Ο Σπυρίδων Θ. Καμαλάκης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το έτος 1939. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε Πανεπιστημιακές Σχολές στην Ελλάδα (Αθηνών) και στον Καναδά (Vancouver), λαμβάνοντας τα πτυχία της Φαρμακευτικής-Χημείας στις ειδικότητες Χημικού Φαρμάκων PhD, Οικονομικών και της Εργατικής Ψυχολογίας. Είναι εταίρος κατά 40% του Διεθνούς Ομίλου Sangari-Camalaki που επιδίδεται στον εξοπλισμό τεχνικών σχολών μέσης, ανωτέρας και ανωτάτης παιδείας µε γραφεία σε 14 χώρες ανά τον κόσμο. Πέρα από τη σημαντική επιχειρηματική του δραστηριότητα, αναπτύσσει ως σήμερα σπουδαίο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Είναι από τους μόνιμους συμπαραστάτες του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας και έχει αναλώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πνευματική, κοινωνική και θρησκευτική ζωής της Αλεξάνδρειας. Καταξιωμένος κοινωνικά και επαγγελματικά, έχει τιμηθεί με πλήθος διακρίσεων.
Η ιστορία της οικογένειας Καμαλάκη χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής από την εποχή του Ιουστινιανού υπήρξε η ένταξη των ξένων λαών στη Χριστιανική Οικουμένη. Οι στόχοι ήταν κυρίως πολιτικοί, και η διάδοση του Χριστιανισμού λειτουργούσε ως το ισχυρότερο μέσο για την εδραίωση της πολιτικής υποταγής. Για τον λόγο αυτό η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Βόρειο Καύκασο. Πιθανολογείται πλησίον της σημερινής πόλης Μαϊκόπ. Η οικογένεια, Ίωνες έμποροι μεγαλοαστοί, συγκέντρωσαν μεγάλο οικονομικό πλούτο, ικανό να περάσουν στην τάξη των Ιππέων (Equites) και για να αποκτήσουν (εξαγοράσουν) τον τίτλο του ρωμαίου Πολίτη. Ως ρωμαίοι Πολίτες ήταν γνωστοί με το επίθετο Honestas. Στη νέα περιοχή που εγκαταστάθηκαν έλαβαν το όνομα «Καμαλάκ», που προέρχεται από το «καμάλ» και σημαίνει «τελειότης, ακεραιότης, χρηστοήθεια». Η οικογένεια Καμαλάκ απέκτησε στον Βόρειο Καύκασο πολύ μεγάλη ισχύ και ήταν γνωστή για τον πλούτο και την πολιτική και θρησκευτική (χριστιανική) επιρροή που ασκούσε στην περιοχή. Η συμβολή της οικογένειας, όπως και των λοιπών χριστιανικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εκεί, υπήρξε μεγάλη στην εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ακόμη και τώρα οι κιρκάσιοι Μουσουλμάνοι, διατηρούν ζωηρότατη ανάμνηση της Χριστιανικής θρησκείας, σέβονται τον Σταυρό, πιστεύουν στην Παναγία, επικαλούνται τους Αγίους Αποστόλους και γενικώς τελούν έθιμα χριστιανικά. Η περιοχή βρέθηκε διαδοχικά υπό την επικυριαρχία των Χαζάρων, των Κουμάνων, των Τατάρων της Χρυσής Ορδής.
Κατά τον 17ο αιώνα, με την επικράτηση των Τατάρων, ασκήθηκε τρομερή και απειλητική πίεση εξισλαμισμού των κατοίκων της περιοχής και άντλησης σκλάβων για την Υψηλή Πύλη. Η μεγάλη οικογένεια των Καμαλάκ βρέθηκε προ του τρομερού διλήμματος και της απειλής του εξισλαμισμού ή του αφανισμού. Πολύ μικρός αριθμός των Καμαλάκ εξισλαμίστηκαν και είναι γνωστοί στην Τουρκία ως Καμαλάκ. Άλλη ομάδα των Καμαλάκ μετανάστευσε στην Αρμενία και φέρουν το όνομα Καμαλακιάν. Μεγάλο μέρος της οικογένειας μετανάστευσε στην πόλη Μπορ, νοτιοδυτικά της πόλης Νίγδη στο Βιλαέτι του Ικονίου, με το όνομα Καμαλακίδης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, ο Θωμάς Καμαλακίδης, πατέρας του βιογραφούμενου Σπυρίδωνος, μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ενεγράφη στα εκεί προξενικά αρχεία ως Καμαλάκης.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, Θεόδωρος Καμαλακίδης, γεννήθηκε στο Μπορ της Καππαδοκίας. Ήταν μεγαλοκτηματίας και μεγαλοζωέμπορος. Παράλληλα, αποτελούσε και τον δικαστή των εμπορικών συναλλαγών, έχοντας το προνόμιο να διαθέτει ζυγαριά, που σήμαινε πως μπορούσε να διανέμει δικαιοσύνη σε περιπτώσεις διαφωνίας των συμπολιτών του. Παντρεύτηκε την Αγγελική (η οποία ανήκε στην ίδια οικογένεια με τον Πρόδρομο Αθανασιάδη-Μποδοσάκη) και απέκτησαν δώδεκα παιδιά, εκ των οποίων έζησαν τα επτά. Τα υπόλοιπα απεβίωσαν σε μικρή ηλικία: τη Σεβαστή, τον Λάμπρο (μεγαλέμπορο στην Πόλη), τον Δημήτριο, τον Αντώνη (είχε οργανώσει αντάρτικο σώμα στο Μπορ και βοηθούσε στη Μικρασιατική εκστρατεία), τον Κωνσταντίνο (τροφοδότη του Αγγλικού Στρατού και κατόπιν των πλοίων στην Αλεξάνδρεια), τον Θωμά και την Ευγενία. Ο παππούς Θεόδωρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 47 ετών. Ήταν άνθρωπος δυναμικός και δραστήριος, συνεχιστής της οικογένειας των Καμαλάκηδων στο Μπορ. Επρόκειτο για εξαιρετικά δίκαιο και συνετό πρόσωπο και ως εκ τούτου επιλέχθηκε για να διευθετεί τις υποθέσεις των συγχωριανών του.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Θωμάς Καμαλάκης, γεννήθηκε το 1898 στο Μπορ της Καππαδοκίας, όπου ολοκλήρωσε και τη βασική εκπαίδευση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, σε ηλικία δεκαπέντε ετών περίπου, χρησιμοποίησε τις άμαξές του και δημιούργησε μεταφορική εταιρεία για να διακινεί ανθρώπους και εμπορεύματα. Εξαιτίας της ανάμειξης της οικογένειας στο αντάρτικο, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατέφυγε στον αδελφό του Λάμπρο, στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Εταμπλί, επειδή δεν ήταν μόνιμος κάτοικος Κωνσταντινουπόλεως, ήταν ανταλλάξιμος. Έτσι, ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου είχε εγκατασταθεί ο αδελφός του Κωνσταντίνος.
Αρχικώς, συνεταιρίσθηκε με τον αδελφό του στην επιχείρηση ως «Προμηθευτές του Αγγλικού Στρατού». Μετά το Κραχ του 1929, οπότε η οικογένεια έχασε πάνω από 500.000 λίρες Αγγλίας, εργάσθηκε πρώτα ως υπεύθυνος πωλήσεων στην Καπνοβιομηχανία «ΚΑΣΙΜΗ» και στη συνέχεια προήχθη σε Διευθυντή Πωλήσεων. Ταυτόχρονα, δημιούργησε τρεις μεγάλους σταθμούς αυτοκινήτων, αντιπροσωπεύοντας επίσης αμερικάνικες αυτοκινητοβιομηχανίες στην Αλεξάνδρεια. Το 1948, παραιτήθηκε από την Καπνοβιομηχανία, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τις επιχειρήσεις του.
Παντρεύτηκε τη Φωτεινή Κουλπαλίδη, γεννημένη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και απέκτησαν τρία παιδιά: τον Θεόδωρο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, τον Σπυρίδωνα-Δημήτριο και την Καλλιόπη-Ασημίνα. Το 1961, με τις εθνικοποιήσεις που επέβαλε ο Νάσσερ, ο Θωμάς Καμαλάκης έχασε τις αντιπροσωπείες και αναγκάσθηκε το 1964 να κλείσει τις επιχειρήσεις του και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ήταν άνθρωπος εξαιρετικά δραστήριος και δημιουργικός, διέθετε την ικανότητα του «συναλλάσσεσθαι». Επειδή είχε λάβει μόνο τη βασική εκπαίδευση, θεωρούσε τον εαυτό του αγράμματο και επειδή προερχόταν από τουρκόφωνο χωριό, έμαθε μόνος του ελληνικά και κατόπιν γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και αραβικά, διαβάζοντας εφημερίδες. Είχε ανεπτυγμένο το εμπορικό δαιμόνιο, ήταν ευφυής και οξυδερκής. Ως πατέρας ήταν αυστηρός με τα παιδιά του, αλλά και εξαίρετος οικογενειάρχης. Ξόδεψε ολόκληρη περιουσία για να τα μορφώσει. Γενναιόδωρος, άνθρωπος της προσφοράς, δεν ενδιαφερόταν για τον εαυτό του, αλλά μόνο για την οικογένειά του. Εκπληκτικά εργατικός, εργαζόταν πολλές ώρες την ημέρα. Συνάμα, όμως, ήταν και πολύ φιλόξενος. Υποδεχόταν με χαρά στο σπίτι του φίλους, συγγενείς και συμπατριώτες του από το Μπορ. Εκτός των άλλων, είχε εξαίρετη φωνή και έπαιζε ωραία ντέφι. Του άρεσε να τραγουδά στα τούρκικα, τραγούδια της περιοχής του, που τον συγκινούσαν ιδιαίτερα. Έφυγε από τη ζωή το 1975, σε ηλικία 77 ετών.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Φωτεινή Κουλπαλίδη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1912. Ο πατέρας της, Αναστάσιος Κουλπαλίδης, ήταν μεγαλέμπορος καπνών, τα οποία εισήγαγε από την Καβάλα. Ο ίδιος είχε γεννηθεί στο Ανδρονείκιο, το σημερινό Εντιρλούκ της Καππαδοκίας, στους βόρειους πρόποδες του Αργαίου όρους, δύο ώρες από την Καισάρεια. Από εκεί έφυγε σε νεαρή ηλικία ο παππούς και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου αναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο καπνών και ιδιοκτήτη τριών ξενοδοχείων. Παντρεύτηκε την Τιμόκλεια (Διμόκλεια) Τσουρουκτσόγλου, κόρη του Δημογέροντα και Μεγάλου Ευεργέτου στο Ανδρονίκειο Ιωάννη Τσουρουκτσόγλου και απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Πρόδρομο, τον Ιωάννη, τη Φωτεινή, τον Ευθύμη και τον Βασίλη. Οι Δημογέροντες εκπροσωπούσαν τους Έλληνες, ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης και συνέτασσαν τους φορολογικούς καταλόγους. Πολλές φορές δίκαζαν κτηματικές και άλλες διαφορές μεταξύ των κατοίκων της κοινότητας με βάση τα ήθη και έθιμα του τόπου. Το 1920, ενθουσιασμένος από την απελευθέρωση της Σμύρνης, πούλησε όλα του τα υπάρχοντα στην Αλεξάνδρεια και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη κοντά στην οικογένεια της γυναίκας του, η οποία διατηρούσε τότε το γνωστό Κιουτσούκ (μικρό) χάνι στη Σμύρνη, καθώς και το μεγαλύτερο υαλοπωλείο της πόλης που λεγόταν «Les Grands Magazins Tsourouktsoglou», που άνηκαν στα πρώτα εξαδέλφια της Τιμόκλειας. Ένας από αυτούς, ο διακεκριμένος νομικός και εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας της Σμύρνης «La Reforme», με σπουδές στο Παρίσι, ο Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου, συνελήφθη από τους Τούρκους για την εθνική του δράση και μαρτύρησε μαζί με τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, τον περιέφεραν στο κέντρο της Σμύρνης, ενώ το κεφάλι του συρόταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια. Το 1922, ένας Τούρκος, φίλος του παππού, τον πληροφόρησε ότι θα γίνουν σφαγές. Ο Αναστάσης φυγάδευσε την οικογένειά του, η οποία χωρίσθηκε. Ο Πρόδρομος, μεταμφιεσμένος σε γριά γυναίκα έφυγε μαζί με τον πατέρα του, και η γιαγιά Τιμόκλεια, με τον Γιάννη και τη Φωτεινή κατέφυγαν στην προκυμαία της Σμύρνης. Κατάφεραν να ανέβουν σε ένα πλοίο που τους άφησε στην προκυμαία της Μυτιλήνης, όπου η γιαγιά συναντήθηκε με τον σύζυγό της και το άλλο της παιδί. Από εκεί στράφηκαν στην Αλεξάνδρεια όπου και εγκαταστάθηκαν. Οι αποθήκες καπνού που διέθεταν στη Σμύρνη ήταν από τις μεγαλύτερες και λέγεται ότι για μέρες μύριζαν καπνό από τη φωτιά που έβαλαν οι Τούρκοι και τις έκαψαν.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Φωτεινή, φοίτησε στην Αλεξάνδρεια ως και την Ανωτέρα Σχολή και στη συνέχεια μαθήτευσε σε Οίκο Ραπτικής για να μάθει να ράβει τα της οικογενείας της, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Γνωρίσθηκε με τον μέλλοντα σύζυγό της, και τέλεσαν τους γάμους τους το 1934. Ήταν άνθρωπος με πολύ έντονη προσωπικότητα, που ήξερε να ελίσσεται διπλωματικά. Οι φίλες της μάλιστα την αποκαλούσαν «Βενιζέλο». Γυναίκα δραστήρια και δυναμική, υπήρξε πολύ αφοσιωμένη στην οικογένεια και στην ανατροφή των παιδιών της, τα οποία μεγάλωσε με ηθικές αξίες. Πρόσωπο γενναιόδωρο, γινόταν θυσία για όλους. Είχε την ικανότητα να λύνει όλες τις οικογενειακές διαφορές με τον καλύτερο τρόπο. Κοινωνική και πολύ αγαπητή στον περίγυρό της, εξαίρετη μαγείρισσα. Παρ’ ότι είχε τρία πρόσωπα υπηρετικό προσωπικό, επιστατούσε από νωρίς το πρωί σε όλα. Ως μάνα, ήταν εξαιρετικά τρυφερή με τα παιδιά της, αλλά και αυστηρή σε ό,τι αφορούσε στο ήθος που έπρεπε να τους μεταδώσει. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών.
Ο βιογραφούμενος, Σπυρίδων Καμαλάκης, γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου 1939 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Φέρει και το όνομα Δημήτριος. Μετά τη βασική εκπαίδευση στην Αλεξάνδρεια, σπούδασε στο εκεί Πανεπιστήμιο και αργότερα σε Ανώτατες Σχολές στην Ελλάδα και τον Καναδά, Φαρμακευτική και Χημεία στις ειδικότητες του Χημικού Φαρμάκου (PhD), Οικονομικών (Ινστιτούτο Οξφόρδης), καθώς και της Εργατικής Ψυχολογίας (MSc). Είναι σήμερα ε.τ. καθηγητής του Κρατικού Παιδαγωγικού Πανεπιστημίου Nizhny Novgorod. Ομιλεί την αραβική, τουρκική, αγγλική και γαλλική γλώσσα. Παντρεύτηκε το 1965 την Αλίκη Βοσταντζόγλου (Μποσταντζόγλου), με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τη Φωτεινή (1966) και τον Θωμά (1975).
Η Φωτεινή Σπ. Καμαλάκη, σπούδασε πληροφορική και οικονομικά στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Deree και είναι η συνεχιστής των επιχειρήσεων Καμαλάκη. Είναι παντρεμένη με τον Νικόλαο Παπουτσή και μητέρα τριών κοριτσιών (τρίδυμα), της Αντωνίας -Φοιτήτρια της Ιατρικής, της Αλίκης -Κλινική Διαιτολόγος και της Ελένης -Φυσιοθεραπεύτρια, που γεννήθηκαν το 1998.
Ο υιός του βιογραφούμενου, Θωμάς Σπ. Καμαλάκης, είναι καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και έχει ειδικότητα στις οπτικές ίνες και Κοσμήτωρ της Σχολής Ψηφιακής Τεχνολογίας. Είναι παντρεμένος με τη Ζωή Φουλίδη και έχουν χαρίσει στον βιογραφούμενο έναν εγγονό, τον Σπυρίδωνα, ο οποίος γεννήθηκε το 2016 και μια εγγονή, την Ευτυχία, η οποία γεννήθηκε το 2019.
Ο βιογραφούμενος εργάστηκε ως Επιτελικό Στέλεχος σε μεγάλες ξένες Φαρμακοβιομηχανίες και από το 1979 ίδρυσε τον Όμιλο Επιχειρήσεων Sangari, ο οποίος μετονομάσθηκε σε «Sangari-Camalaki». Ο όμιλος έχει στο ενεργητικό του τον εξοπλισμό των περισσοτέρων Τεχνικών Σχολών Μέσης και Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Ενδεικτικό της ανοδικής πορείας που ακολούθησε ο Όμιλος «Sangari-Camalaki» είναι το «Αραβικό Τρόπαιο», που του απονεμήθηκε το 1985 ως του καλύτερου εισαγωγέα εκπαιδευτικού εξοπλισμού στις χώρες της Μέσης Ανατολής και το «Πανεπιστημιακό Αριστείο Επιχειρηματικού Προφίλ και Ποιότητας», το οποίο κατέκτησε το 1993.
Πέρα από τη σημαντική επιχειρηματική του δραστηριότητα, αναπτύσσει ως σήμερα σπουδαίο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Είναι από τους μόνιμους συμπαραστάτες του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας και έχει αναλώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πνευματική, κοινωνική και θρησκευτική ζωής της Αλεξάνδρειας, συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση του ευεργετισμού του σχετικού πολυπρόσωπου καταλόγου των Αιγυπτιωτών Ελλήνων Επιχειρηματιών.
Επιστέγαση της έντονης κοινωνικής δραστηριότητάς του αποτελεί το γεγονός ότι στο διάστημα 1990-1994 διετέλεσε πρόεδρος της Ορθόδοξης Πατριαρχικής Αδελφότητας Ο Άγιος Μάρκος ο Ευαγγελιστής. Από το 2009 είναι πρόεδρος του ιδρύματος Παιδαγωγικών Μελετών και Εφαρμογών και από το 1993 πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνο-Αιγυπτιακής Φιλίας, που αναπτύσσει σημαντικές πρωτοβουλίες για τη σύσφιξη φιλικών πνευματικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου. Για τη σημαντική αυτή κοινωνική δραστηριότητα, τιμήθηκε με τον τίτλο του Μεγάλου Ευεργέτη της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας και με το οφφίκιο του Μεγάλου Άρχοντα Ρεφερενδαρίου του Αλεξανδρινού Πατριαρχικού Θρόνου, από τον Μακαριστό Πατριάρχη κυρό Παρθένιο Γ΄. Η Α.Θ.Μ. ο Πάπας και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος Β΄ τον προήγαγε σε Μέγα Άρχοντα Λογοθέτη.
Εκτός των προαναφερθέντων, έχει διατελέσει επί σειρά ετών (1962-1969), μέλος του Δ.Σ. της Πανελληνίου Ενώσεως Φαρμακοποιών, γενικός γραμματεύς της Διεθνούς Χριστιανικής Αδελφότητος «Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας» (1979-1987), η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, πρόεδρος της Αδελφότητος των Οφφικιάλων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής «Άγιος Μάρκος» (έως το 2005), αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φίλων της Βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας, ηγέτης της Αρχαίας Πατριαρχικής Τάξεως Παραβαλανέων «Σάββα του Ηγιασμένου» με στόχο την ενίσχυση του διακονικού έργου της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων και τέως πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής των Αιγυπτιώτικων Σωματείων.
Αρθρογράφησε σε επιστημονικά και οικονομικά περιοδικά και ως μελετητής της αρχαίας φιλοσοφίας και ιστορίας. Κατά διαστήματα, πραγματοποιεί ομιλίες και διαλέξεις επί παρεμφερών θεμάτων.
Παράλληλα έχει εκδώσει τα ακόλουθα έργα:
Ελλάς-Ρωσία Σχέσεις Φιλίας, Πολιτισμού και Παιδείας (2009), Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Πατριαρχικά Τάγματα Αριστείας του Αλεξανδρινού Θρόνου (μαζί με τον Μ. Βαρβούνη) Σύντομη ιστορία (2010), Από τον Μέγα Αλέξανδρο στον Ευαγγελιστή Μάρκο. Απόπειρα Αχνής χαρτογράφησης της δισχιλιόχρονης ιστορίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (2010), Ελλάς-Ρωσία (ρωσικό κείμενο, 2011), Patriarcat d’ Alexandrie et de toute l’ Afrique (2011), Τhe Patriarchate of Alexandria and all Africa (2011), Τhe Patriarchate of Alexandria and all Africa (αραβικά, 2011), Εκκλησιαστικά Οφφίκια του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (2011), Αγωγικοί Δρόμοι (2011), Η Ευεργετική Προσφορά του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού (2011), Ελληνική Μυθολογία του Κωνσταντίνου Κοντογόνου, Αθήναι 1852, Απόδοση στον νεοελληνικό λόγο της Επιτομής (2012), Σχέση Πολίτη-Κράτους. Ο Ευεργετισμός ανά τους αιώνες (2012), Ηράκλειτος (2013), Η φιλόσοφος Υπατία και ο βιασμός της ιστορίας (2015), From Alexander the Great to the Evangelist Mark (2016), The Philosopher Hypatia and the Violation of History (2016), Κρήτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας (2016), H Ορθοδοξία στην Αφρική (2017), Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα-The Parthenon Marbles (2017), Ύβρις (2017), (Ped)Agogic Paths (2018), Τάδε Έφη Παρθένιος (2018), Διηγήσεις από το Χθες (2019), Pedagogy–Education–Civilisation Us and the Ancients (2019), Περί Ψυχής και Πίστεως, (2020), Herophilus–Erasistratus (2020).
Υπό έκδοση είναι τα έργα: Η Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Η συνδρομή της κατά των αιρέσεων και Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς-Φίλων ο Βυζάντιος.
Καταξιωμένος κοινωνικά και επαγγελματικά, έχει τιμηθεί με πλήθος διακρίσεων όπως ο Χρυσούς Σταυρός της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους (1963) και του Αποστόλου Ανδρέα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Σταυρός με στέμμα και δάφνη (Ταξιάρχης) του Πανάγιου Τάφου (Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), Ανώτατο Παράσημο «Κυρίλλου και Μεθοδίου» της Τσεχικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ανώτατους Σταυρούς αξίας του Πατριαρχείου Μόσχας και της Αρχιεπισκοπής του Κιέβου, Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου, ο Σταυρός Α΄ Τάξεως Αγίου Μάρκου (Πατριαρχείου Αλεξανδρείας), ο Μεγαλόσταυρος του τάγματος του Αγίου Λαζάρου, ο Μεγαλόσταυρος Αξίας του Αγίου Λαζάρου, ως και του Τάγματος του Λέοντος του Ορέλ της Βραζιλίας, οι Μεγαλόσταυροι από το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας, του Λέοντος, του Αγίου Σάββα, της Αξίας του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, του Αγίου Μάρκου.
Η όλη πορεία του δικαίως χαρακτηρίστηκε από το έγκριτο περιοδικό «Ευρωενωσιακόν Δελτίον Διοικήσεως Επιχειρήσεων» ως η πλέον επιτυχημένη, ανακηρύσσοντάς τον ως τον καλύτερο μάνατζερ επιχειρηματία για το 1993, διάκριση για την οργανωτική του ικανότητα, τη διοίκηση της εργασίας και την έμφυτη ικανότητα ανάπτυξης διαπροσωπικών, διακρατικών, κοινωνικών και σωματειακών σχέσεων, χωρίς βέβαια να παραλείψει να αναφερθεί και στο πλούσιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό του έργο. Φέρει Τιμητικό Δίπλωμα αναγνωρίσεως «κοινωνικών υπηρεσιών» του Αιγυπτιακού Κράτους και της Γερουσίας της Δυτικής Βιρτζίνια των Η.Π.Α.
Τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιερώνει στη συγγραφή βιβλίων. Αξίζει να σημειωθεί πως η όποια επιτυχία του οφείλεται στη σύζυγό του Αλίκη, με την οποία το 2015 εόρτασαν τα 50 χρόνια έγγαμου βίου, βίου αρμονικότατου που βασίστηκε στον αυτοσεβασμό και στην αλληλοϋποστήριξη. Η συμβολή της συζύγου του ήταν τεράστια, τόσο στην άψογη ανατροφή των παιδιών τους, όσο και στη σωστή διαχείριση του φαρμακείου που διατηρούσαν από κοινού, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον βιογραφούμενο να ασχοληθεί και με άλλες επιχειρήσεις.