To ψαροχώρι Σίγρι, γνωστό για το απολιθωμένο δάσος που ανήκει στο παγκόσμιο δίκτυο γεωπάρκων της Unesco, βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού της Λέσβου. Το όνομά του προέρχεται από την τοποθεσία του και την ιταλική λέξη siguro (Σιγούριον – Σίγριον – Σίγρι) που σημαίνει ασφαλές, δηλαδή ασφαλές λιμάνι από τις συνεχόμενες επιδρομές των πειρατών. Διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Λέσβου και ο πληθυσμός του στην απογραφή του 2011 ήταν 333 κάτοικοι.
Η πρώτη αναφορά στο Σίγρι γίνεται από τον Στράβωνα (65 π.Χ. – 23 μ.Χ.) που το αναφέρει με αυτή την ονομασία για να δώσει τα όρια του Ελλησπόντου, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρονική περίοδο κατά την οποία δημιουργήθηκε ο οικισμός. Κάποια διάσπαρτα ερείπια στην ευρύτερη περιοχή μαρτυρούν ότι κατοικούνταν από τα αρχαία χρόνια.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το 1757, ο Σουλεϊμάν πασάς, αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου κατασκεύασε στο Σίγρι κάστρο, προκειμένου να προστατευθεί η περιοχή από τις πειρατικές επιδρομές και να διασφαλιστεί η ομαλή διακίνηση των εμπορευμάτων. Την ίδια εποχή δημιουργήθηκαν τζαμί, σχολείο, λουτρό, ένα μεγάλο υδραγωγείο και κρήνες. Στα 1777 είχε εγκατασταθεί στο κάστρο ένας λόχος τυφεκιοφόρων και πυροβολητών, ενώ στα 1789 διέθετε φρουρά 100 ανδρών και 200 κανόνια. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, οι πρώτοι κάτοικοι του Σιγρίου ήταν Τούρκοι πρώην έγκλειστοι στη φυλακή του φρουρίου, οι οποίοι μετά την αποφυλάκισή τους αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί με τις οικογένειές τους. Έλληνες εγκαταστάθηκαν μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού οι καταπιεστικές πρακτικές των γενιτσάρων λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην εγκατάσταση χριστιανικών πληθυσμών.
Μετά την απελευθέρωση του νησιού, το 1912, το κάστρο πέρασε στα χέρια των συμμάχων και χρησιμοποιήθηκε ως βάση ανεφοδιασμού και ορμητήριο της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σίγρι και εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Τένεδο, τα νησιά της Προποντίδας, την Κωνσταντινούπολη, την περιοχή της Σμύρνης και από άλλα μέρη της Μικράς Ασίας.
Οι κάτοικοι του Σιγρίου ασχολούνται με την αλιεία, τη ναυτιλία, την κτηνοτροφία και τον τουρισμό, καθώς το απολιθωμένο δάσος και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας είναι πόλος έλξης για τους επισκέπτες του νησιού. Το απολιθωμένο δάσος δημιουργήθηκε πριν από 15-10 εκατομμύρια χρόνια, έχει έκταση 150.000 στρέμματα και περιλαμβάνει εκατοντάδες κορμούς κωνοφόρων δένδρων και άλλων.
Αξιοθέατο του χωριού είναι, επίσης, το κάστρο που σώζεται από τον 18ο αιώνα, το παλιό τζαμί που από το 1923 λειτουργεί ως εκκλησία, τα ερείπια της δεξαμενής και του χαμάμ.
Η ομορφιά του Σιγρίου αποτυπώνεται στο σχόλιο του τιμημένου με Νόμπελ λογοτεχνίας Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος επισκεπτόμενος το Σίγρι τον Ιούνιο του 1959, έγραψε: «Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ. Είναι ο τόπος των θεών!».