Ο Γιάννης Αρώνης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 14 Απριλίου 1946. Ο πατέρας του ήταν ο Μηνάς Αρώνης, ένας άνθρωπος που έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού από όλους τους Ηρακλιώτες, ο οποίος στάθηκε πρότυπο για τον βιογραφούμενο, που τον θαυμάζει πολύ. Η μητέρα του ήταν η Χρυσούλα Θεοφανίδου. Ο Γιάννης Αρώνης ήταν ατίθασος στα παιδικά του χρόνια σε τέτοιο βαθμό που τον απέβαλαν από όλα τα σχολεία του Ηρακλείου. Ήρθε στην Αθήνα πολύ νέος και έμεινε στη θεία του. Έκανε πολλές δουλειές, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να γυρίσει στην Κρήτη και να πάρει τη ζωή του στα χέρια του με υπευθυνότητα. Ίδρυσε την πρώτη του μεταφορική εταιρεία συνεργαζόμενος με κάποιον στην Αθήνα αλλά το εγχείρημά του αυτό δεν είχε διάρκεια. Σύντομα, όμως, με εργατικότητα και πείσμα, δημιούργησε το δικό του γραφείο μεταφορών στην Αθήνα και στο Ηράκλειο, με την επωνυμία «ΤΑΛΩΣ», μια πολύ επιτυχημένη επιχείρηση με εγκαταστάσεις στην Αθήνα και την Κρήτη. Πέρα από τη δουλειά του, όμως, το μεγάλο πάθος του Γιάννη Αρώνη ήταν και είναι το ποδόσφαιρο. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα έπαιξε στην ΑΕΚ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ και στη συνέχεια στον ΗΡΟΔΟΤΟ Ν. ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ. Τελειώνοντας την αγωνιστική δράση του, έγινε αρχικά πρόεδρος στην ΑΕΚ και εν συνεχεία στον ΗΡΟΔΟΤΟ. Κατόπιν πήγε στον ΟΦΗ για περίπου εννέα χρόνια. Σήμερα, δεν ασχολείται πια με το ποδόσφαιρο καθώς αισθάνεται απογοήτευση που το άθλημα έχει εκφυλιστεί, αφού βρέθηκε στα χέρια ανθρώπων που έχουν το συμφέρον και την αισχροκέρδεια σαν θεό τους.
Ο Γιάννης Αρώνης γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1946 στο Ηράκλειο Κρήτης. Οι γονείς του, Μηνάς και Χρυσούλα, το γένος Θεοφανίδου, κατάγονταν από τη Σμύρνη και ήρθαν στο Ηράκλειο το 1922, τη χρονιά που σημάδεψε τον Ελληνισμό με την καταστροφή της Σμύρνης.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου ασχολήθηκε με το εμπόριο αρχικά και, στη συνέχεια, εργάστηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή ΗΡΑΚΛΕΙΟ-ΧΑΝΙΑ. Τα αδέρφια του Μηνά Αρώνη, Απόστολος και Μιχάλης, είχαν εγκατασταθεί στα Χανιά και διατηρούσαν κατάστημα μπαχαρικών στην οδό Ποτιέ. Το κτίριο διασώζεται ακόμη, 60 χρόνια μετά, και το ταχυφαγείο που βρίσκεται στη θέση του λέγεται «Η ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΩΝΗ».
Ο Μηνάς Αρώνης τροφοδότησε το κατάστημα των αδερφών του με όσο περισσότερο εμπόρευμα μπορούσε να εξασφαλίσει κατά τη διάρκεια των ταξιδιών που έκανε με τα εμπορικά πλοία, στα οποία δούλευε. Κυρίως, όμως, τους προμήθευε με μπαχαρικά. Αργότερα, εργάστηκε στη γραμμή Κ.Τ.Ε.Λ (Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων) που συνέδεε το Ηράκλειο με τα Χανιά. Σε ηλικία 64 ετών εκδιώχτηκε από τη δικτατορία και έμεινε χωρίς δουλειά. Σύντομα, ευτυχώς, συνταξιοδοτήθηκε. Ήταν ένας άνθρωπος που έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού από όλους τους Ηρακλιώτες, συνάδελφους και μη και, λόγω της δουλειάς του, ήταν πολύ γνωστός στην πόλη του.
Ο παππούς του Γιάννη Αρώνη, από την πλευρά της μητέρας του, Νίκος Θεοφανίδης, ήταν ράφτης στην Ταρσό της Καππαδοκίας και ειδικευόταν στη ραφή της κρητικής βράκας. Παντρεύτηκε τη Μάρθα, που έζησε ως τα βαθιά γεράματα (102 ετών) και απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά: τον Θεοφάνη, τον Βυζάντη, τη Χρυσούλα και τη Σοφία. Ο Νίκος Θεοφανίδης πέθανε σχετικά νέος, χτυπημένος από το μαράζι για τον γιο του Θεοφάνη, που πήγε στο Αλβανικό Μέτωπο και η τύχη του αγνοείται μέχρι σήμερα. Η μητέρα του άτυχου παλικαριού, η Μάρθα, δεν έπαψε να ελπίζει και να περιμένει ένα θαύμα μέχρι το τέλος της ζωής της. Ίσως πίσω από τη μεγάλη της αδυναμία για τον εγγονό της, Γιάννη, κρυβόταν ο άσβηστος πόνος της για τον χαμό του παιδιού της. Εκείνη είχε αναλάβει, σαν μάνα του, τη φροντίδα και την ανατροφή του, τον είχε πάντα δίπλα της, ακόμη και στα ταξίδια της. Ακόμη και όταν ο Γιάννης μεγάλωσε, στο ξεκίνημα της καριέρας του, στα πρώτα του βήματα, εκείνη στάθηκε για ακόμη μια φορά δίπλα του, στηρίζοντάς τον οικονομικά.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Γιάννης Αρώνης, είναι θαμμένος στα Χανιά, στον τάφο των Ξενουδάκηδων. Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει αναφορά στον μεγάλο πατριώτη, τον ισχυρό αγωνιστή, τον έντιμο πολιτικό, τον θερμό υποστηρικτή της Ένωσης της Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα, τον μέγα ευεργέτη της επαρχίας Σφακίων Γεώργιο Ξενουδάκη. Φιλοπρόοδος, περισπούδαστος και γλωσσομαθής, ο Ξενουδάκης, έχοντας διαβάσει από νωρίς τους σημαντικότερους διανοούμενους της Ευρώπης όπως τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ, τον Χιουμ και άλλους δεν παύει να παρακολουθεί και να ενημερώνεται για τις ρηξικέλευθες ιδεολογικές και επιστημονικές εξελίξεις της εποχής του, όπως του Μαρξ και του Δαρβίνου, που είχαν μια ανατρεπτική επίδραση στο κατεστημένο.
Ο παππούς Γιάννης Αρώνης ξεψύχησε πάνω στο κρεβάτι του τη στιγμή που ένα πουλί με χρυσαφί χρώμα μπήκε στο δωμάτιο του σπιτιού του και έκανε τρεις κύκλους πάνω από το κρεβάτι του! Τη θαυμαστή αυτή ιστορία έχει διηγηθεί ο Απόστολος Αρώνης, θείος του βιογραφούμενου, στη γυναίκα του Ασημίνα Χατζηπαναγή, η οποία επίσης μακροημέρευσε, φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών.
Ο βιογραφούμενος, Γιάννης Αρώνης, είχε δύο αδερφές, την Ασημίνα και τη Μάρθα, η οποία πέθανε στα 33 της χρόνια, αφήνοντας πίσω τρία παιδιά. Έκανε δύο γάμους και απέκτησε πέντε παιδιά.
Ο βιογραφούμενος εκμυστηρεύεται ότι στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε «άσωτος» και ατίθασος, σε τέτοιο βαθμό, που τον απέβαλαν από όλα τα γυμνάσια της πόλης του Ηρακλείου. Όταν έφτασε στην ηλικία των 16-17 ετών, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στην Αθήνα, στη Σοφία, την αδελφή της μητέρας του, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Ανέστη, εισαγωγέα μπανάνας από την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ. Στην Αθήνα του ανέθεσαν την παραλαβή 50 αρχικά και 100 στη συνέχεια τόνων μπανάνας που εισήγαγαν στο λιμάνι του Πειραιά. Λίγο αργότερα του εμπιστεύθηκαν την αποθήκη ωρίμανσης μπανάνας που άνοιξαν στην οδό Νικήτα 10, στην περιοχή του Πειραιά.
Ο Γιάννης Αρώνης θυμάται με νοσταλγία τα χρόνια εκείνα και διηγείται ένα γεγονός που του έχει μείνει ανεξίτηλο στο μυαλό του. Την περίοδο μετά το Πάσχα, που οι μπανάνες δεν είχαν μεγάλη ζήτηση λόγω πληθώρας άλλων φρούτων στην αγορά, έβγαλαν άδεια λαϊκής αγοράς και πήγαιναν στις λαϊκές, με τον θείο του (αδελφό της μητέρας του) Βυζάντιο, όπου πουλούσαν μπανάνες.
Ο βιογραφούμενος έκανε το επάγγελμα αυτό για δύο χρόνια αλλά, παράλληλα, είχε ως χόμπι του το ποδόσφαιρο, που έγινε το μεγάλο πάθος της ζωής του. Στην αρχή προπονήθηκε στον Πανιώνιο, δίπλα στον μεγάλο ποδοσφαιριστή Θανάση Σαραβάκο, για έξι μήνες. Ο Θανάσης Σαραβάκος διακρινόταν για την ταχύτητά του και την κοφτή ντρίπλα του. Παρά το μικρό ύψος του -ήταν μόλις 1,60- διεκδικούσε και συχνά κέρδιζε κεφαλιές από αντιπάλους, χάρη στην αλτικότητά του. Ήταν αεικίνητος και γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «σβούρα». Παρά τα φοβερά προσόντα του, δεν ήταν ατομιστής αλλά πολύ συνεργάσιμος. Ως χαρακτήρας ήταν ανοιχτόκαρδος και δεν κρατούσε κακίες.
Στη συνέχεια, ο Γιάννης Αρώνης γνωρίστηκε με τους Μαρκόπουλο και Τζανετή, παράγοντες τότε της Α.Ε.Κ, και έτσι βρέθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια να προπονείται με τον μεγάλο Κώστα Νεστορίδη, που έγινε προσωπικός του φίλος αργότερα, τον Ανδρέα Σταματιάδη και άλλα μεγάλα ποδοσφαιρικά ονόματα της εποχής. Την υπέρμετρη αγάπη του, όμως, για το ποδόσφαιρο, την πλήρωσε ακριβά, αφού είχε απορροφηθεί πλήρως από το άθλημα και παραμελούσε εντελώς τη δουλειά, πράγμα που τον έφερε σε ρήξη με τον θείο και τη θεία του.
Η σύγκρουση αυτή τον έκανε να φύγει από το σπίτι, που βρισκόταν στα Κάτω Πατήσια, χωρίς ρούχα και χρήματα. Έπρεπε να κατέβει στην Αθήνα και μετά στον Πειραιά, ψάχνοντας τρόπο και χρήματα να επιστρέψει στο Ηράκλειο Κρήτης. Περίμενε στη στάση του τρόλεϊ ΠΑΤΗΣΙΑ-ΟΜΟΝΟΙΑ, με το κεφάλι του βαρύ από τις σκέψεις, γεμάτο αγωνία για το τι θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όταν ξαφνικά είδε απέναντι ένα κατάστημα που ανήκε σε έναν πρώην πελάτη του, από τον οποίο αισθανόταν άνετα να ζητήσει δανεικά χρήματα. Σκέφτηκε, όμως, ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξέθετε την οικογένειά του και θα τον συζητούσαν. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφάσισε να ζητιανέψει! Κάθισε στα σκαλιά του σταθμού του τρένου στα Κάτω Πατήσια και λίγη ώρα αργότερα μέτρησε τις δεκάρες που μάζεψε και τις υπολόγισε δώδεκα. Τόσες στοίχιζε το εισιτήριο. Για κακή του τύχη, όμως, αποδείχθηκε ότι για ακόμη μια φορά είχε κάνει λάθος στα μαθηματικά! Και ο εισπράκτορας που στεκόταν στην πίσω πόρτα είπε: «δεν ντρέπεσαι, παλιόπαιδο, να προσπαθείς να με εξαπατήσεις δίνοντάς μου πολλές δεκάρες αλλά όχι όσες πρέπει;» Ένιωσε τόσο άσχημα, σαν να βρισκόταν κάτω από τις ρόδες του τρόλεϊ, αλλά την ίδια εκείνη στιγμή όλοι οι επιβάτες του τρόλεϊ διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά του εισπράκτορα και, παρόλο που οι περισσότεροι προσφέρθηκαν να καλύψουν τη χρηματική διαφορά, κατέβηκε ντροπιασμένος από το τρόλεϊ και περπάτησε στην Ομόνοια με τα πόδια. Άρχισε πάλι να σκέφτεται τι έπρεπε να κάνει για να μη ζητήσει δανεικά ούτε να αρχίσει να κλέβει.
Μπήκε σε ένα γνωστό πρακτορείο λαχείων και αφού εξήγησε τι του είχε συμβεί, προσφέρθηκαν να του δώσουν χρήματα για το πλοίο. Δεν το δέχτηκε και ζήτησε να του δώσουν επί πιστώσει μερικά λαχεία, να τα πουλήσει και, με τον τρόπο αυτό, να κερδίσει κάποια χρήματα. Η επιλογή του αποδείχτηκε σωστή, αφού όχι μόνο πούλησε τα λαχεία και κέρδισε τα χρήματα που είχε ανάγκη αλλά παρέμεινε στην Αθήνα τέσσερις ακόμη μήνες, πουλώντας λαχεία Συντακτών και έβγαλε αρκετά χρήματα, ώστε να πάρει και δώρα για τους δικούς του. Την πρώτη ημέρα που βγήκε να πουλήσει λαχεία ήταν πολύ τυχερός, αφού σε ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής ο ιδιοκτήτης αγόρασε μια ολόκληρη σειρά. Σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ξεφορτωθεί μια σειρά που έληγε στον άσσο, επειδή στον άσσο είχε λήξει η προηγούμενη κλήρωση. Ο ζαχαροπλάστης ήταν μάλλον πολύ τυχερός, επειδή κληρώθηκε ξανά ο άσσος, με συνέπεια να κερδίσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Όταν τον επισκέφθηκε ξανά, αφού του έδωσε ένα μεγάλο φιλοδώρημα, του ζήτησε να του δώσει δύο σειρές αυτή τη φορά. Τότε του πέρασε από το μυαλό ότι θα έπρεπε να του δώσει κάποια σειρά που έχει πολλές πιθανότητες να είναι νικητήρια -αντίθετα από την άλλη φορά- προσβλέποντας σε ένα ακόμη γενναιόδωρο φιλοδώρημα! Δυστυχώς, και για τον Γιάννη και για εκείνον, αυτό δε συνέβη ποτέ!
Θεώρησε το γεγονός αυτό σημαδιακό. Ήταν η ώθηση που χρειαζόταν, ώστε να φύγει από την Αθήνα και να γυρίσει στο Ηράκλειο. Αυτό που είχε στα χέρια του ο Γιάννης Αρώνης το περιγράφει πολύ εύστοχα ως «πεζοδρομιοπανεπιστημιακή» εμπειρία. Ξεκίνησε μία ζωή από το μηδέν, από την αρχή, έχοντας ως πρώτιστο στόχο να αποδείξει στον αγαπημένο του πατέρα, σε όλους αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό ότι έχει τη θέληση και τη δύναμη να κάνει σωστά πράγματα, όχι μόνο ως επαγγελματίας αλλά και ως άνθρωπος.
Έφτιαξε την πρώτη του μεταφορική εταιρεία συνεργαζόμενος με κάποιον στην Αθήνα αλλά το εγχείρημά του αυτό δεν είχε διάρκεια. Σύντομα, όμως, με εργατικότητα και πείσμα, δημιούργησε το δικό του γραφείο μεταφορών στην Αθήνα και στο Ηράκλειο, με την επωνυμία «ΤΑΛΩΣ».
Το όνομα αυτό δεν επιλέχθηκε τυχαία από τον βιογραφούμενο και αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία σε αυτό. Ο Τάλως ήταν μυθικός φύλακας της Κρήτης. Ήταν γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό. Σχετικά με την προέλευσή του, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Η πιο γνωστή, από τον Απολλόδωρο, λέει πως τον κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος και τον χάρισε στον βασιλιά Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ. Ο Τάλως κατά τον Πλάτωνα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη, κουβαλώντας τους μαζί του γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι ήταν άγρυπνος φύλακας της Κρήτης που γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα. Κατά άλλους ήταν φτερωτός και το καθήκον αυτό το εκτελούσε πετώντας. Κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του σε κάποια φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του κι έτσι τους έκαιγε.
Η επιλογή λοιπόν του ονόματος «ΤΑΛΩΣ» για τη μεταφορική εταιρεία του Γιάννη Αρώνη δεν ήταν τυχαία. Ο βιογραφούμενος αγωνίστηκε 40 ολόκληρα χρόνια να κρατήσει ψηλά το όνομα του πατέρα του και θεωρεί μεγάλη του τιμή που είναι γιος ενός σπουδαίου πατέρα. Η εταιρεία του δημιουργήθηκε με τη βοήθεια των συνεργατών του, κατάφερε να αποκτήσει ιδιόκτητα αυτοκίνητα-φορτηγά, απέκτησε σύγχρονες εγκαταστάσεις και έχει την τιμή και τύχη να συνεργάζεται με μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, εταιρείες τροφίμων, εμπορικές εταιρείες ηλεκτρολογικού υλικού και μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Αμερική. Η λίστα των συνεργαζόμενων εταιρειών είναι μεγάλη.
Στην Αττική, η εταιρεία διαθέτει δύο εγκαταστάσεις. Η πρώτη είναι στην Λεωφόρο Κηφισού 95 στο Αιγάλεω, όπου γίνονται παραλαβές και παραδόσεις εμπορευμάτων παντός τύπου. Η δεύτερη είναι στον Ασπρόπυργο, όπου γίνονται παραλαβές και παραδόσεις με ιδιόκτητα μικρά και μεγάλα παντός τύπου αυτοκίνητα. Τα γραφεία διαθέτουν μηχανογράφηση υψηλής τεχνολογίας και άριστο εξοπλισμό, προκειμένου να ανταποκρίνονται σε κάθε απαίτηση που μπορεί να προκύψει, ώστε να είναι δυνατή η πραγματοποίηση οποιουδήποτε μεταφορικού έργου, ενώ υπάρχει η δυνατότητα για υπηρεσίες αποθήκευσης και logistics καθώς και εταιρεία courier. Η εταιρεία «ΤΑΛΩΣ» εγκαινίασε πρόσφατα νέα γραμμή για τα Δωδεκάνησα, με απευθείας δρομολόγιο Κρήτη-Ρόδος-Κρήτη δύο φορές την εβδομάδα και συνεχίζει να παρέχει τη δυνατότητα άμεσης εξυπηρέτησης για ολόκληρη την Ελλάδα.
Έχουν τη δυνατότητα μεταφοράς με ειδικά τρέιλερ για όλους τους τύπους connex για παραλαβή, εκφόρτωση και διανομή εμπορευμάτων προερχόμενα από Ευρώπη και Αμερική, καθώς επίσης και άμεση εξυπηρέτηση αερομεταφοράς εμπορευμάτων. Η εταιρεία «ΤΑΛΩΣ» επίσης αναλαμβάνει ειδικευμένες μεταφορές για μικρά και μεγάλα έργα (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά πάνελ κ.ά.)
Ο Γιάννης Αρώνης αφιερώνει πολύ χρόνο στις επαγγελματικές του δραστηριότητες αλλά παράλληλα, βρίσκει πάντα χρόνο για το αγαπημένο του χόμπι, το ποδόσφαιρο. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα έπαιξε στην ΑΕΚ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ και στη συνέχεια στον ΗΡΟΔΟΤΟ Ν. ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ.
Τελειώνοντας την αγωνιστική δράση του, έγινε αρχικά πρόεδρος στην ΑΕΚ και εν συνεχεία στον ΗΡΟΔΟΤΟ. Κατόπιν πήγε στον ΟΦΗ για περίπου εννέα χρόνια, όπου έζησε εκ των έσω τη μεγάλη ποδοσφαιρική ιστορία της ομάδας, η οποία κατέκτησε το κύπελο Ελλάδος και τη δεύτερη θέση στη γενική βαθμολογία, γεγονός που έστειλε τον ΟΦΗ σε ευρωπαϊκά σαλόνια.
Ο βιογραφούμενος διηγείται με συγκίνηση την ιστορία αυτή και την ποδοσφαιρική του «μανία». Σήμερα δεν ασχολείται πια καθώς οι υποχρεώσεις τον απομάκρυναν από την αγάπη του αυτή όμως δεν παύει να είναι «η μισή του ζωή», όπως αναφέρει ο ίδιος. Οι λόγοι της απομάκρυνσης είναι η κρίση που έφεραν οι ίδιοι οι παράγοντες του ποδοσφαίρου στο άθλημα αυτό. Ο Γιάννης Αρώνης λυπάται πολύ για την κατάσταση αυτή και ακόμη περισσότερο, επειδή δεν βλέπει να εγκαταλείπουν το άθλημα αυτό όλοι εκείνοι που το χρησιμοποιούν για αυτοπροβολή, υπέρμετρο πλουτισμό και γενικώς μόνο για το συμφέρον τους.