Η Εμμανουέλα Αθανασιάδη του Αλεξάνδρου και της Ελένης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1965 στην Αθήνα. Τη χρονιά μεταξύ 1982 και 1983 παρακολούθησε το πρόγραμμα “Cours de Formation d’ Instructeurs” στην «Ecole Nationale d’ Equitation» της Γαλλίας. Το διάστημα 1983 με 1985 σπούδασε Γεμμολογία στην Αθήνα, και από το 1989 έως το 1993 Θαλάσσια Βιολογία στο Fairleigh Dickinson University στις ΗΠΑ, απ’ όπου και πήρε το πτυχίο της με ΑΡΙΣΤΑ (B.Sc. Honors in Biology/Marine Biology). Την πρακτική της εργασία έκανε στο University of Hawaii at Hilo, και στο Shoals Marine Lab του Cornell University και University of New Hampshire των ΗΠΑ. Έκανε πρωταθλητισμό στην Ιππασία-Υπερπήδηση Εμποδίων από την ηλικία των 12 ετών και συμμετείχε στην εθνική ομάδα από τα 16. Το 1998 κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας. Είναι Βαλκανιονίκης με 3 χρυσά, 1 ασημένιο και 2 χάλκινα μετάλλια. Το 2004 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2005 και το 2007 στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες και το 2006 στα World Equestrian Games (Παγκόσμιο Πρωτάθλημα).
Οι πρόγονοι της οικογένειας Αθανασιάδη ήταν Έλληνες από την επαρχία της Νίγδης στην Καππαδοκία. Ο αρχηγός της οικογένειας ονομαζόταν Χατζηθωμάς Αθανασιάδης και η γυναίκα του Χατζηδέσποινα. Το πρόθεμα χατζή προστέθηκε στα ονόματά τους διότι είχαν πάει προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Έφυγαν και οι δυο από τη ζωή σε μεγάλη ηλικία στην Αθήνα, το 1938 και το 1939 αντιστοίχως. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά: την Ασπασία, τον Αθανάσιο, τον Ιορδάνη (παππού της βιογραφούμενης), τον Πρόδρομο (Μποδοσάκη) και την Κυριακή.
Ο Μποδοσάκης, του οποίου το όνομα προέρχεται από το τούρκικο Μποντός που σημαίνει Πρόδρομος, γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Στις αρχές του 1900 η οικογένεια μετακόμισε στη Μερσίνα της Νότιας Τουρκίας, πάνω στη θάλασσα, όπου ο Χατζηθωμάς άνοιξε ένα μπακάλικο. Ο Μποδοσάκης ήταν ένα παιδί πανέξυπνο, δραστήριο και γεμάτο ενέργεια που ο πατέρας του έστελνε τακτικά να πουλάει διάφορα προϊόντα στις λαϊκές αγορές. Πήγε για μικρό μόνο διάστημα στο σχολείο και σύντομα αφοσιώθηκε στην ολοένα αυξανόμενη εμπορική του δράση.
Με πρωτοβουλία του Μποδοσάκη, η οικογένεια άνοιξε έναν αλευρόμυλο που αρχικά λειτουργούσε με νερό. Στη συνέχεια επένδυσαν στην εγκατάσταση μηχανής ατμού και σύντομα διεύρυναν την επιχείρηση και με άλλα προϊόντα κατανάλωσης, επιτυγχάνοντας πολύ μεγαλύτερα κέρδη. Ο Μποδοσάκης δημιούργησε σημαντική εμπορική συνεργασία με τον Τουρκικό στρατό προμηθεύοντάς τον κυρίως με αλεύρι κι έφτιαξε έτσι την πρώτη του περιουσία.
Το 1911 ο Μποδοσάκης γνώρισε στη Μερσίνα την Jeannette Gebauer, κόρη Αυστριακού μηχανικού που εργαζόταν για πολλά χρόνια στη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινουπόλεως-Βαγδάτης. Παντρεύτηκαν το 1912 και ήταν πάντοτε ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Δεν απέκτησαν παιδιά.
Παράλληλα με την επιτυχημένη του εμπορική δραστηριότητα, ευεργέτησε πολύ κόσμο και απέκτησε πολλές σημαντικές γνωριμίες. Ανάμεσα σε όλα όσα προσέφερε ήταν και η σημαντική στήριξη στους Έλληνες αξιωματικούς στην Τουρκία κατά την εκστρατεία απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Δημιούργησε λέσχη αξιωματικών στη Σμύρνη και κατόπιν επιθυμίας του Ελευθερίου Βενιζέλου αγόρασε το καλύτερο ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης, το Πέρα Παλλάς, για να μπορούν οι αξιωματικοί να συχνάζουν σε αυτό.
Όταν ξέσπασε η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, αυτός και η οικογένειά του έχασαν την περιουσία τους στη Μικρά Ασία και ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ο Μποδοσάκης δεν το έβαλε κάτω. Χάρη στην υποστήριξη του Βενιζέλου και στη συστατική επιστολή που του έδωσε, μπόρεσε να πάρει δάνειο και να στήσει μια καινούργια επιχείρηση. Με σκληρή δουλειά, υπομονή κι επιμονή ξαναέφτιαξε την περιουσία του κι έγινε πρωτοπόρος Έλληνας βιομήχανος.
Ως άνθρωπος, ο Μποδοσάκης είχε τόλμη και φαντασία αλλά συγχρόνως ήταν ευγενικός, λιγομίλητος και χαμηλών τόνων. Παράλληλα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του προσέφερε και πλούσιο κοινωφελές έργο, είτε ο ίδιος προσωπικά είτε αργότερα μέσω του Ιδρύματος που δημιούργησε. Διέθετε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θέματα της υγείας και έχοντας ο ίδιος στερηθεί ολοκληρωμένης σχολικής εκπαίδευσης ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος γύρω από τον τομέα της παιδείας. Μεταξύ των δωρεών του περιλαμβάνονται η ανέγερση δημοτικού σχολείου στο Ηράκλειο Κρήτης, η αγορά 185 στρεμμάτων στην Κάντζα και η δημιουργία του Μποδοσάκειου Δημοτικού Σχολείου του Κολλεγίου Αθηνών, η δωρεά στο κράτος μεγάλου χρηματικού ποσού για την ανέγερση κτιρίου στέγασης των Γενικών Αρχείων του Κράτους και η δημιουργία γηριατρικής πτέρυγας στον χώρο του Κρατικού Θεραπευτηρίου Ψυχικών Παθήσεων Αθηνών, αφιερωμένη στη μνήμη της συζύγου του. Έκανε επίσης δωρεές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε εκκλησίες, σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε νοσοκομεία, σε εκπαιδευτήρια και ενίσχυσε πολλούς νέους από άπορες οικογένειες για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.
Ο Μποδοσάκης έφυγε από τη ζωή σε βαθιά γεράματα το 1979. Το Ίδρυμα Μποδοσάκη το οποίο δημιούργησε το 1973 και στο οποίο περιήλθε όλη του η περιουσία, συνεχίζει να εκπληρώνει τη βούληση του ιδρυτή του με τη συνεπή τήρηση της εντολής του για τη διάθεση των οικονομικών του πόρων στην προαγωγή της παιδείας, της υγείας και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, Ιορδάνης Αθανασιάδης, γεννήθηκε στον Πόρο της Νίγδης τη δεκαετία του 1880. Ήταν συνεργάτης του νεότερου αδελφού του, Μποδοσάκη, τα πρώτα χρόνια της εμπορικής του δραστηριότητας. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Πιταούλη, κόρη του Αλέξανδρου Πιταούλη και της Κατερίνας Τρυπάνη που ήταν και οι δύο από τη Χίο. Το ζευγάρι έζησε για κάποιο διάστημα στη Χίο και αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα όπου γεννήθηκαν οι δύο του γιοι: ο Θωμάς (Tommy) και ο Αλέξανδρος, πατέρας της βιογραφουμένης. Ο Ιορδάνης πέθανε πολύ νέος, το 1938.
Η Αλεξάνδρα Πιταούλη γεννήθηκε μεταξύ του 1896 και 1898 στη Χίο. Υπήρξε πολύ καλή φίλη και συνεργάτιδα του στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, γνωστός ως Μαύρος Καβαλάρης, ο οποίος και βάφτισε τον γιο της Αλέξανδρο. Η Αλεξάνδρα ήταν ενεργό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των Γερμανών στο πλευρό του Πλαστήρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και κρατήθηκε για αρκετό διάστημα στις Φυλακές Αβέρωφ, από όπου σώθηκε το 1945 με την είσοδο των Άγγλων συμμάχων στην Αθήνα. Η θαρραλέα αυτή γυναίκα με τη δυνατή προσωπικότητα, το πείσμα και το αγωνιστικό πνεύμα, έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα το 1971.
Ο πρωτότοκος γιος της, ο Tommy, γεννήθηκε το 1922 στην Αθήνα. Φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών και υπήρξε εξαιρετικός και πολύπλευρος αθλητής, ιδιαίτερα γνωστός ως ικανός και αμφιδέξιος ποδοσφαιριστής. Είχε δυναμική προσωπικότητα και ήταν πολύ δημοφιλής. Πολέμησε στα βουνά δίπλα στον Ναπολέοντα Ζέρβα στον ανταρτοπόλεμο και στη συνέχεια συμμετείχε εθελοντικά στο σώμα του Ελληνικού στρατού στην Αίγυπτο. Εκεί σκοτώθηκε το 1944, σε έκρηξη του στρατιωτικού τζιπ όπου επέβαινε, σε ηλικία μόλις 22 ετών.
Ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης, πατέρας της βιογραφούμενης, γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1929 στην Αθήνα. Ήταν γνωστός σε όλους τους φίλους του ως Μπούκης. Ως παιδί αντιμετώπισε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία εννέα ετών αλλά και τον αδελφό του έξι χρόνια αργότερα. Έζησε τις τρομερές αντιξοότητες της εποχής του πολέμου και της Κατοχής, καθώς και τη φυλάκιση της μητέρας του από τους Γερμανούς. O ίδιος κατάφερε χάρη στην ευστροφία του να αποφύγει τη σύλληψη και να επιζήσει. Αναγκάστηκε να ζει κρυμμένος από τους Γερμανούς, οι οποίοι ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν ως μοχλό πίεσης για να αποσπάσουν πληροφορίες από τη μητέρα του. Το διάστημα αυτό έβρισκε καταφύγιο στις σκεπές σπιτιών και επιβίωσε χάρη σε κάποιες γυναίκες που του άφηναν εκεί φαγητό. Καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ήταν η επίδραση που είχε επάνω του η σχέση του με τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Το 1948 τελείωσε το Κολλέγιο Αθηνών. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Yale στην Αμερική απ’ όπου αποφοίτησε το 1952 με δίπλωμα Χημικού-Μηχανικού. Το 1956 συνέχισε τις σπουδές του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας, λαμβάνοντας το 1959 πτυχίο Μηχανικού Μεταλλείων-Μεταλλουργού.
Το 1955 άρχισε να εργάζεται στο συγκρότημα ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ στον κλάδο μεταλλείων ως μηχανικός μεταλλείου στα Μεταλλεία Κασσάνδρας. Δούλεψε σε όλες τις βαθμίδες εργασίας ενός μεταλλείου, κερδίζοντας με τις ικανότητές του τη θέση του Διευθυντή Μεταλλείου της Εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου Α.Ε. και το 1966 τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Κλάδου Μεταλλείων της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων. Χάρη στο ζήλο, την εργατικότητα, τις επιστημονικές του γνώσεις και τις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητές του, ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας και αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος πολλών εταιριών του Συγκροτήματος ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ. Διατέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) της Ανωνύμου Εταιρίας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου-ΠΥΡ-ΚΑΛ, της Ανωνύμου Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής Εταιρείας Λαρύμνης-ΛΑΡΚΟ, της Εταιρίας Μεταλλουργείων Λαυρίου Α.Ε. και από το 1982 Γενικός Διευθυντής και Συμπράττων Σύμβουλος ολόκληρης της Α.Ε.Ε. Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων. Υπήρξε επίσης μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ, της εταιρείας Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος Α.Ε., της Λαϊκής Ασφαλιστικής Α.Ε., της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Οίνων και Οινοπνευμάτων-ΒΟΤΡΥΣ και της Μεταλλευτικής Εταιρίας της Ελλάδος Α.Ε. Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Α.Ε.Ε. Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, στην αντιμετώπιση των δυσκολιών, στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων μιας διευρυνόμενης αγοράς, στην προετοιμασία της εταιρείας ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην πρόκληση των νέων καιρών.
Από το 1973 έως το 1981 υπήρξε Πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) και η προεδρία του υπήρξε σταθμός στην ιστορία του Συνδέσμου. Κάτω από την καθοδήγησή του και την προσωπική του συμμετοχή στις δραστηριότητες του ΣΜΕ, αυτός απέκτησε δυναμισμό, λειτουργικότητα και ικανότητα να ανταποκρίνεται με επιτυχία στους στόχους του. Εργάστηκε για την προάσπιση των συμφερόντων του κλάδου, την προώθηση των θέσεών του στο διαμορφούμενο κάθε φορά πλέγμα της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, στην προβολή των προβλημάτων της Ελληνικής μεταλλείας και στην επίλυση αυτών τόσο σε επίπεδο κλάδου όσο και των επιχειρήσεων-μελών του ΣΜΕ. Διετέλεσε επίσης μέλος του Δ.Σ. (1972-1978) και του Γενικού Συμβουλίου (1979-1984) του τότε Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), χρησιμοποιώντας τις ικανότητές του στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελληνικής βιομηχανίας.
Το 1958 παντρεύτηκε την Ελένη-Ζοζεφίν Παναγιωτοπούλου με την οποία απέκτησαν δύο κόρες: την Αλεξάνδρα Μαργαρίτα και την Εμμανουέλα (βιογραφούμενη). Η οικογένειά τους χαρακτηριζόταν από μια ιδιαίτερα δεμένη και ζεστή σχέση.
Ο Αλέξανδρος διέθετε υψηλό επίπεδο παιδείας, όμως ποτέ δεν επιδίωκε να επιδεικνύει την ευφυΐα και τις γνώσεις του. Πνεύμα ευαίσθητο και καλλιεργημένο, με λεπτή αίσθηση του χιούμορ, ασχολείτο με τη ζωγραφική, την τέχνη, τη μουσική και τον αθλητισμό. Έπαιζε ποδόσφαιρο, βόλεϊ, τένις, ενώ ήταν κι εξαιρετικός κολυμβητής και δύτης. Φιλόζωος και φυσιολάτρης, του άρεσε ιδιαίτερα να παρατηρεί τη συμπεριφορά διαφόρων μορφών ζωής. Είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τα ζώα, τα οποία είχαν μια εκπληκτική συμπεριφορά εμπιστοσύνης προς αυτόν.
Οι δύο κόρες του Αλέξανδρου αισθάνονται ότι οφείλουν πολλά στον πατέρα τους. Τις ενθάρρυνε να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και ν’ αποκτήσουν πολλά ενδιαφέροντα. Με την Αλεξάνδρα μοιράζονταν το ίδιο έντονο ενδιαφέρον για τις Καλές Τέχνες και με την Εμμανουέλα το πάθος για τον αθλητισμό και τη φύση. Οι εμπειρίες που απέκτησε η Εμμανουέλα πλάι του, την επηρέασαν στις μελλοντικές επιλογές της σε μεγάλο βαθμό. Συνοδεύοντάς τον συχνά στα μεταλλεία από μικρή ηλικία, απέκτησε μεγάλο ενδιαφέρον για τα πετρώματα και έτσι ασχολήθηκε αργότερα με τη Γεμμολογία. Οι εμπειρίες τους από τις ελεύθερες καταδύσεις και τις εξερευνήσεις στη θάλασσα την ώθησαν να σπουδάσει θαλάσσια βιολογία. Ως ένθερμος υποστηρικτής των αθλητικών δραστηριοτήτων της, την βοήθησε να θεμελιώσει τη δυνατή αθλητική της καριέρα.
Άνθρωπος καλόψυχος, ανοιχτόκαρδος και γενναιόδωρος, διακρινόταν για την απλότητα και τη ζεστασιά της ψυχής του. Το γραφείο του ήταν ανοιχτό σε όλους τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως θέσης και για όλα τα θέματα, ακόμα και τα πιο προσωπικά. Οι εργάτες στα μεταλλεία και τα εργοστάσια τον φώναζαν με το μικρό του όνομα, τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους συνεργάτες του, πολλοί απ’ τους οποίους εξακολουθούν να έχουν φιλικές επαφές με όλη την οικογένεια και μετά το θάνατό του.
Η κοινωνική του δράση ήταν σημαντική και πολύπλευρη. Το ενδιαφέρον του για την παιδεία και τη σωστότερη διάπλαση της νέας γενιάς εκφράστηκε μέσω της πολύτιμης εργασίας του ως μέλος των Δ.Σ. του Ιδρύματος Μποδοσάκη και του Κολλεγίου Αθηνών, για το οποίο έτρεφε μεγάλη αγάπη. Το ενεργό ενδιαφέρον του εκδηλώθηκε και προς πολλές άλλες κατευθύνσεις: στον αθλητισμό, στον εθελοντισμό, στην υποστήριξη ευαγών σκοπών, σε έργα φιλανθρωπίας˙ πάντοτε ουσιαστικά, διακριτικά, χωρίς διάθεση προβολής.
Διέθετε δυνατό χαρακτήρα και θάρρος και ήξερε να υπερασπίζεται τις ιδέες του. Παρ’ όλο που είχε δεχτεί πολλές απειλές για τη ζωή του, αρνείτο να φύγει από την Ελλάδα και να εγκαταλείψει το έργο που είχε αναλάβει στο Συγκρότημα Μποδοσάκη. Αισθανόταν ότι η εποχή ήταν κρίσιμη για την Ελληνική βιομηχανία λόγω του δύσκολου γι’ αυτήν οικονομικού και πολιτικού κλίματος. Ένιωθε μεγάλη ευθύνη για ό,τι άφησε πίσω ο θείος του και για τους χιλιάδες εργαζόμενους των εταιρειών του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Έμεινε πιστός στην επιθυμία του Μποδοσάκη να διαφυλάξει με κάθε κόστος την ακεραιότητα των εταιρειών και τη στάση του αυτή πλήρωσε τελικά με τη ζωή του. Δολοφονήθηκε το πρωί της 1ης Μαρτίου 1988 από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη, γεγονός που άλλαξε δραματικά τη ζωή της οικογένειάς του αλλά και το μέλλον πάρα πολλών εργαζομένων στο Συγκρότημα Μποδοσάκη.
Η οικογένεια Παναγιωτοπούλου κατάγεται από την Κορσική. Το όνομά τους Rapiti αλλάχτηκε σε Παναγιωτόπουλος όταν ήρθαν στη Χίο. Ο προπάππους της βιογραφουμένης, Μιχαήλ (Μικές) Παναγιωτόπουλος ήταν καπνέμπορος. Παντρεύτηκε την Ελένη Καμπανάου, το γένος Πέππα, καθηγήτρια βυζαντινολογίας από την Αθήνα, της οποίας η οικογένεια είχε ρίζες στην Αίγινα. Μαζί απέκτησαν εκτός από τον Αλέξανδρο, παππού της βιογραφουμένης, άλλα τέσσερα παιδιά: τον Παναγιώτη, τον Παύλο καθώς κι έναν γιο και μια κόρη που πέθαναν και οι δύο σε νεαρή ηλικία.
Ο Αλέξανδρος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1901 στη Χίο. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και την επεξεργασία της σμύριδας στη Νάξο. Το 1933 παντρεύτηκε τη Margot Missir de Poligny, Γαλλικής καταγωγής, γεννημένη το 1915 στο Κάιρο και μεγαλωμένη στη Σμύρνη. Η Margot ήταν απόγονος της Πριγκίπισσας Εστερχάζι της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας από την οικογένεια της μητέρας της.
Ο σύνδεσμος της οικογένειας της Margot με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου υπήρχε από πολύ παλιά. Ο προπάππους της Margot, Πρίγκιπας Gustave Henry de Poligny, Γάλλος υπήκοος Ουγγρικής καταγωγής, είχε τη θέση του επικεφαλής μηχανικού ορυχείων του Σουλτάνου. Ο γιος που απέκτησε με την Amelie Dame de Rampacher, François Leon de Poligny, εργαζόταν επίσης ως μηχανικός και συμμετείχε στην κατασκευή του Orient Express. Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα που λεγόταν Ελένη Μάτσα.
Η κόρη τους και μητέρα της Margot, Πριγκίπισσα Alexandrine (Aline) de Poligny παντρεύτηκε το 1910 στο Κάιρο τον Γάλλο Joseph Antoine Missir. O Joseph Antoine εργαζόταν στη Σμύρνη ως ναυτιλιακός πράκτορας και ήταν μέτοχος της γαλλικής ναυτιλιακής εταιρείας ΠΑΚΤΕ. Μαζί απέκτησαν πέντε κόρες: τις Hélène, Aimée, Marguerite (Margot), γιαγιά της βιογραφουμένης, Raymonde και Renée.
Η Margot Missir de Poligny απέκτησε μαζί με τον Αλέξανδρο Παναγιωτόπουλο δύο παιδιά, τον Μιχαήλ (Miki) και την Ελένη-Josephine (μητέρα της βιογραφούμενης). Από τον δεύτερο γάμο του ο Αλέξανδρος απέκτησε άλλον ένα γιο, τον οποίο ονόμασαν Αλέξανδρο. Η Margot έφυγε από τη ζωή πολύ νέα, το 1968 στο Παρίσι. Ο Αλέξανδρος πέθανε στην Αθήνα το 1992.
Η Ελένη-Josephine Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1938 στην Αθήνα. Μετά τον πόλεμο η οικογένειά της μετακόμισε στο εξωτερικό και η ίδια μιλάει άπταιστα Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά.
Μαζί με τον Αλέξανδρο Αθανασιάδη, ανέθρεψαν τα παιδιά τους με μεγάλη αγάπη, στοργή και φροντίδα. Η Ελένη είναι συναισθηματική, τρυφερή κι ευγενική αλλά ταυτόχρονα και δυναμική, γενναιόδωρη και με πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ.
Συγχρόνως με την ανατροφή των παιδιών της, υπήρξε ενεργό μέλος διοικητικών συμβουλίων διαφόρων σωματείων και ομίλων και επί πολλά χρόνια προσέφερε εθελοντικά σημαντική ηθική και υλική βοήθεια και συμπαράσταση στην Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών.
Διαθέτει μεγάλη δύναμη ψυχής και στάθηκε δυνατή στο πλάι των παιδιών της όταν έχασε τον σύζυγό της. Μοιράζεται με τις κόρες της μια πολύ στενή σχέση και πάντα τις στηρίζει με όποιο τρόπο μπορεί.
Η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας, Αλεξάνδρα Αθανασιάδη, γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1961 στην Αθήνα και είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Σωτηρίου. Αποφοίτησε το 1982 με διάκριση από το Ruskin School of Drawing and Fine Art του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με πτυχίο Bachelor of Fine Arts στη Γλυπτική και Χαρακτική. Το 1984 έλαβε πτυχίο Master of Fine Arts στη Γλυπτική από το Columbia University της Νέας Υόρκης.
Είναι γνωστή καλλιτέχνιδα στον χώρο της γλυπτικής κι έχει συμμετάσχει σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πολλά έργα της βρίσκονται σε μουσεία και σε ιδιωτικές συλλογές και το 1995 κέρδισε στο διαγωνισμό “XXIX Prix International D’ Art Contemporain de Monte Carlo à Monaco” το βραβείο Γλυπτικής “The Princess Grace Foundation Award”.
Η δευτερότοκη κόρη και βιογραφούμενη, Εμμανουέλα Αθανασιάδη, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1965 στην Αθήνα. Παρακολούθησε το Δημοτικό σχολείο στου Τσούρη και στη Μοντεσοριανή Σχολή Γουδέλη, και το Γυμνάσιο και Λύκειο στο Campion School στην Αθήνα. Ξεκίνησε ιππασία στην ηλικία των τεσσάρων. Τελειώνοντας το σχολείο παρακολούθησε για ένα χρόνο (1982-1983) το πρόγραμμα “Cours de Formation d’ Instructeurs” στην «Ecole Nationale d’ Equitation» της Γαλλίας. Έγινε δεκτή σε τόσο νεαρή ηλικία διότι ήταν Βαλκανιονίκης στην Ιππασία το 1981 με ασημένιο μετάλλιο στο ατομικό και χρυσό στο ομαδικό.
Από το 1983 μέχρι το 1985 σπούδασε Γεμμολογία στην Αθήνα, παίρνοντας πτυχίο απ’ το Gemmological Association of Great Britain. Παράλληλα, το 1983 με 1984 παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στη σχολή AKTO. Το 1987 πήγε στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου πέρασε ενάμιση χρόνο ως εκπαιδευόμενη, δουλεύοντας κοντά σε επαγγελματίες ιππείς Υπερπήδησης Εμποδίων.
Η μεγάλη αγάπη που μοιραζόταν με τον πατέρα της για τη θάλασσα την ώθησε να σπουδάσει Θαλάσσια Βιολογία. Από το 1989 μέχρι το 1993 φοίτησε στην Αμερική, στο Fairleigh Dickinson University, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της με ΑΡΙΣΤΑ (Bachelor of Science with Honors in Biology/Marine Biology). Την πρακτική της εργασία έκανε στο University of Hawaii at Hilo και στο Shoals Marine Laboratory του Cornell University και University of New Hampshire.
Παράλληλα με τις σπουδές της συμμετείχε σε διάφορα εθνικά τουρνουά Ιππασίας Υπερπήδησης Εμποδίων στις ΗΠΑ -συμπεριλαμβανομένων των τουρνουά της Αριζόνα, Καλιφόρνια και Φλόριντα- και στον Καναδά. Στο διάστημα αυτό ίππευε και προπονείτο με τα μέλη της Αμερικανικής Εθνικής Ομάδας Ιππασίας Armand, Peter και Mark Leone.
Το 1994 παντρεύτηκε τον Χαράλαμπο (Χάρη) Λαμπρίδη, γεννημένο στη Θεσσαλονίκη το 1957, ο οποίος είναι επιχειρηματίας φαρμακοποιός με μεταπτυχιακές σπουδές στο King’s College, University of London. Μαζί απέκτησαν έναν γιο.
Από το 1994 που επέστρεψε με τον σύζυγό της στην Ελλάδα αφιερώθηκε αποκλειστικά στην αθλητική ιππασία. Συμμετείχε με επιτυχία σε Εθνικούς και Διεθνείς Αγώνες Υπερπήδησης Εμποδίων σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία, Νορβηγία, Σουηδία, Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία, Βουλγαρία και Βέλγιο.
Το 1998 ανακηρύχθηκε Πρωταθλήτρια Ελλάδος στην Υπερπήδηση Εμποδίων με τον “Boy des Bruyères” και Πολυνίκης της κατηγορίας Β’ με τον “Illinois”. Το διάστημα 1999 με 2003 εκπαιδεύτηκε κοντά στον διεθνούς φήμης Ιρλανδό ιππέα Paul Darragh. Από το 2003 μέχρι το 2010 προπονήθηκε από τον Patrick Caron, τον διακεκριμένο προπονητή και αρχηγό της Γαλλικής Εθνικής Ομάδας Ιππασίας Υπερπήδησης Εμποδίων επί 14 χρόνια.
Το 2004 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2005 και 2007 στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες του San Patrignano Ιταλίας και του Mannheim Γερμανίας αντιστοίχως, και το 2006 στα World Equestrian Games (Παγκόσμιο Πρωτάθλημα) στο Aachen Γερμανίας.
Από το 1977 που ξεκίνησε να ασχολείται με τον πρωταθλητισμό, έχει πετύχει συνολικά περισσότερες από 70 νίκες καθώς και πολλαπλές διακρίσεις σε Εθνικούς και Διεθνείς Αγώνες. Αποτέλεσε επί σειρά ετών μέλος της Ελληνικής Εθνικής Ομάδας Ιππασίας και είναι Βαλκανιονίκης με 3 χρυσά, 1 ασημένιο και 2 χάλκινα μετάλλια.
Αγαπάει πολύ τα ζώα και ζει με την οικογένειά της σε μια φάρμα με άλογα και με τα σκυλιά τους, πολλά από τα οποία ήταν αδέσποτα. Λατρεύει τη θάλασσα, το κολύμπι και τις καταδύσεις. Της αρέσει να χαλαρώνει με γυμναστική, αναρριχητικές βόλτες παρέα με τα σκυλιά της, διάβασμα και φωτογραφία.