Ο βιογραφούμενος ονομάζεται Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος, είναι γεννηθείς του 1941. Έχει καταγωγή από το Σπάθαρι Αρκαδίας. Έκανε αρχικά στρατιωτική καριέρα ως Μηχανολόγος Μηχανικός της Πολεμικής Αεροπορίας και μετά την αποστρατεια του εργάστηκε στη Διεύθυνση Ποιότητας και κατέκτησε τη θέση του Προέδρου στην εταιρεία ΒΙΟΡΑΛ ΑΒΕ, η οποία είναι βιομηχανία παραγωγής χυτών εξαρτημάτων από κράματα Αλουμινίου με υψηλή πίεση για χρήση σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας, ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Οι ρίζες του βιογραφούμενου είναι από το Σπάθαρι της Γορτυνίας στην Αρκαδία. Το χωρίο βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων και είναι κοντά στο υδρο-ηλεκτικό εργοστάσιο του ποταμού Λάδωνα, το οποίο κατασκευάστηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1950 από ιταλικές εταιρείες, ως αποζημίωση της Ιταλικής κυβέρνησης για την καταστροφή που είχε υποστεί η χώρα από τους Ιταλούς κατακτητές το 1940. Η επίσημη ονομασία του χωριού είναι Σπάθαρης και προέρχεται από τη Βυζαντινή λέξη Σπαθάριος που αντιστοιχούσε σε στρατιωτικό βαθμό. Αυτή εξελίχτηκε στην ουδέτερη λέξη Σπάθαρι. Ο οικισμός που έχει αναπτυχθεί στην θέση του υδροηλεκτρικού εργοστασίου ονομάζεται Κάτω Σπάθαρης.
Έξω από το χωριό, υπάρχει ένα μεγάλο δασώδες πλέον κτήμα της οικογένειας Θεοδωρακόπουλου στη θέση Κουτσιουμπάρι. Το κτήμα καταλήγει σε ένα απόκρημνο ψηλό βράχο, στη ρίζα του οποίου κυλάει ο ποταμός Λάδωνας. Ακριβώς απέναντι υπάρχει ένας επίσης απόκρημνος ψηλός βράχος, που στη ρίζα του αφήνει ένα στενό πέρασμα. Αυτό το πέρασμα κατά μήκος του Λάδωνα ήταν και η μοναδική οδός επικοινωνίας επί Τουρκοκρατίας και ολίγον μεταγενέστερα. Στην πλευρά λοιπόν του κτήματος του Σιαφαρή, όπως ήταν και είναι το προσωνύμιο (παρατσούκλι) της οικογενείας Θεοδωρακόπουλου, σε φυσική μεγάλη σπηλιά του βράχου, είχαν οι Έλληνες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κατασκευάσει κατάλυμα για τους πολεμιστές που φύλασσαν το στενό πέρασμα. Διασώζονται ακόμη στο βράχο οι μανδρότοιχοι και άλλα απομεινάρια. που δημιουργούν πολεμίστρες (ταμπούρια), φούρνος, αποθήκες, κ.α. Η σπηλιά αναφέρεται ως η «τρύπα του Σπάθαρι στα απομνημονεύματα του Δεληγιάννη και άλλα έγγραφα. Στους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης αναφέρεται ότι εκεί είχε κρυφτεί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τα παλληκάρια του για να ξεφύγει από το στρατό του Ιμπραήμ Πασά.
Ο προ-προπάππος του βιογραφούμενου Θεόδωρος με το προσωνύμιο «Ρούσος» ήταν ο «γενάρχης» της οικογενείας, για τον οποίο όμως δεν υπάρχουν γραπτά ντοκουμέντα, παρά μόνον αφηγήσεις υπέργηρων χωρικών μεταξύ των οποίων και η εν ζωή 90ντούτις Αικατερίνη Βεργέτη-Χρονοπούλου (Ντούζενα), εξαδέλφη του βιογραφούμενου, η οποία μεταφέρει αντιστοίχως αφηγήσεις της μητέρας της, ότι κάποτε έφτασε στο μικρό και απόμακρο ορεινό χωριό ένας φυγάς που τον έλεγαν «Ρούσο», χωρίς να είναι σίγουρη αν τούτο ήταν ενδεικτικό χρώματος ή καταγωγής. Από μετέπειτα ντοκουμέντα εικάζεται ότι τούτο έγινε περί το 1800.
Ο «Ρούσος» προερχόταν από την Κυπαρισσία, κυνηγημένος από τους Τούρκους και Τουρκαλβανούς. Το όνομα Θεοδωρακόπουλος συναντάται συχνά και σήμερα στην Μεσσηνία. Χωριά σαν το Σπάθαρι ήσαν κατάλληλα για φυγάδες, αφού οι Τούρκοι διέμεναν μόνον σε εύφορα μέρη στον κάμπο. Υπάρχει και άλλο παράδειγμα τέτοιου φυγάδα στο χωριό, επίσης από Κυπαρισσία που ξεκινάει η οικογένεια Χρονόπουλοι. Το πραγματικό όνομα ήταν Θεόδωρος. Ο Θεόδωρος-Ρούσος παντρεύτηκε μία κοπέλα από το χωριό έκανε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Θεοδωρακόπουλο, αλλά σκοτώθηκε, πριν κάνει άλλα παιδιά, σε συμπλοκή με ομάδα Τούρκων ή Τουρκαλβανών πριν την έναρξη της επανάστασης. Είναι γνωστό ότι μετά την αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων το 1770 (Ορλωφικά) ο Σουλτάνος προσέλαβε αρκετές χιλιάδες Αλβανών πολεμιστών με εντολή να κάνουν μεγάλες εκκαθαρίσεις στην Πελοπόννησο ως τιμωρία και παραδειγματισμό, πράμα που έγινε. Επειδή όμως δεν πλήρωνε τους Αλβανούς, εκείνοι εγκαταστάθηκαν μονίμως σε κάποια χωριά (π.χ. Λάλα) και σκότωσαν χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Κυριολεκτικά λεηλάτησαν την Πελοπόννησο.
Ο Κωνσταντίνος από εκλογικό κατάλογο του 1858 προκύπτει ότι γεννήθηκε το 1810 και εξ αυτού εκτιμάται ότι ο γενάρχης γεννήθηκε περί το 1770 και έφτασε στο Σπάθαρι περί το 1800. Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε γυναίκα από το χωριό Μπουκοβίνα, ονόματι Δήμητρα και έκανε τρεις κόρες και δυο γιους, τον Θεόδωρο (με προσωνύμιο Καραβίδα λόγω ρωμαλέας σωματικής διάπλασης) ο οποίος όμως σκοτώθηκε σε συμπλοκή και τον Βασίλειο. Έζησε πολλά χρόνια ως αγρότης και κτηνοτρόφος και πέθανε σε ηλικία 107 χρονών. σύμφωνα με τις αφηγήσεις.
Ο εναπομείνας γιος Βασίλειος Θεοδωρακόπουλος, που γεννήθηκε το 1863 σύμφωνα με τις απογραφές, υπήρξε ο παππούς του βιογραφούμενου. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία, γύρω στα 90, το 1954 υγιέστατος. Να σημειωθεί ότι 2 μέρες πριν ξαφνικά πεθάνει, επέστρεψε στο χωριό από το κτήμα του στο Κουτσιουμπάρι καβάλα στο μουλάρι του ξέστρωτο (χωρίς σαμάρι) σαν έφηβος. Φαίνεται ότι θα ξεπερνούσε τα 100, αν δεν συνέβαινε κάποιο ατύχημα. Οι κύριες επαγγελματικές του δραστηριότητες ήταν τα χωράφια και τα ζωντανά. Ήταν ένας έξυπνος και με πολλές ικανότητες άνθρωπος, όπως έδειξε όλη η ζωή του. Ήταν πολύ αγαπητός στο χωριό και έχαιρε το σεβασμό και την εκτίμηση όλων του των συγχωριανών, που του ζητούσαν πάντα τη γνώμη του όταν υπήρχαν σοβαρά ζητήματα. Ακόμη, ο γερο-Βασίλης ο Σιαφαρής, όπως ήταν γνωστός, είχε αποκτήσει την δεξιότητα αφενός μεν να ευνουχίζει κάποια ζώα (χοιρινά, τράγους, κριάρια και μεγάλα ζώα) και αφετέρου να κατασκευάζει κάθε είδους χρήσιμα αντικείμενα (χουλιάρια, ρόκες, καδιά, καρδάρες και αργαλειούς). Όμως, ιδιαίτερα περιζήτητος ήταν για την ικανότητά του να αποκαθιστά κατάγματα οστών σε ανθρώπους και σε ζώα. Στον ίδιο τον βιογραφούμενο, εγγονό του, έφτιαξε επιτυχώς τρεις φορές το συντριπτικό κάταγμα του αριστερού του χεριού στην ηλικία των 10 και 11 χρονών. Δίδαξε την τεχνική και στον γιο του Θεόδωρο και την νύφη του Καλλιόπη, γονείς του βιογραφούμενου Κωνσταντίνου. Όλο το χωριό λοιπόν σε τέτοια ανάγκη κατέφευγε στην οικογένεια Σιαφαρή.
Τέλος ο παππούς, ίσως από την μικρή παραμονή του στην Αμερική, είχε αποκτήσει την τεχνική να κάνει ένα είδος χειρουργικής επέμβασης στο κρανίο των ζώων και να τα θεραπεύει από την ασθένεια της «τρέλλας», όπως οι χωρικοί ονόμαζαν την απώλεια προσανατολισμού των ζώων και την αδιαφορία τους στην τροφή. Τα πρόβατα έφευγαν από το κοπάδι και χανόντουσαν και τέλος ψόφαγαν. Ο βιογραφούμενος είχε παραστεί μάρτυρας σε 2-3 τέτοιες επεμβάσεις, όπου ο παππούς αφού κούρευε πρώτα το κεφάλι, ψηλάφιζε το άνω μέρος του και με μοναδικό εργαλείο τον καλοακονισμένο σουγιά του, που είχε φέρει από την Αμερική, έκανε τομή στο δέρμα του κρανίου και ακολούθως συνέχιζε την τομή στο οστούν του κρανίου, το οποίο ανασήκωνε προσεκτικά με την μύτη του σουγιά του, χωρίς να τραυματίσει τον υμένα του εγκεφάλου. Προσεκτικά αφαιρούσε μία μικρή φλύκταινα με υγρό, η οποία ήταν και το πρόβλημα. Κατόπιν καθάριζε με βαμβάκι το αίμα και έκλεινε πάλι το οστούν και το δέρμα, ενώ όλο το τραύμα το σφράγιζε με κερί. Οι επεμβάσεις που θυμάται ο βιογραφούμενος πρέπει να έγιναν σε ηλικία περίπου 85-88 χρονών. Χωρίς γυαλιά.
Ο γερο-Βασίλης ο Σιαφαρής ήταν ένας άνθρωπος φιλήσυχος και πράος. Είχε παντρευτεί την Χάϊδω Αναγνωστοπούλου, από το ίδιο χωριό και είχε δημιουργήσει μια πολυμελή οικογένεια που αποτελούνταν από 7 κόρες και ένα μονάκριβο γιο, τον Θεόδωρο, πατέρα του βιογραφούμενου. Οι καιροί όμως στα άγονα εκείνα χωριά ήταν πολύ δύσκολοι και η απόδοση των χωραφιών μικρή για μια μεγάλη οικογένεια. Έτσι ο παππούς πήρε τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει και να αναζητήσει προϋποθέσεις καλύτερης ζωής της οικογένειας υπερατλαντικά. Όταν στο τέλος του 1916 επιτράπηκε η μετανάστευση προς την Αμερική, πήρε μαζί του τα 3 μεγαλύτερα κορίτσια, τη Δήμητρα 20 ετών τότε, τη Μαριγούλα 18 ετών, και την Γιαννούλα 17 ετών και επιβιβάστηκε στο πλοίο «ITALIA» αναζητώντας μια νέα τύχη στην Αμερική. Η γιαγιά έμεινε πίσω με τα υπόλοιπα παιδιά, τον Θεόδωρο 14 χρόνων, την Ελένη 15, την Σταυρούλα 9, την Αικατερίνη 7 και την Μαρίνα 5. Η ίδια στάθηκε εκείνη την περίοδο ως άνδρας και γυναίκα μαζί αντιμετωπίζοντας με μεγαλοψυχία και καρτερικότητα τις δυσκολίες και την απουσία του συζύγου της.
Το ταξίδι για την Αμερική προέκυψε χρονοβόρο και αρκετά δύσκολο. Ξεκίνησαν από την Πάτρα στις 16 Οκτωβρίου 1916, αλλά παρέμειναν στη Νάπολη της Ιταλίας επί δύο μήνες λόγω του Α’ παγκοσμίου πολέμου που είχε ξεσπάσει. Από εκεί συνέχισαν για τη γη της επαγγελίας και το κυνήγι του νέου ονείρου, όπως ήταν για όλους τους μετανάστες. Μετά ένα πολυήμερο και κουραστικό ταξίδι έφτασαν στην νήσο Ellis στις 13 Ιανουαρίου 1917, όπως φαίνεται στα passengers records του Ellis Island Foundation. Εκεί αντιλήφθηκαν ότι εκτός από τις υγειονομικές εξετάσεις που έπρεπε να κάνουν, έπρεπε ο καθένας να εξεταστεί στη μητρική του γλώσσα ανάγνωση και γραφή και εν προκειμένω, οι Έλληνες στην Ελληνική γλώσσα. Ο παππούς είχε επάρκεια στην ελληνική γλώσσα μολονότι ήταν αυτοδίδακτος, όμως τα κορίτσια του δεν ήξεραν, αφού στο χωριό δεν υπήρχε σχολείο. Σε φωτοαντίγραφο της χειρόγραφης σελίδας του μητρώου εγγραφής των εισερχομένων μεταναστών στην νήσο Ellis, List or Manifest of Alien Passengers for the United States, φαίνεται διαγραμμένο με μία γραμμή το όνομα του παππού και ένα κορίτσι, αλλά μετά την παρακάτω δοκιμασία τοποθετήθηκε σφραγιδούλα «Admitted» και στα τέσσερα ονόματα.
Ο δυναμισμός, η ικανότητα και η επιμονή του παππού φάνηκαν όταν έπεισε τους αρμόδιους, τα παιδιά να εξεταστούν και πάλι μετά από 15-20 περίπου μέρες, όσο χρόνο δηλαδή χρειαζόταν να ανεφοδιαστεί το πλοίο για να αποπλεύσει πάλι. Έτσι είχε τον ελάχιστο χρόνο να διδάξει μόνος του και να μεταδώσει τις λίγες, αλλά τόσο πολύτιμες γνώσεις στα παιδιά του, ώστε να έχουν τα τυπικά προσόντα που θα τους επέτρεπαν την είσοδο στη χώρα υποδοχής. Επί τόσες ημέρες κάθισε σε ένα δωμάτιο και από το πρωί ως το βράδυ δίδασκε τα κορίτσια του ανάγνωση και γραφή. Προσευχόταν στο Θεό και στους αγίους να τους βοηθήσουν. Σκέφθηκε ότι ο προστάτης των γραμμάτων πρέπει να ήταν ο άγιος Γιάννης ο Θεολόγος, αφού αυτός είναι ο μόνος άγιος που εικονίζεται με πένα στο χέρι, δεδομένου ότι αυτός έγραψε την Αποκάλυψη. Έτσι λοιπόν έκανε τάμα στον άγιο να τους βοηθήσει να περάσουν και σαν ευχαριστία θα έχτιζε μία εκκλησία στη χάρη του, όταν θα γύριζε στην πατρίδα.
Πράγματι τα κορίτσια με την υπομονή, την επιμονή και τη βοήθεια του παππού, αλλά και την πίστη στο Θεό κατάφεραν να περάσουν τις εξετάσεις και να κερδίσουν στο βιβλίο εισόδου την πολυπόθητη σφραγίδα “admitted”. Έτσι παρέμειναν. Στην Αμερική ο παππούς δούλεψε για τρία χρόνια σκληρά σε εργοστάσια και αλλού, από όπου απόκτησε γνώσεις και εμπειρίες πολύτιμες για την μετέπειτα ζωή του στην Ελλάδα. Πάντρεψε τις κόρες του με Έλληνες γαμπρούς και όταν παλιννόστησε το 1920 εκπλήρωσε το τάμα του, κουβαλώντας πολλά χρήσιμα εργαλεία. Έκοψε ένα κομμάτι από ένα χωράφι του πλησίον του χωριού και έχτισε εκεί ένα μικρό και ταπεινό, όμορφο εκκλησάκι με ρυθμό «χαμοκέλας», δηλαδή πέτρινο κτίσμα με δίρριχτη στέγη καλυμμένη με πλάκες, όπως οι καλύβες (χαμοκέλες) στα χωράφια. Η περιοχή έκτοτε ονομάζεται Αγιάννης. Το εξωκλήσι αυτό το ξανάχτισε στην ίδια θέση εκ θεμελίων και μεγαλύτερο μεταξύ 1975-1980 ο γιος του Θεόδωρος, με άδεια του μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως, σε βυζαντινό ρυθμό, με σχέδιο του αρχιτέκτονα Παναγιώτη, γιου του Θεόδωρου.
To 2012 η οικογένεια, τα παιδιά και ο γαμπρός του Θεόδωρου, συντήρησαν και διόρθωσαν κακοτεχνίες και φθορές εκ νέου στο εκκλησάκι, το οποίο λειτουργεί από ιδρύσεώς του μέχρι και σήμερα στις 26 Σεπτεμβρίου στην μνήμη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και στις 21 Μαΐου του Αγίου Κωνσταντίνου, κατά τις οποίες γίνεται αρτοκλασία και συμμετέχει όλο το χωριό. Το αγιογραφημένο πλέον εξωκλήσι, με αγιογραφίες φιλοτεχνημένες από Αγιορείτη αγιογράφο, που έγιναν με φροντίδα του γαμβρού Κυριάκου Στριγγάρη, είναι πανέμορφο και αποτελεί στολίδι για όλη την περιφέρεια. Ο παππούς, ο γερο-Σιαφαρής έλεγε στους χωρικούς ότι ο Αγιάννης ο Θεολόγος δεν έστειλε τότε στην νήσο Ellis το Άγιο Πνεύμα στο κεφάλι των κοριτσιών, ούτε ο ίδιος μπήκε στο μυαλό των εξεταστών! Ήταν η πίστη τους στο Θεό και στον Άγιο που τους έδωσε την δύναμη να παλέψουν και να μη λυγίσουν. Πίστεψαν ότι η προσπάθειά τους δεν θα ήταν μάταιη. Φαίνεται ότι έτσι έδινε τη σωστή ερμηνεία του τάματος στους απλοϊκούς συγχωριανούς του, αγράμματος και αυτός, για να μην θεωρούν ότι ο Θεός και οι Άγιοι βοηθούν αυτούς μόνον που τους προσφέρουν κάτι.
Ο πατέρας, λοιπόν, του βιογραφούμενου, ο Θεόδωρος, ήταν ο μοναχογιός της οικογένειας ανάμεσα στις 7 αδελφές. Ο ίδιος θεωρείτο συγκριτικά μορφωμένος, αφού είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, που για εκείνα τα χρόνια, σε κείνα τα άγονα και απόξενα μέρη, στα μικρά χωριά δεν υπήρχαν σχολεία και έφηβος ακόμη είχε μάθει στον Πύργο την τέχνη του τσαγκάρη, έτσι ώστε να ανοίξει το δικό του τσαγκάρικο. Μετά, σε ηλικία 18 ετών, στρατεύτηκε και πολέμησε στην εκστρατεία της Μ. Ασίας για την πραγματοποίηση του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας. Ο ίδιος με τον Ελληνικό Στρατό έφτασε μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ όπου τραυματίστηκε. Ακολούθησε η υποχώρηση και με πολλά εμπόδια και κυρίως με τα πόδια οπισθοχώρησε μέχρι τη Σμύρνη. Η θητεία του κράτησε 3 ολόκληρα χρόνια. Στην επιστροφή από τη Μικρά Ασία πολέμησε στη Μακεδονία τους Βούλγαρους κομιτατζήδες μέχρι που απολύθηκε.
Όταν επέστρεψε στο Σπάθαρι εργάστηκε για μικρό διάστημα ως τσαγκάρης, όμως, έξυπνος και δημιουργικός καθώς ήταν, κατασκεύασε αρκετά μεγάλο ελαιοτριβείο με δύο μονάδες παραγωγής. Όλες οι οικογένειες του χωριού είχαν κτήματα με ελαιόδεντρα και έβγαζαν το λάδι τους σε αυτό το ελαιοτριβείο. Η σύνθλιψη των ελαιών γινόταν στη μονάδα με τις στρογγυλές πέτρες που γύριζαν με τη βοήθεια μουλαριού. Το «ζυμάρι» από τις λιωμένες ελιές το έβαζαν σε «τορβάδες», δηλαδή σάκους- φακέλους από μαλλί γίδας, οι οποίοι τοποθετούνταν ο ένας πάνω στον άλλο στην πρέσα. Η πρέσα ήταν μεταλλική και λειτουργούσε με ατέρμονα κοχλία. Ο κοχλίας κατέβαινε αργά περιστρεφόμενος με την μυϊκή δύναμη 3-4 ανδρών. Το σπουδαίο είναι ότι η ίδια ακριβώς πρέσα είχε εφευρεθεί και κατασκευαστεί από τον Ήρωνα, Έλληνα γεωμέτρη και μηχανικό της Αλεξανδρείας τον 1° αιώνα μ.Χ. με ατέρμονα κοχλία και περικόχλιο ξύλινα. Ξύλινη πρέσα του τύπου του Ήρωνα σώζεται στο Τεχνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέματος 42. Η μεταλλική πρέσα στο χωριό είναι ακριβώς όμοια με την εκτιθέμενη στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η πρέσα λαδιού του Ήρωνος εχρησιμοποιείτο λοιπόν από τους Έλληνες και άλλους λαούς της Μεσογείου για το λάδι τους επί 2.000 χρόνια.
Το ελαιοτριβείο του Θεόδωρου Θεοδωρακόπουλου σταμάτησε να λειτουργεί το 1978 και μάλλον ήταν ο τελευταίος χρόνος αυτής της τεχνολογίας που λειτουργούσε στην Ελλάδα. Ήδη στο Σπάθαρι είχε στο μεταξύ κατασκευαστεί αργότερα ένα άλλο ελαιοτριβείο, του Ρήγα του Στασινόπουλου, που λειτουργούσε παράλληλα με το παραπάνω, με τα χέρια επίσης, αλλά με οδοντωτούς τροχούς. Στα επόμενα χρόνια οι ιδιοκτήτες αποσυναρμολόγησαν και πούλησαν τα μέταλλα αυτών των «λιτρουβιών» και στη θέση τους εγκατέστησαν τα υδραυλικά πιεστήρια. Για το λόγο αυτό οι δύο σωζόμενες μονάδες είναι από τις ελάχιστες όμοιες που υπάρχουν στην Ελλάδα. Το λάδι του ελαιοτριβείου ήταν αρίστης ποιότητας και δύο χρονιές που ο Θεόδωρος έστειλε τυχαίο δείγμα στην Έκθεση Τεγέας 1962 και 1964 πήρε Α’ Βραβείο.
Το ελαιοτριβείο το συντηρεί σήμερα άψογα ο βιογραφούμενος ως λαογραφικό έκθεμα, στη θέση που ήταν, ενώ σε άλλους χώρους του ισογείου εκθέτει τέλεια εγκατεστημένο τον παραδοσιακό αργαλειό της μητέρας του, το εργαστήρι της τσαγκαρικής του πατέρα του και όλα τα παλιά χρηστικά εργαλεία του νοικοκυριού, όπως σαμάρι, αλέτρι, παλάντζα και στατέρι (στατήρ) ζυγιστικής και πολλά άλλα, που συναποτελούν ένα ιδιωτικό μικρό «λαογραφικό μουσείο».
Η οικογένεια διέθετε αρκετά χωράφια και πολλά πρόβατα που τα είχε αφήσει ο παππούς. Τα χωράφια καλλιεργόντουσαν μέχρι λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου με κόπο και με μικρή απόδοση, διότι η Γορτυνία είναι ορεινή και καθόλου εύφορη. Το κοπάδι το είχε δώσει «μισιακό» στον σέμπρο Θεόδωρο Λούρο, με το παρατσούκλι Καμπάνης, άντρα της Αικατερίνης, της μιας από τις 7 κόρες του γερο-Βασίλη, ο οποίος φύλαγε το κοπάδι.. Προμήθευε την οικογένεια με γάλα, τυρί και κρέας από το μερίδιο που του ανήκε. Το χωριό την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου είχε οριακά αυτάρκεια σε ψωμί και σε βασικά είδη. Το κτήμα τους στο Κουτσιουμπάρι είχε πολλές πηγές και περιβόλι με στέρνα που καλλιεργούσαν ντομάτες, πατάτες, φασόλια, κρεμμύδια κλπ για όλη τη χρονιά. Την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου μέρος του λαδιού που παρήγαγαν το έκρυβαν σε δύο μεγάλες θαμμένες δεξαμενές, που σώζονται τώρα στο «Μουσείο», για να μη το παίρνουν οι Γερμανοί ή οι αντάρτες του εμφυλίου και με αυτό ζούσαν και πρόσφεραν κρυφά και στους συγχωριανούς τους που είχαν ανάγκη.
Ο πατέρας, ο Θεόδωρος, παντρεύτηκε το 1932 την πρώτη του γυναίκα, την Αγγελική Δίπλα, που ήταν κόρη του παπά του χωριού. Από το γάμο τους απέκτησαν δυο παιδιά τον Βασίλη και τη Χάιδω. Δυστυχώς όμως έμεινε χήρος σε νεαρή ηλικία και θέλησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του με την Καλλιόπη Νικητοπούλου, στις 18 Αυγούστου 1940, από το χωριό Δίβριτσα, σημερινή Δήμητρα. Με τη δεύτερή του γυναίκα απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Τον βιογραφούμενο Κωνσταντίνο το 1941, τη Δήμητρα το 1946 και τον Παναγιώτη το 1947. Ο πατέρας απεβίωσε το 1984 σε ηλικία 82 ετών. Ήταν ένας πράος και ήσυχος άνθρωπος μικρού αναστήματος, αλλά πανέξυπνος και εργατικός, που τον εκτιμούσαν όλοι οι συντοπίτες του. Ο πατέρας του είχε μάθει τη μέθοδο του παππού και κατάφερνε να επαναφέρει τα σπασμένα άκρα (κατάγματα) των συγχωριανών και ήταν ο «γιατρός» του χωριού. Ως νέος είχε πολλές κοινωνικές δραστηριότητες και είχε ιδρύσει τον Σύλλογο Φιλοπροόδων Νέων Σπαθαρίου με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για την δημιουργία Βιβλιοθήκης στο χωριό. Ο τωρινός πολιτιστικός σύλλογος του χωριού θεωρείται συνέχεια του παλαιού συλλόγου και φυλάσσει στο αρχείο του το βιβλιάριο με τις καταθέσεις των τότε νέων του χωριού.
Οι πρόγονοι του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Θεόδωρος Νικητόπουλος από το χωριό Δήμητρα της Γορτυνίας και η Μαριγώ Σοφιανοπούλου από την Κοντοβάζαινα. Το ζευγάρι από το γάμο του είχε αποκτήσει τρία αγόρια, τον Νικήτα, τον Γιώργο, τον Ηλία, και τη μοναχοκόρη την Καλλιόπη. Ο παππούς του βιογραφούμενου είχε φύγει και αυτός μετανάστης στην Αμερική για να μπορέσει να βρει καλύτερη εργασία και να κάνει περιουσία για τα θρέψει την οικογένειά του. Στην Αμερική παρέμεινε περίπου 3 χρόνια στον αδερφό του Χρήστο, ο οποίος ήταν μόνιμος κάτοικος Αμερικής και διέθετε με την γυναίκα του Ευθυμία ζαχαροπλαστείο στο Brooklyn της Νέας Υόρκης. Ο παππούς Νικητόπουλος έφυγε και αυτός από τη ζωή πλήρης ημερών, με πολλές εμπειρίες σε ηλικία 94 χρονών χωρίς προβλήματα υγείας.
Η μητέρα του Καλλιόπη, κατά υπέρβαση των συνηθειών της εποχής τελείωσε και αυτή το Σχολαρχείο στο χωριό Κοντοβάζαινα, όπου μετέβαινε καθημερινά από την Δήμητρα (παλαιότερη ονομασία Δίβριτσα), που για γυναίκα του χωριού ήταν μεγάλη μόρφωση. Αντίθετα, τα αγόρια της οικογένειας δεν μορφώθηκαν. Απλά τελείωσαν το Δημοτικό. Έφυγαν από το χωριό και πήγαν σε νεαρή ηλικία στη Αθήνα. Ο μεγαλύτερος Νικήτας στα 18, ο Γιώργος στα 17 και ο μικρότερος Ηλίας γύρω στα 16. Στην αρχή για να επιβιώσουν έκαναν τους μικροπωλητές στην οδό Αθηνάς. Αργότερα έγιναν έμποροι υφασμάτων και είχαν καλό μαγαζί πρώτα στην Ερμού και μετά στην οδό Αγίου Μάρκου. Ο Νικήτας παντρεύτηκε την Ευγενία Παναγιωτοπούλου και απέκτησαν τη Μαρία που έγινε Αρχιτέκτονας και τον Θοδωρή που έχασε τη ζωή του 18 ετών σε τροχαίο δυστύχημα. Ο Γιώργος παντρεύτηκε τη Δήμητρα Κόκκοτα και απέκτησαν δυο κορίτσια. Τη Μαίρη, πτυχιούχο της ΑΣΟΕ και Νομικής του Πανεπιστημίου, που σταδιοδρόμησε ως Δημόσιος Υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και τη Αργυρώ που εργάστηκε ως υπάλληλος τράπεζας.
Ο Ηλίας παντρεύτηκε την Ελένη Μουμτζίδη, με καταγωγή από την Καβάλα. Δεν απέκτησαν παιδιά.
Ο αδερφός του βιογραφούμενου Βασίλης γεννήθηκε το 1934, σπούδασε στη Αθήνα στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με υποτροφία του ΙΚΥ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, από όπου απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα (Ph.D). Υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας ως Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και συνταξιοδοτήθηκε από εκεί. Το ιδιαίτερο επιστημονικό του ενδιαφέρον στρέφεται γύρω από τα ρητορικά κείμενα της κλασικής Γραμματείας. Έχει εκδώσει, μέχρι σήμερα 2020, 13 βιβλία σχετικά με την επιστήμη του και ευρίσκεται στη διαδικασία για την έκδοση δύο ακόμη. Παντρεύτηκε την δικηγόρο Καλλιόπη Τόγκα από την Τρίπολη και έχουν αποκτήσει 3 παιδιά. Την Αγγελική, δικηγόρο και μητέρα δυο παιδιών, τη Θεοδώρα πτυχιούχο ΑΣΟΕ και μητέρα δύο παιδιών και την Ιωάννα Ηλεκτρολόγο Μηχανικό και Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του ΕΜΠ και μητέρα επίσης δύο παιδιών.
Η μεγαλύτερη αδελφή του βιογραφούμενου, η Χάιδω, παντρεύτηκε το Δημήτριο Δρόσσο από την Ορεινή Ναυπακτία Μετανάστευσαν στην Αμερική και ζουν ακόμη εκεί. Απέκτησαν 4 παιδιά από τα οποία σήμερα έχουν 10 εγγόνια. Ο μεγαλύτερος γιος είναι ο Κώστας, Αρχιτέκτονας μηχανικός, η μεγάλη κόρη η Ιωάννα Οικονομολόγος, η μικρότερη είναι η Αγγελική απόφοιτη Κολλεγίου και ο Θεόδωρος απόφοιτος Κολεγίου επίσης, που συνεχίζει την εργασία του πατέρα του ως Subcontractor σε οικοδομικές εργασίες.
Η μικρότερη αδελφή του βιογραφούμενου, η Δήμητρα, είναι Ιατρός Μικροβιολόγος Βιοπαθολόγος, συνταξιούχος σήμερα. Παντρεύτηκε τον Μηχανολόγο Μηχανικό Πολυτεχνείου Birmingham Κυριάκο Στριγγάρη από την Αθήνα, ιδιοκτήτη της εταιρείας ΒΙΟΡΑΛ. Απέκτησαν 2 παιδιά. Τη Σοφία, επίσης Βιοπαθολόγο, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών που λειτουργεί το ιατρείο της μητέρας της και τον Σταμάτη, Μηχανολόγο Μηχανικό ΕΜΠ, που είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της
Εταιρείας ΒΙΟΡΑΛ, μετά την συνταξιοδότηση του πατέρα του.
Ο μικρότερος αδελφός του βιογραφούμενου Παναγιώτης είναι Αρχιτέκτονας Μηχανικός με οικοδομικές δραστηριότητες στο Κιάτο Κορινθίας. Απασχολήθηκε με τα κοινά και διατέλεσε αντινομάρχης Κορινθίας. Είναι παντρεμένος με την Άουντρα από τη Λιθουανία. Έχουν 2 παιδιά, την Καλλιόπη και τη Βαλέρια μαθήτριες τώρα Γυμνασίου και Λυκείου.
Ο βιογραφούμενος Κωνσταντίνος είναι γεννηθείς του 1941 στις 11 Ιουνίου. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Σπάθαρι και κατόπιν το 1° Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Στην Αθήνα έμενε στα αδέρφια της μητέρας του, που προαναφέρθηκαν. Με δεδομένο ότι οι σπουδές τότε στο Πολυτεχνείο και Πανεπιστήμιο δεν ήσαν δωρεάν, έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στη Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας (ΣΜΑ), ισότιμη Μετσόβιου Πολυτεχνείου, γνωστή για τις πολύ δύσκολες εξετάσεις και τους λίγους εισακτέους. Αποφοίτησε το 1964 ως Αξιωματικός Μηχανολόγος Μηχανικός Αεροπορίας. Αργότερα το 1969 εισήχθη με κατατακτήριες εξετάσεις στο ΕΜΠ και αποφοίτησε το 1974 με πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού. Έκανε την 25ετή στρατιωτική του καριέρα σε διάφορα αεροδρόμια πολεμικών αεροσκαφών της Αεροπορίας και στο Πεντάγωνο. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Σμηνάρχου, με παραίτησή του από την Αεροπορία, που έγινε δεκτή λόγω της συμμετοχής του στις εθνικές εκλογές τον Ιούνιο 1985. Έκτοτε ασχολήθηκε στην εταιρία ΒΙΟΡΑΛ του γαμπρού του. Ως Πολιτικός Μηχανικός δραστηριοποιήθηκε περιορισμένα. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με πολλές μελέτες αποκαταστάσεως ζημιών κτιρίων που προξενήθηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 1981 στην Κορινθία, σαν συνεργάτης του Αρχιτέκτονα αδελφού του Παναγιώτη. Στην εταιρία ΒΙΟΡΑΛ ανέλαβε αρχικά τα καθήκοντα του Διευθυντού Διασφάλισης Ποιότητας και στη συνέχεια του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου.
Από το 1985 ανέπτυξε στο εργοστάσιο σύστημα παραγωγής και ελέγχου ποιότητας βασισμένο σε Αμερικάνικη στρατιωτική προδιαγραφή πριν ακόμη εκδοθεί το πρότυπο (standard) ISO της σειράς 9000. Στη συνέχεια ανέπτυξε συστήματα ποιότητας και περιβάλλοντος κατά τα πρότυπα ISO 9001 και ISO 14001, καθώς και το μοναδικό επί του παρόντος στην Ελλάδα σύστημα ποιότητας αυτοκινητοβιομηχανίας κατά IATF 16949 (τέως ISO/TS 16949), καθιστώντας την εταιρία μοναδική στον κλάδο της στον Ελληνικό χώρο. Η εταιρεία σήμερα είναι υποκατασκευαστής μεγάλων βιομηχανιών Γερμανίας, Γαλλίας και Αμερικής, όπου και εξάγει το 100% των προϊόντων της.
Όσον αφορά στην προσωπική του ζωή είναι παντρεμένος με τη Λιθουανή Ρομπέρτα και έχουν δύο παιδιά. Τη Γκρέτα και το Θεόδωρο. Η σύζυγός του είναι πολύ καλή μητέρα και σύντροφος και αφοσιωμένη στην οικογένειά της.
Ο Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος είναι ένας έντιμος άνθρωπος, εργατικός, ανιδιοτελής, με ήθος και αρχές, πιστός στην ορθοδοξία μας, βαθύς γνώστης της ιστορίας μας, που αγαπά τον τόπο του. που τιμά την παράδοσή μας και απολαμβάνει την εκτίμηση και τον σεβασμό τόσο στον επαγγελματικό του χώρο όσο και στον κοινωνικό του περίγυρο, για την επιστημονική του κατάρτιση και για τις ανθρώπινες αρετές του. Πρότυπό του από το Δημοτικό ακόμα σχολείο υπήρξαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, επειδή δεν έστρεφαν ποτέ τα νώτα σε οποιαδήποτε δυσκολία, πράγμα που εφάρμοσε σε όλη τη ζωή του, το μετέφερε ήδη στον μοναδικό ανιψιό του, που διευθύνει πλέον και μεγαλώνει την εταιρεία ΒΙΟΡΑΛ και υπολογίζει να το μεταφέρει και στον γιο του. Από την άλλη μεριά, από την προσχολική του ακόμη ηλικία, οι τακτικές αφηγήσεις της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, αντί άλλου παραμυθιού, από την θεοσεβούμενη γιαγιά του, αλλά και η μεγάλη του κλασική παιδεία, τον έκαναν ένα ολοκληρωμένο άνθρωπο που δεν αδικεί τους συνανθρώπους του, αλλά προσπαθεί να είναι χρήσιμος σε αυτούς με κάθε τρόπο. Εφαρμόζει δηλαδή στο έπακρο το Ιπποκρατικό «ωφελέειν, ή μη βλάπτειν» σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του και σαν τέτοιο τον ξέρουν όλοι όσοι τον γνώρισαν.