και «τσαρτσάφι» (μεταξωτό με κόμβους).
Η επιχείρηση ήταν μία από τις δύο επιχειρήσεις που πρώτες εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη δεκαετία του ‘20, με σκοπό την κατασκευή κλινοσκεπασμάτων και τραπεζοκαλυμμάτων. Το εργοστάσιο οικοδομήθηκε σε ιδιόκτητο οικόπεδο 3-4 στρεμμάτων, στην οδό Λαγκαδά, απέναντι από το Συμμαχικό Νεκροταφείο. Αρχικά, η Ρωξάνη Τσιμπίρογλου κατοικούσε στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου, όπου είχε χτίσει διώροφη κατοικία. Το εργοστάσιο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1928. Τα προϊόντα του, που θεωρούνταν εφάμιλλα των ευρωπαϊκών, γρήγορα κατέκτησαν την αγορά. O τεχνικός εξοπλισμός του ήταν σύγχρονος και είχε μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη από το εργοστάσιο της Ιταλίας. O εξοπλισμός του εργοστασίου περιλάμβανε 50 μηχανοκίνητους ιστούς (αργαλειούς) καθώς και μηχανές ζακάρ. Κινούνταν με την ενέργεια που παρήγαγε μία ιδιόκτητη γεννήτρια. Απασχολούσε 110 εργάτες. Η ετήσια παραγωγή ανερχόταν σε 500.000 μ. διαφόρων ειδών υφασμάτων και 20.000 κομμάτια κλινοσκεπάσματα. Το εργοστάσιο μέχρι τη δεκαετία του ‘50 εμπλουτίστηκε με βαφείο και τυπωτήριο. Τα προϊόντα της επιχείρησης διοχετεύονταν στην τοπική αγορά αλλά και στο εξωτερικό. Στη Θεσσαλονίκη, η οικογένεια διατηρούσε κατάστημα μεταξύ των οδών Συγγρού και Βαλαωρίτου. Το 1930, ίδρυσε Πρατήριο στην Αθήνα, αρχικά επί της Οδού Πανδρόσου και κατόπιν επί της Πλατείας Δημοκρατίας.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε o Χαράλαμπος Τσιμπιρόπουλος, θείος του βιογραφούμενου, o οποίος το 1939 επέκτεινε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας, μισθώνοντας ανενεργό εργοστάσιο στο Τέρμα Πατησίων, παραπλεύρως της Λεοντείου Σχολής, και ιδρύοντας εκεί κλωστήριο μάλλινων νημάτων (καρντέ) δυναμικότητας 800 ατράκτων. O Χαράλαμπος Τσιμπιρόπουλος διετέλεσε τα χρόνια εκείνα Πρόεδρος του Συνδέσμου Κλωστοϋφαντουργών.
Επίσης, συνέγραψε το σύγγραμμα «H Κλωστοϋφαντουργική Βιομηχανία Θεσσαλονίκης», καθώς και άρθρα σε οικονομικά περιοδικά της εποχής. Παντρεύτηκε τη Στέλλα Δελάκη, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Ρωξάνη.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Γεώργιος Τσιμπιρόπουλος, παρέμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1941, προωθώντας τα προϊόντα της επιχείρησης στην αγορά του εξωτερικού. Μεταξύ των πελατών του συγκαταλέγονταν και o ιταλικός στρατός. Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ανέλαβε μαζί με τη μητέρα του τη διεύθυνση της οικογενειακής επιχείρησης. Παντρεύτηκε τη Μαρία Μιχαηλίδου, της οποίας o πατέρας είχε κατάστημα με μαλλιά πλεκτικής στην οδό Σπανδωνή. Από τον γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, τον Σταύρο το 1943, τον βιογραφούμενο Ιωάννη το 1946 και τη Ρωξάνη. H οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στην παραλία, επάνω από το καφενείο «ΑΣΤΟΡΙΑ», στη γωνία με την οδό Αγίας Σοφίας. O Γεώργιος Τσιμπιρόπουλος διετέλεσε δήμαρχος Νεάπολης. Στην οικογένεια Τσιμπιρόπουλου οφείλεται η ανέγερση του Ναού του Αγίου Γεωργίου στη Νεάπολη.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941-44), οι επιχειρήσεις της οικογένειας Τσιμπιρόπουλου αντιμετώπισαν τα γνωστά προβλήματα. Στη Θεσσαλονίκη το εργοστάσιο, η κατοικία και τα τρία αυτοκίνητα της επιχείρησης επιτάχθηκαν τους Γερμανούς. Η οικογένεια διατήρησε το δικαίωμα λειτουργίας του εργοστασίου για δικό της λογαριασμό μερικές ώρες την εβδομάδα. Το εργοστάσιο στην Αθήνα καταλήφθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα και τα μηχανήματα μεταφέρθηκαν σε κτίρια της Εθνικής Τράπεζας, στα νέα Σφαγεία. Στις νέες αυτές εγκαταστάσεις το εριοκλωστήριο άρχισε να λειτουργεί και πάλι το 1945. Στην περίοδο της Κατοχής, o πατέρας του βιογραφούμενου, Γεώργιος Τσιμπιρόπουλος, βοήθησε Βρετανούς στρατιωτικούς να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Η οικογένεια ξεπέρασε τα οικονομικά προβλήματα που δημιούργησαν o Ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940), η Κατοχή και o Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949).
Το 1949, η γιαγιά του βιογραφούμενου Ρωξάνη Τσιμπίρογλου συμπεριλήφθηκε στον φορολογικό κατάλογο «ευπόρων πολιτών», που ανακοίνωσε το Υπουργείο Οικονομικών. Ως γνήσια επιχειρηματίας, η Ρωξάνη Τσιμπίρογλου δεν είχε φροντίσει μόνο την ανατροφή της οικογένειάς της αλλά εξασφάλισε και τη συνέχειά της.
Το 1950, o Χαράλαμπος Τσιμπιρόπουλος μίσθωσε και δεύτερο κτήριο στην Αττική, αυτή τη φορά ένα επταώροφο καπνεργοστάσιο στον Πειραιά. Στα 7.000 τ.μ. του κτιρίου λειτουργούσαν εριοκλωστήριο πενιέ 3.000 ατράκτων και βαμβακοκλωστήριο 5.000 ατράκτων. Μεταξύ των πελατών συγκαταλέγονταν και ο ελληνικός στρατός. Καταστροφικά οικονομικά χτυπήματα επήλθαν όμως και κατά τη μεταπολεμική περίοδο, παρά τις προσπάθειες των επιχειρηματιών. Το πρώτο σημαντικό χτύπημα επήλθε, όπως και για πολλές άλλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, με την υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου το 1953. Το 1955 η μίσθωση του καπνεργοστασίου στον Πειραιά επλήγη από τη νομοθεσία περί μισθώσεων που επέβαλε η Κυβέρνηση Παπάγου, προκαλώντας την παύση των εργασιών του. Το 1961 και ενώ το εργοστάσιο στα νέα Σφαγεία ήταν ανασφάλιστο, εξερράγη πυρκαγιά. Την ίδια χρονιά, η γιαγιά του βιογραφούμενου, Ρωξάνη Τσιμπίρογλου απεβίωσε. Υπό το βάρος των οικονομικών αυτών πιέσεων, ο Χαράλαμπος Τσιμπιρόπουλος ασχολήθηκε με το εμπόριο μηχανουργικών και κλωστοϋφαντουργικών μηχανημάτων, καθώς και με την αγορά και πώληση εργοστασιακών συγκροτημάτων.
O πατέρας του βιογραφούμενου, Γεώργιος Τσιμπιρόπουλος, διατήρησε την επιχείρηση της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1969. Τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε μόνο ένα τμήμα του εργοστασίου στην οδό Λαγκαδά, το οποίο παρήγαγε προϊόντα με συνθετικά νήματα, ακριλικά, τσελβόλ. Από το 1967 η οικογένεια άρχισε να χτίζει μία νέα μονάδα 2,5 στρεμμάτων στα Διαβατά, σε οικόπεδο έκτασης περίπου 5 στρεμμάτων. Εκεί το 1969 ξεκίνησε μία νέα επιχείρηση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, τα οποία εξάγονται στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη. Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Γεώργιος Τσιμπιρόπουλος απεβίωσε το 1988.
Την επιχείρηση διευθύνει σήμερα ο γιος του Γεωργίου Τσιμπιρόπουλου, ο βιογραφούμενος Ιωάννης. Παράλληλα, έχει αρχίσει να μετέχει στην επιχείρηση και η τέταρτη γενιά. Από την πλευρά του Ιωάννη Τσιμπιρόπουλου, ο γιος του Γιώργος, πτυχιούχος της Σχολής Κλωστοϋφαντουργίας Μπιέλα της Ιταλίας, και ο Δημήτρης, φοιτητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στο Τμήμα Τραπεζικής και Χρηματιστηριακής Διοίκησης.