Ο Γεώργιος Καρκάνης, γεννήθηκε στο Ασκύφου Σφακίων το 1957. Πήγε Δημοτικό στο Ασκύφου, Γυμνάσιο στη Χώρα Σφακίων και Λύκειο στα Χανιά. Αργότερα, έφυγε για την Αθήνα, όπου φοίτησε στα Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ) στο Αιγάλεω Αθηνών. Η οικογένειά του κατείχε την τέχνη της τυροκομίας πάππου προς πάππου και ο βιογραφούμενος συνέχισε το έργο τους. Το 1994 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Βερούλη από την Αθήνα, η οποία είναι μουσικός-παιδαγωγός. Η γνωριμία έγινε μέσω κοινού τους γνωστού, του Ψαραντώνη. Η Ελισάβετ και ο Γιώργος απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Μανούσο, τη Μιράντα, την Άρτεμις και τον Θοδωρή. Εκτός από το τυροκομείο, ο βιογραφούμενος ασχολείται και με την κτηνοτροφία (μαζί με τον αδερφό του τον Σπύρο) και έχουν περίπου 600 πρόβατα.
Η οικογένεια Καρκάνη κατάγεται από το Ασκύφου Σφακίων. Οι Σφακιανοί, οι κάτοικοι των Σφακίων, περηφανεύονται ότι είναι απόγονοι των Δωριέων που κατέβηκαν 2000 χρόνια πριν στην Κρήτη. Γι αυτό εξάλλου διαφέρουν στην εμφάνιση από τους υπόλοιπους Κρητικούς καθώς συναντά κανείς ψηλούς ξανθούς άντρες και γυναίκες, με ανοιχτόχρωμα μάτια και δέρμα. Οι Σφακιανοί ήταν κάποτε σπουδαίοι ναυτικοί και ακόμη σπουδαιότεροι πειρατές, αλλά πάντα ήταν σπουδαίοι πολεμιστές που πρωτοστάτησαν σε όλους τους αγώνες για την ελευθερία.
Το θάρρος τους, η περιφρόνηση του θανάτου μπρος στην τιμή και το χρέος, η έφεσή τους στη χρήση των όπλων και το απρόσιτο και δύσβατο των Σφακιών τους προφύλαξε από την ανάμειξη με τους διαφόρους κατακτητές του νησιού. Όντως, η επαρχία Σφακίων είναι ορεινή και περιβάλλεται από βουνά. Αυτά τα βουνά την καθιστούσαν ανέκαθεν ένα φυσικό οχυρό, που από την ξηρά επικοινωνούσε με την υπόλοιπη Κρήτη μόνο από τρία σημεία: από τον Καλλικράτη, από την Κράπη κι από το Ροδάκινο. Έτσι οι εχθροί δύσκολα μπορούσαν να την κατακτήσουν. Από την άλλη πάλι οι Σφακιανοί, επειδή ζούσαν απομονωμένοι, δέχονταν δύσκολα επιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, από τον έξω κόσμο. Οι Σφακιανοί δεν αναμείχθηκαν ούτε με τους Άραβες (Σαρακηνούς), ούτε με τους Ενετούς, όπως γνωρίζαμε αλλά και επιβεβαιώθηκε από τις μεταφράσεις των Ενετικών αρχείων του Σπανάκη. Όσον αφορά τους Τούρκους, η αντιπάθεια προς τον κατακτητή ήταν κάτι το αδιαπραγμάτευτο, και ήταν η μόνη επαρχία του νησιού χωρίς εποίκους από τους κατακτητές. Μεγάλες Κρητικές επαναστάσεις εναντίον των Ενετών και αργότερα εναντίον των Τούρκων ξεκίνησαν από τα Σφακιά, αν και οι κατακτητές δεν τα κατοίκησαν ποτέ, όχι μόνο γιατί η ζωή ήταν σκληρή στα βουνά, αλλά και γιατί φοβούνταν τους κατοίκους τους, που είχαν συνηθίσει να ζουν ελεύθεροι.
Σήμερα οι Σφακιανοί παραμένουν αυθεντικοί λεβέντες Κρητικοί, και πάντα ετοιμοπόλεμοι. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια υπάρχουν όπλα, στρατιωτικά ή «απλά». Τα όπλα βγαίνουν στους γάμους, στις βαφτίσεις, σε κάθε γιορτή. Οι σφαίρες ρίχνονται σαν εκδήλωση χαράς ή απλά για σκοποβολή σε κάποια πινακίδα στον δρόμο. Όπως αρέσει στους Σφακιανούς να λένε: «Αν υπήρχε το 1940 ο οπλισμός που έχουμε σήμερα στα Σφακιά, οι Γερμανοί δεν θα μπαίνανε στην Κρήτη».
Οι Σφακιανοί, όπως και όλοι οι Κρητικοί, είναι άνθρωποι φιλόξενοι και φιλικοί αρκεί να μην τους προσβάλλει κανείς γυναίκα, φιλότιμο ή πατρίδα. Αυτή η υπερτροφική αίσθηση της τιμής ήταν ο λόγος που η βεντέτα, δηλαδή η αυτοδικία και η αντεκδίκηση, σημάδεψε τα Σφακιά περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή στην Κρήτη, βύθισε στο πένθος ολόκληρες οικογένειες και ερήμωσε χωριά. Στα σημερινά Σφακιά οι περισσότεροι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, σε μικρότερο βαθμό με τη γεωργία και τα τελευταία χρόνια με τον τουρισμό. Ο μαζικός τουρισμός δεν έχει αναπτυχθεί στα Σφακιά, και είναι μάλλον απίθανο να συμβεί εξαιτίας της ορεινής φύσης της περιοχής και της δύσκολης πρόσβασης.
Οι οικογένειες στα Σφακιά από πολύ παλιά έως σήμερα χωρίζονται σε καλόσειρους και κακόσειρους. Οι καλόσειροι, σύμφωνα και με έρευνες του Άρη Πουλιανού, ανθρωπολόγου, είναι ψηλοί, λευκοί, ξανθοί, γερακομάτηδες και δεν έχουν φρονιμίτες. Θεωρούνται δε άρχοντες, απόγονοι των Δωριέων. Οι κακόσειροι θεωρούνται κατώτεροι.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι οικογένειες κατέβαιναν στα πεδινά, στα χειμαδιά, μαζί με τα κοπάδια, γιατί ο χειμώνας ήταν δριμύτατος στα Σφακιά, με πολύ χιόνι. Κάποιοι από αυτούς έμειναν τελικά στα πεδινά μόνιμα. Στην Κρήτη (αλλά και στις Κυκλάδες) συναντάμε συχνά μητάτα (ή μιτάτα), τα οποία είναι ένα πολύ μικρό οικοδόμημα της ελληνικής υπαίθρου, του οποίου το όνομα προέρχεται εκ του λατινικού metatum. Η οικοδόμησή του ανάγεται από τη βυζαντινή περίοδο για χρήση προσωρινής διαμονής (κατάλυμα) μετακινουμένων στρατιωτών, αγγελιαφόρων, δημοσίων υπαλλήλων καθώς και άλλων επισήμων ή ιδιωτών στις διάφορες πόλεις και χωριά. Έτσι η χρήση του γενικεύθηκε καλύπτοντας και τις ανάγκες κτηνοτρόφων και γεωργών σε απομακρυσμένα σημεία από τα χωριά τους, για προστασία από καιρικές συνθήκες, ανάπαυση και διανυκτέρευση.
Το όνομα «Καρκάνης» ανήκει σε γνωστή οικογένεια του Ασκύφου Σφακίων. Σύμφωνα με την οικογενειακή τους παράδοση, προέρχονται από την ηρωική οικογένεια των Ψαρομιλίνγκων. Υπάρχει ένας μύθος στην Κρήτη που αξίζει να αναφερθεί: όλα τα αρσενικά της οικογένειας πέθαιναν -θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάτι σαν βασκανία- και αποφάσισαν να τάξουν ένα αγοράκι της οικογένειας στον Ναό του Τιμίου Σταυρού. Σκοπός τους ήταν όποιος περάσει και το πάρει, να πάρει το παιδί το όνομά του. Ο άνθρωπος που πέρασε και το πήρε ήταν ο Σπύρος Καρκανιάς, ένας Πελοποννήσιος λήσταρχος, που περνούσε από εκεί με παρέα ντόπιων. Έτσι το παιδί πήρε το όνομά του, τον βάφτισαν Σπύρο Καρκάνη και η «κατάρα» κόπηκε. Το παιδί φυσικά μετά το γεγονός παρέμεινε στην οικογένειά του.
Ο παππούς Μανούσος Καρκάνης γεννήθηκε το 1856. Ήταν και εκείνος κτηνοτρόφος και τυροκόμος. Το 1908 κάποιος περαστικός του έφτιαξε το σκίτσο του, το οποίο είναι το λογότυπο της εταιρείας του βιογραφούμενου. Πέθανε το 1959, σε ηλικία 103 ετών. Παντρεύτηκε την Κατίνα Πολλάκη από τον Αποκόρωνα και απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Γιώργο και τέσσερις αδερφές, την Καλλίτσα, την Άννα, την Αργυρώ και τη Φροσύνη. Ο πατέρας του Μανούσου, Σταυριανός Καρκάνης (προπάππος του βιογραφούμενου) ασχολούνταν και εκείνος με την κτηνοτροφία και την τυροκομία. Σύζυγός του ήταν η Καλλίτσα Πολλέντα, η οποία καταγόταν από το Ασκύφου και εκείνη. Ο θεός τους χάρισε έξι παιδιά, τον Μανούσο, τον Γιώργο, τον Στρατή, τον Γιάννη, τον Σπύρο και την Άννα. Πριν από τον Σταυριανό ήταν ο Σπύρος, ο γιος που «έλυσε την κατάρα» και μετονομάστηκε από Ψαρομίλινγκο σε Καρκάνη.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, ο συνονόματός του Γιώργος Καρκάνης, γεννήθηκε το 1914. Το επάγγελμά του ήταν κτηνοτρόφος και τυροκόμος. Μάλιστα έκανε εμπόριο τυροκομικών και κρεάτων. Η μητέρα του βιογραφούμενου, Ειρήνη Μπουζουκεράκη, ήταν και εκείνη από το Ασκύφου. Απέκτησαν μία πολυμελή οικογένεια μετά τον γάμο τους που αποτελούνταν από δέκα παιδιά: την Κατερίνα, τον Μανούσο, τον Νίκο, τη Μαρία, τον Αρτέμη, την Αργυρώ, τον Γιώργο, την Ειρήνη, τον Σπύρο και τη Σταυρούλα.
Από την πλευρά της μητέρας, Ειρήνης Μπουζουκεράκη, ο πατέρας της ονομαζόταν Στρατής Μπουζουκεράκης. Ήταν ιερέας και παντρεύτηκε τη Μαρία Μπούχλη. Καρπός του γάμου τους ήταν τα πέντε παιδιά τους: Στρατής, Κατίνα, Ειρήνη, Μιχάλης, Καλλιρόη. Ο πατέρας του Στρατή ήταν ο Ξενοφών Μπουζουκεράκης, ο οποίος παντρεύτηκε την Κατίνα Ορφαναδάκη.
Η οικογένεια Καρκάνη κατείχε την τέχνη της τυροκομίας πάππου προς πάππου. Το 1932 το τυροκομείο της οικογένειας έγινε το πρότυπο τυροκομείο στο Ασκύφου. Το Υπουργείο Γεωργίας έστειλε τυροκόμο (Γλυνιαδάκης), στον οποίο έμαθαν να φτιάχνει και γραβιέρα (στην αρχή έφτιαχναν μόνο κεφαλοτύρι), εξοπλίστηκε με σύγχρονα μηχανήματα και άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν πυτιά. Η πυτιά είναι πηκτικό ένζυμο που χρησιμοποιείται στην πήξη γάλακτος για την παραγωγή τυριού. Η παραδοσιακή πυτιά εμφανίζεται στο γαστρικό υγρό νεαρών ζώων, δηλαδή μοσχαριών, αρνιών, κατσικιών. Επίσης έφτιαξαν μηχανικό πιεστήριο, το οποίο τους διευκόλυνε πάρα πολύ. Μέχρι τότε έβαζαν την τυρομάζα σε ένα ξύλινο καλούπι, το κάλυπταν με δέρμα και κάθονταν επάνω οι ίδιοι για να το πιέσουν, να φύγει η υγρασία και να πάρει σχήμα. Το τυροκομείο εκσυγχρονίστηκε πολύ, είχαν καλούπια σιδερένια, πάγκο εργασίας κλπ. Το τυροκομείο αυτό λειτούργησε μέχρι το 1996. Ο Γεώργιος Καρκάνης, ο βιογραφούμενος, ήταν ο τελευταίος χρήστης. Στο ίδιο ακριβώς σημείο (1996-1998) έφτιαξε ένα νέο τυροκομείο, ακριβώς δίπλα στο παλιό και στη συνέχεια κατέβηκε στις Βρύσες, όπου έφτιαξε ένα τυροκομείο μαζί με τον αδερφό του.
Ο βιογραφούμενος, Γεώργιος Καρκάνης, γεννήθηκε στο Ασκύφου το 1957. Πήγε Δημοτικό στο Ασκύφου, Γυμνάσιο στη Χώρα Σφακίων και Λύκειο στα Χανιά. Αργότερα έφυγε για την Αθήνα, όπου φοίτησε στα Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ) στο Αιγάλεω Αθηνών. Εκεί σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων, δουλεύοντας παράλληλα, αρχικά στη BP (πρατήριο πώλησης βενζίνης) και αργότερα ως βοηθός λογιστή.
Στη συνέχεια, υπηρέτησε την πατρίδα για τρία χρόνια ως έφεδρος αξιωματικός. Απολύθηκε το 1982 και επέστρεψε στην Κρήτη. Έγινε πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ασκύφου και την τετραετία 1986-1990 έγινε πρόεδρος της κοινότητας Ασκύφου. Το 1994 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Βερούλη από την Αθήνα, η οποία είναι μουσικός-παιδαγωγός. Η γνωριμία έγινε μέσω κοινού τους γνωστού, του Ψαραντώνη. Η Ελισάβετ παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής σε παιδιά, τραγουδάει και παίζει μουσικά όργανα σε διάφορα σχήματα. Σπούδασε στην Ουγγαρία στο Ινστιτούτο Κόνταλυ. Στο Κέτσκεμετ (Kecskemét) της Ουγγαρίας, γενέτειρα του μεγάλου Ούγγρου συνθέτη Ζόλταν Κόνταλυ, βρίσκεται το Ουγγρικό Ινστιτούτο Κόνταλυ. Ιδρύθηκε το 1975 ως αυτόνομο Ανώτατο Μουσικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές και έρευνα στο Μουσικοπαιδαγωγικό Σύστημα Κόνταλυ και στη Διεύθυνση Χορωδίας. Από το 2005 αποτελεί τμήμα του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt της Βουδαπέστης.
Η Ελισάβετ και ο Γιώργος απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Μανούσο, τη Μιράντα, την Άρτεμις και τον Θοδωρή.
Ο βιογραφούμενος, εκτός από το τυροκομείο, ασχολείται και με την κτηνοτροφία μαζί με τον Σπύρο, τον αδερφό του. Έχουν περίπου 600 πρόβατα, τα οποία το καλοκαίρι ζουν ελεύθερα στην Ταύρη Ασκύφου και τον χειμώνα στους Αρμένους Αποκορώνου, όπου βρίσκεται το χειμαδιό και βόσκουν ελεύθερα σε περιφραγμένο βοσκοτόπι. Επίσης, καλλιεργούν αμπέλια και ελιές.
Παράγουν (4-5 μήνες συνεχώς τον χειμώνα) γύρω στα 150 κιλά γραβιέρα, καθημερινά φτιάχνουν γιαούρτι, πηχτόγαλο Χανίων, ανθότυρο και φέτα. Η δύναμη της επιχείρησης είναι στο γιαούρτι.
Η παρούσα βιογραφία θα κλείσει με λίγα λόγια για τους Κρητικούς, όπως τους περιγράφει ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός στο βιβλίο του «Η Καταγωγή των Κρητών» και δίνει μια θαυμάσια εικόνα του λαού της Κρήτης: «Η Κρήτη στάθηκε το χωνευτήρι των προϊστορικών πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου. Τους αφομοίωσε και τους μετουσίωσε κι έδωσε τα δικά της φώτα. Πρώτα στην Ελλάδα, κατόπιν σ’ όλη την Ευρώπη κι ύστερα στον άλλο κόσμο. Η περίοδος των Μινώων τη δοξάζει στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Χωρίς την Κρήτη δεν θα είχαμε τις χρυσές Μυκήνες ούτε την κλασική Ελλάδα. Ο πολιτισμός της διατήρησε τη λάμψη του σ’ όλους τους αιώνες ακόμη κι όταν την κατακτήσανε οι διάφοροι βάρβαροι. Άφησε τα ίχνη του αγνά, ατόφια, και στο πιο μακρινό χωριό της… (Τα κρητικά είναι) πάντα ελκυστικά και ανθρώπινα. Πάντα από καρδιάς θα σου μιλήσει ο Κρητικός… τη φιλοξενία του, χάρισμα προπατορικό σπάνια τη συναντάει κανείς σ’ αυτόν τον βαθμό σ’ άλλους τόπους. Όλα απόσταγμα του μακραίωνου πολιτισμού του».