Το Ρέθυμνο «είναι μια μικρή πολιτεία, κτισμένη γιαλό-γιαλό στη Βορινή στεριά της Κρήτης, απάνω στο μεσοστράτι από Χανιά σε Μεγαλόκαστρο». Έτσι περιγράφει τη θέση που βρίσκεται η αρχοντική πολιτεία, ο Παντελής Πρεβελάκης, γνήσιο τέκνο της. στο «Χρονικό μιας πολιτείας».
Ρίθυμνα ήταν το αρχαίο όνομα της πόλης, τοπωνύμιο που είναι γνωστό από τον 4ο π.χ. αιώνα. Σε νομίσματα και επιγραφές που ανάγονται στον 4ο-3ο π.Χ. αιώνα συναντάμε για πρώτη φορά αυτό το όνομα. Ακολουθούν οι εννέα επιγραφές του 4ου, 3ου και 2ου π.Χ αιώνα, που αναδημοσίευσε ο Κ. Καλοκύρης και πιστοποιούν την ύπαρξη της πόλης αυτή την περίοδο καθώς και η αναφορά του εθνικού «Ρειθυμνιά-της» στο ποίημα «Αλεξάνδρα» του ποιητή Λυκόφρονα που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ.
Από τους συγγραφείς πρώτος ο Πλίνιος, του 1ου μ.Χ. αιώνα, στο κατάλογο των πόλεων της Κρήτης. Ο Έλληνας γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος, του 2ου αιώνα μ.Χ. ξέρει την πόλη και την ονομάζει με τον ίδιο τρόπο. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Αιλιανός, την αναφέρει: Ρίθυμνη η Κρητική. Ο Στέφανος Βυζάντιος στα «Εθνικά» (5ο αιώνα μ.Χ.) ονομάζει την πόλη Ριθυμνία και τον κάτοικο αυτής Ρι-θυμνιάτη ή Ριθύμνιο. Τον 12ο αιώνα ο Ισ. Τζέτζης σχολιάζοντας τους στίχους του Λυκόφρονα σημειώνει «Ρείθυμνα, πόλις Κρήτης». Κατά την Τουρκοκρατία το όνομα ακουγόταν όπως και στην Ενετοκρατία: το Ρέθεμνος, το Ρέθεμνο, το Ρέθυμνος. Η λόγια όμως τάση θέλει την απομάκρυνση του λαϊκού ουδέτερου και δέχεται το θηλυκό και γι’ αυτό ο επίσημος τύπος είναι Ρεθύμνη. Η πόλη σήμερα επίσημα ονομάζεται Ρέ-θυμνον, η γενική όμως των τύπων Ρέθυμνα και Ρεθύμνη επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας και γι’ αυτό ο δήμος, όπως και ο νομός λέγονται Ρεθύμνης.
Η ετυμολόγηση του αρχαίου τοπωνυμίου Ρίθυμνα παρουσιάζει δυσκολίες. Ο τύπος είναι προελληνικός και έχει την καταγωγή του από τα καρικά, λυδικά ή και ετρουσκικά ονόματα με την ίδια κατάληξη -μνα, -μνος. Αυτή η κατάληξη κατατάσσει το όνομα στα άγνωστης σημασίας. Αποκρούει την αναγωγή του ονόματος σε προϊονδοευρωπαϊκή εποχή και υποστηρίζει ότι η ετυμολόγηση του από την ελληνική γλώσσα είναι σαφής. Συσχετίζει το όνομα με τις λέξεις Ρείθρου+ύδωρ, ένας χαρακτηρισμός που επιβεβαιώνει την τοποθέτηση της αρχαίας Ρίθυμνας στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου. Ο Κ. Καλοκύρης θεωρεί την παραπάνω άποψη τελείως αυθαίρετη.
Η ύπαρξη της Ρίθυμνας από την προελληνική περίοδο βεβαιώνεται από ένα λαξευτό τάφο της Γ’ υστερομινωικής περιόδου (ΥΜ III. φάση 1350-1250 π.Χ.) που βρέθηκε γεμάτος κτερίσματα στο προάστιο Μασταμπάς του Ρεθύμνου το 1947. Η ανακάλυψη του τάφου πιθανότατα δείχνει την ύπαρξη νεκροταφείου και κατ’ επέκταση φανερώνει ότι κοντά του υπήρχε συνοικισμός ή μικρή πόλη στα υστερομινωικό χρόνια. Ο τάφος περιείχε μεγάλο κρατήρα, τρεις αμφορείς, μεγάλο κύλικα και διάφορα άλλα τεμάχια αγγείων. Όλα αυτά τα ευρήματα είναι τοποθετημένα στο Μουσείο του Ρεθύμνου.
Γύρω οτο 1100 π.Χ. έγινε η κάθοδος των Δωριέων και η πόλη φαίνεται ότι καταστράφηκε. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Όμηρος δεν την αναφέρει γιατί εκείνη την εποχή η πόλη ήταν άσημη (ο Όμηρος δεν αναφέρει όλες τις πόλεις και μάλιστα αυτές που ήσαν ασήμαντες) ή δεν είχε ξανακτιστεί μετά την αναστάτωση που έφεραν οι Δωριείς. Σίγουρο όμως είναι ότι υπήρχε και ότι ήταν μια από τις ενενήντα πόλεις της Κρήτης. Είναι αδύνατο η πόλη να γεννήθηκε αυτόματα τον 4ο-3ο αιώνα, οπότε έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες και μάλιστα να αυτονομήθηκε όπως δείχνουν τα δικά της νομίσματα.
Μετά τον Τρωικό πόλεμο, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, η Κρήτη ερημώθηκε από την πείνα και τις αρρώστιες. Το Ρέθυμνο δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Σπουδαίο ρόλο στην καταστροφή των ερειπίων της αρχαίας Ρίθυμνας θα έπαιξαν οι διάφοροι κατακτητές όπως και τα στοιχεία της φύσης. Έτσι τα μόνα ευρήματα που έχουν βρεθεί είναι μερικές τερρακότες και μερικά ανθρωπόμορφα ευρήματα τα οποία έφεραν στο φως Γερμανοί στρατιώτες στα οχυρωματικά έργα που έκαμαν γύρω από το λόφο Εβλιγιάς.
Τα σπουδαιότερα πειστήρια για την ύπαρξη της πόλης από τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι τα νομίσματα της. Είναι αργυρά και χάλκινα. Στη μία όψη έχουν το κεφάλι του Απόλλωνα ή της Αθηνάς και στην άλλη θαλασσινά σύμβολα: μια τρίαινα ή δύο δελφίνια. Στα νομίσματα αυτά το όνομα της πόλης συναντάται με τα αρχικά ΡΙ, ΡΙΘν, Ρ και στη μέση δελφίνι και έπειτα I. Προστάτες – θεοί της πόλης πρέπει να ήταν ο Απόλλωνας και η Αθηνά και η Ρίθυμνα της αρχαιότητας θα πρέπει να ήταν ναυτικό κράτος, γεγονός που αποδεικνύεται από την παρουσία της τρίαινας και των δελφινιών.
Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα μαρτυρείται πάλι η Ρίθυμνα από μια σημαντικότατη Δελφική επιγραφή, που τεκμηριώνει το δεσμό κοινής λατρείας με το Μαντείο.
Ο Ρωμαίος σοφιστής Κλαύδιος Αυλιανός, παρότι η κριτική δεν τον θεωρεί αξιόπιστο συγγραφέα, λόγω των υπερβολών και του «απίστευτου» που χαρακτηρίζει το έργο του, παραθέτει μια σειρά στοιχείων τα οποία δεν μπορούν, τουλάχιστον όλα, να θεωρηθούν ανυπόστατα. Πρώτα απ’ όλα κάνει μνεία της Ριθύμνης κατά την τρίτη εκατονταετηρίδα μ.Χ. Όχι σαν πόλη αλλά σαν κώμη, στης οποίας τα παράλια ζούσε ένας σοφός Κρητικός ψαράς που από τα εντόσθια ενός ιππόκαμπου είχε βγάλει ένα φάρμακο που θεράπευε τους λυσσασμένους. Νεαροί ψαράδες που δαγκώθηκαν από λυσσασμένο σκυλί είχαν έρθει στην πόλη και ζητούσαν
ένα φάρμακο. Κάποιοι τους υπόδειξαν να σφάξουν ένα σκύλο και να φάνε το συκώτι του. Συγχρόνως πήγαν στο ναό της Ροκκαίας Αρτέμιδος να την παρακαλέσουν να τους βοηθήσει. Ο γερο -ψαράς αφού επαίνεψε τους συμθουλάτορες των νέων έβγαλε τα εντόσθια από όσους ιππόκαμπους είχε πιάσει κείνη τη μέρα και αφού τα καθάρισε, τα έψησε λίγο στα κάρβουνα, τα κοπάνησε και αφού τα ανακάτεψε με ξύδι και μέλι τα έβαλε πάνω στις δαγκωματιές, έτσι γιάτρεψε τους νέους που δεν φοβόντουσαν πια το νερό. (Οι λυσσασμένοι δεν μπορούν να ακούσουν τον ήχο νερού που τρέχει).
Ο Καλοκύρης με βάση αυτό το χωρίο υποστηρίζει ότι η ανακάλυψη του απλοϊκού ψαρά δείχνει ότι οι κάτοικοι της «Ριθύμνης της Κρητικής» είχαν ικανό μυαλό, ήταν έξυπνοι και φιλομαθείς. Ο γέρος ψαράς σέβεται τη συλλογική παράδοση και πίστη αλλά επιθυμεί μια ελεύθερη, προσωπική έρευνα.
Από τη διήγηση του συγγραφέα προκύπτει ότι εκείνη την εποχή υπήρχε στη Ρίθυμνα ναός, της λεγόμενης Ροκκαίας Αρτέμιδος, πράγμα πολύ φυσικό γιατί η αδελφή του Απόλλωνα λατρευτόταν στην Κρήτη και ειδικά στις παραλιακές πόλεις της.
Ο Αιλιανός μας πληροφορεί ότι η θέση του ναού ήταν κοντά σε ένα τόπο της Κρήτης στον οποίο υπήρχε επιδημία λύσσας και ότι «εκ της άκρας» του τόπου αυτού ρίχνονταν τα λυσσασμένα σκυλιά στη θάλασσα. Επομένως πάνω στην άκρη της πόλης υπήρχε ο ναός. Έτσι υποστηρίζεται ότι στη θέση της βενετσιάνικης Φορτέτζας, στην «ακρόπολη» του Ρεθύμνου, ήταν ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδος, προστάτιδας των λυσσασμένων. Από μαρτυρίες Ενετικών εγγράφων μαθαίνουμε ότι ο λόφος πάνω στον οποίο κτίστηκε το βενετσιάνικο φρούριο, το 16ο αιώνα, ονομαζόταν Παλαιόκαστρο. Η Ιωάννα Στεργιώτου υποστηρίζει ότι η ονομασία αυτή πιθανότατα αφορά την ακρόπολη της αρχαίας Ριθύμνης.
Στη συνέχεια η Κρήτη κατακτήθηκε από το Μέτελλο, το 69 π.Χ. και η Ρίθυμνα ακολούθησε τη μοίρα των άλλων πόλεων που καταστράφηκαν. Η ρωμαϊκή περίοδος αρχίζει το 69 και τελειώνει το 395 μ.Χ., όταν μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους η Κρήτη περιήλθε στο ανατολικό τμήμα και ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε στο νησί.
Η α’ βυζαντινή περίοδος αρχίζει το 395 μ.Χ. και διαρκεί μέχρι το 823 που έρχονται στην Κρήτη οι Σαρακηνοί. Για όλο το διάστημα αυτής της περιόδου δεν έχουμε καμιά συγκεκριμένη πληροφορία για το Ρέθυμνο. Στο έργο «Συνέκδημος». του Ιεροκλέους. που αποτελεί ένα στατιστικό εγχειρίδιο του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, δεν αναφέρεται η πόλη. Επίσης στους καταλόγους των επισκοπών δεν αναφέρεται σαν έδρα επισκοπής ακόμα και κατά τη διάρκεια της β’ βυζαντινής περιόδου οπότε κατά πάσα πιθανότητα θα υπαγόταν στην Επισκοπή Καλαμώνος. Έτσι συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το Ρέθυμνο υπήρχε και στη δεύτερη βυζαντινή περίοδο, ήταν όμως ένας μικρός οικισμός χωρίς ιδιαίτερη σπουδαιότητα.
Ο Νικηφόρος Φωκάς εγκατάστησε στην Κρήτη βυζαντινούς ευγενείς για να ενισχύσει την ελληνική κοινωνία του νησιού. Οι περισσότεροι εγκαταστήθηκαν στην περιφέρεια του Ρεθύμνου και μέχρι τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας στο νησί επηρέαζαν την κοινωνική ζωή της πόλης. Ο χώρος που είχε κτιστεί η Ρίθυμνα δεν είχε μεγάλη παραγωγή και η οικονομική και εμπορική κίνηση ήταν περιορισμένη σε σχέση με άλλες πόλεις της Κρήτης. Αυτό όμως δεν εμπόδισετηνπόλη να παίξει σπουδαίο πνευματικό ρόλο και τα τέκνα της να πρωταγωνιστήσουν στην Αναγεννησιακή κίνηση.
Τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας των Ενετών στο νησί αυτοί όχι μόνο δεν πρόλαβαν να οχυρώσουν οι ίδιοι το Ρέθυμνο αλλά ούτε μπόρεσαν να οργανώσουν την εγκατάσταση τους εδώ. Το συμπέρασμα αυτό είναι βασισμένο πάνω στο γεγονός της επανάστασης των Κρητικών του Μυλοποτάμου. Ο τότε δούκας Παύλος συγκέντρωσε στρατό και τον έστειλε εναντίον των επαναστατών, που όμως αντεπιτέθηκαν με αρχηγούς τον Κωνσταντίνο Σεβαστό και το Θεόδωρο Μελισσηνό και έτρεψαν σε φυγή τους Ενετούς που κατέφυγαν στο Χάνδακα, επειδή η πόλη του Ρεθύμνου δεν είχε ακόμα οχυρωθεί.
Η πρώτη διοικητική διαίρεση της Κρήτης στα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας έγινε με βάση τη διαίρεση σε έξι συνοικίες της πόλης της Βενετίας. Έτσι η Κρήτη χωρίστηκε σε έξι διαμερίσματα ή εξαρχίες. Σ’ αυτό το πρώτο χωρισμό δεν υπήρχε διαμέρισμα Ρεθύμνου. Από το 14ο αιώνα έγινε νέα διοικητική οργάνωση και το νησί χωρίστηκε σε τέσσερις επαρχίες.Στην πόλη του Ρεθύμνου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Το 1583 είχε 213 ευγενείς Κρητικούς και 84 μόνο Ενετούς. Στο Ρέθυμνο είχε την έδρα του ο Ενετός Ρέκτορας και δύο σύμβουλοι, ένας διοικητής του μισθοφορικού στρατού, τρεις δικαστές και άλλοι αξιωματούχοι.
Μετά το 1453 ο κίνδυνος της αποβίβασης των Τούρκων στη μεγαλόνησο ανάγκασε τους Βενετούς να φροντίσουν για την καλύτερη και ασφαλέστερη οχύρωση της κτήσης τους. Δημιούργησαν τότε ένα νέο σύστημα οχύρωσης με προμαχώνες που ονομάζεται στην ιταλική ΡΓΟΠΙΘ ΒβδίίπβΙο. Στο χρονικό διάστημα 1538-40 ο ΜΊσήβΙβ δβπν πιίοπβΙΙί έκανε την πρόταση για την κατασκευή του οχυρού περιβόλου που θα περι-λάμβανε από το νότο τα προάστια της πόλης που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται από το 14ο αιώνα και θα επεκτεινόταν σε όλη τη χερσόνησο. Οι εργασίες όμως ακολουθούσαν πολύ αργό ρυθμό, είτε από έλλειψη χρημάτων είτε γιατί τα σχέδια παρουσίαζαν δυσκολίες στην εφαρμογή τους.
Η πρώτη γνωστή απεικόνιση του νέου οχυρού περιβόλου, βρίσκεται σε σχέδιο του 1559. Το τείχος ξεκινά από τ’ ανατολικά από την «Σαμπιονάρα». σχηματίζει στην αρχή τον προμαχώνα της Αγίας Βαρβάρας και συνεχίζοντας σαν μια ευθεία γραμμή σχηματίζει τον προμαχώνα της 51. νβπβΓ3πά3. Στη δυτική ακτή της χερσονήσου, εκεί που βρισκόταν ο προμαχώνας του ΟβΙθΓαϊ, το τείχος στρεφόταν προς το Βορρά και κατέληγε σε ένα μικρό ανώνυμο προμαχώνα, αφού επεκτεινόταν κατά μήκος της ακτής, ακριβώς στη βάση του λόφου.
Οι πύλες που υπάρχουν στο τείχος είναι τρεις: η Πύλη της Άμμου , ανατολικά του προμαχώνα της Αγίας Βαρβάρας.
Λίγο πριν από το καλοκαίρι του 1571 και την καταστροφή της πόλης από τον Ουλούτζαλή το τείχος είχε τη μορφή που παρουσιάζει το σχεδιάγραμμα του 1559. Η μόνη αλλαγή ήταν η μετατόπιση της πύλης που βρισκόταν δυτικό του προμαχώνα της 51.Στα ανατολικά του ίδιου προμαχώνα. Από το όνομα του Ρέκτορα πήρε το δικό της όνομα. Είναι γνωστή με το όνομα Μεγάλη Πόρτα και σώζεται μέχρι τις μέρες μας απέναντι στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων.
Η πιο πλούσια στατιστική που έχει γίνει για την ενετοκρατούμενη Κρήτη είναι η «Περιγραφή της Κρήτης» του «Καστροφύλακα» που χρονολογείται στο 1583. Εδώ γίνεται λόγος για κατασκευές και κτίρια που συναντιώνται για πρώτη φορά. Στα τελευταία χρόνια του 16ο αιώνα κτίστηκαν μέσα στα οχυρωματικά έργα του περιβόλου της πόλης καταλύματα για τη στέγαση του ελαφρού ιππικού της Βενετικής Δημοκρατίας.
Οι κάτοικοι της πόλης με αντιπροσωπείες και υπομνήματα ζητούσαν από τη Βενετία την κατασκευή ενός φρουρίου για την προφύλαξη τους. Έτσι. μετά το 1571, όλη η φροντίδα της Βενετίας και των ντόπιων διοχετεύτηκε στην κατασκευή της Φορτέτζας πάνω στο λόφο του Παλαιόκαοτρου. Το παλιότερο σχέδιο που αναφέρεται στη Φορτέτζα .
Οι εργασίες ξεκίνησαν σύμφωνα με τα σχέδια του μηχανικού. Η Φορτέτζα πρέπει να είχε σχήμα πολυγωνικό, αρκετά επίμηκες από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Στη νοτιονατολική γωνία υπολογίστηκε να κατασκευαστεί ο προμαχώνας (μετά Αγίου Παύλου) και στη νοτιοδυτική εκείνος του Αγίου Λουκά . Μεταξύ τους θα κατασκευαζόταν ο προμαχώνας του Αγίου Ηλία. Το κεντρικό τμήμα της ανατολικής πλευράς θα καταλάμβανε ο προμαχώνας 5. 53ΐν3ΐ0Γθ (μετά Αγίου Νικολάου). Στον υπόλοιπο περίβολο έπρεπε να γίνουν γωνιακά μεσοπύργια μεταξύ των οποίων υπήρχαν, στη βορειανατολική γωνία η «αιχμή» του Αγίου Σώζοντα (μετά Αγίου Θεοδώρου), δυτικά αυτής η αιχμή της Αγίας Ιουστίνης και στο δυτικό τμήμα η αιχμή του Αγίου Πνεύματος. Στη συνέχεια προέκυψαν αλλεπάλληλες αλλαγές στα σχέδια, διαφωνίες των ντόπιων στην πρόταση των Βενετών για κατεδάφιση όσων σπιτιών βρίσκονταν κοντά στο φρούριο και δημιουργία μιας πλατείας. Οι εργασίες συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι του 1577 είχαν περιτειχιστεί όλες οι πλευρές, εκτός από κείνη που ήταν προς τη θάλασσα και η οποία τελικά συμπληρώθηκε το 1578.
Αρχικός σκοπός της κατασκευής της Φορτέτζας ήταν να περιλάβει στο εσωτερικό της και τις κατοικίες του λαού της πόλης. Το 1581 ελάχιστοι ανέβηκαν εδώ και έκτισαν σπίτια. Οι Ρεθυμνιώτες δεν ήθελαν να κατοικήσουν εδώ, είπε, γιατί ο δρόμος ήταν ανηφορικός και το λιμάνι μακριά. Επίσης γιατί θεωρούσαν επικίνδυνο το γεγονός να μένουν γυναίκες στο ίδιο χώρο με τους στρατιώτες.
Το 1580 άρχισε η επιχωμάτωση και στη συνέχεια η ανέγερση όσων κτιρίων είχαν προγραμματιστεί. Στο κέντρο έγινε η πλατεία του φρουρίου και δυτικά της το κτιριακό συγκρότημα η κατοικία του Ρέκτορα. Επίσης μέχρι το 1583 είχαν κατασκευαστεί αποθήκες και δεξαμενές, οι κατοικίες των συμβούλων και ο καθεδρικός ναός. Για την κατασκευή του φρουρίου δαπανήθηκαν σημαντικά ποσά και πολλοί ντόπιοι δούλεψαν σε αγγαρείες.
Την άνοιξη του 1645, οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στα δυτικά παράλια της Κρήτης και πολιόρκησαν τα Χανιά. Το Νοέμβρη του 1646 κατέλαβαν το Ρέθυμνο.
Σήμερα δεσπόζει σ’ ολόκληρη την πολιτεία θεμελιωμένο πάνω σε ύψωμα το οχυρό που έκτισαν οι Βενετοί που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη που ανεβαίνει τον ανηφορικό δρόμο για να φτάσει στην είσοδο του. Ο περίβολος της Φορτέτζας διατηρείται σχεδόν ακέραιος μέχρι τις ημέρες μας. Μέσα σ’ αυτόν σώζονται φρεάτια που πρέπει να αντιστοιχούν σε δεξαμενές της περιόδου της Ενετοκρατίας. Τότε η προμήθεια του νερού γινόταν από τα νερά της βροχής τα οποία συγκεντρώνονταν μέσα σε δεξαμενές.
Η κύρια είσοδος στη Φορτέζα γίνεται από την πύλη μεταξύ των προμαχώνων του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Παύλου. Αποτελείται από μια στοά που διαπερνά όλο το πλάτος των επιχωματώσεων του τείχους σε εκείνο το σημείο. Η κάλυψη της στοάς γίνεται από ένα ημικυκλικό θόλο.
Η εξωτερική της πλευρά είναι κτισμένη με την ορθογωνική πέτρα που χρησιμοποιήθηκε για όλο το εξωτερικό τείχος του φρουρίου.
Απέναντι ακριβώς από το χώρο που πρέπει να βρισκόταν το συγκρότημα της κατοικίας του Ρέκτορα ορθώνεται σήμερα ένα μουσουλμανικό τζαμί. Είναι γνωστό με τουρκικό όνομα και πιστεύεται ότι κτίστηκε πάνω στα ερείπια του καθεδρικού ναού του .Είναι ένας μεγάλος, σχεδόν τετράγωνος χώρος, που στεγάζεται με ένα υπερμεγέθη ημισφαιρικό τρούλλο.
Περπατώντας κανείς στους δρόμους της πόλης του Ρεθύμνου διαπιστώνει ότι ακόμα και σήμερα έχει διατηρηθεί κάποιος βενετσιάνικος χαρακτήρας που οφείλεται στα κτίρια που έχουν σωθεί καθώς και στα βενετικά σοκάκια της πόλης.
Σήμερα είναι σχεδόν βέβαιο ότι η βενετσιάνικη λέσχη, που από τα τέλη του 16ου αιώνα στόλιζε την ορθογωνική πλατεία που είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με το πρότυπο της πλατείας της Βενετίας, είχε ελεύθερες και ορατές τις τρεις πλευρές της ενώ η τέταρτη κλεινόταν από ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο που βρίσκονταν από πίσω.
Και οι τρεις όψεις του μνημείου είναι όμοιες. Τις συγκροτούν τρία ίσα μεταξύ τους ημικυκλικά τόξα που είναι τοποθετημένα πάνω σε τετραγωνικούς πεσσούς. Το κτίριο είχε συνολικά τρεις εισόδους και έξι παράθυρα. Η Λότζα του Ρεθύμνου δεν είχε βέβαια τη μεγαλοπρέπεια εκείνης του Χάνδακα, αλλά κατόρθωνε να εντυπωσιάζει με την ηρεμία και τη στερεότητα της.
Δεν είναι σίγουρο το γεγονός ότι δημιουργός του μνημείου είναι ο μεγάλος αρχιτέκτονας της Ιταλίας. Το κτίριο όμως δεν παύει να φέρει τα ίχνη μιας διάχυτης και βαθιάς επίδρασης της αρχιτεκτονικής ιδιοφυίας του . Στην Τουρκοκρατία ήταν τζαμί και οτο πίσω μέρος του κτιρίου φαίνεται η βάση του μιναρέ. Απέναντι από τη Λότζα υπήρχε ένα άλλο ενδιαφέρον βενετσιάνικο μνημείο, ένα πραγματικό κόσμημα της πόλης: το ρολόι που ήταν κτισμένο πάνω σε ένα τετράγωνο ψηλό πύργο. Ήταν διακοσμημένο από όλες τις πλευρές και ο δίσκος του είχε παραστάσεις από το ζωδιακό κύκλο.
Σήμερα σώζεται ένα χαρακτηριστικό μνημείο από τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Το νερό έτρεχε από τα στόματα τριών λιονταριών και στο κέντρο της έχει το στέμμα του ιδρυτή της. Σήμερα σώζονται τρεις κολόνες και το νερό που τρέχει είναι ελάχιστο.
Σε αντικατάσταση της βενετσιάνικης πλατείας του Ρεθύμνου, που ίσως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της τουρκικής επικράτησης θα αρχίσει να μεταβάλεται σε ένα κοινό δρόμο, ο καινούργιος κατακτητής θα ενδιαφερθεί για την κατασκευή μιας άλλης πλατείας στο εσωτερικό της πόλης. Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ένας πλάτανος που θεριεύε από τα νερά της κρήνης Ρίπιοπάϊ θα γίνει η αφορμή να μετονομασθεί η πλατεία. Ο ίδιος θα συνδεθεί με τις πιο αποτρόπαιες πράξεις των Τούρκων δυναστών. Εδώ μαρτύρησε στα 1822 ο επίσκοπος Γεράσιμος Κοντογιαννάκης.
Η πλατεία άρχιζε από την κρήνη και κατέληγε στο μεγαλύτερο τζαμί του Ρεθύμνου, γνωστό σαν τζαμί του Γαζή (νικητή) Χουσεΐν Πασά ή τζαμί Νερατζέ. Μετά την αναχώρηση των Τούρκων από το Ρέθυμνο στα 1924 μετά τη συνθήκη της Λωζάνης και τις σχετικές συμφωνίες Βενιζέλου-Ατατούρκ, το τζαμί χρησιμοποιείται για ωδείο και ακούγεται με το όνομα Ωδείο. Στις μέρες μας εδώ γίνονται γιορταστικές εκδηλώσεις, διαλέξεις και δίνονται συναυλίες. Στη θέση του τζαμιού προϋπήρχε ένα μοναστήρι των καθολικών του Ρεθύμνου με εκκλησία, αυλή και κελιά μοναχών. Πιστεύεται ότι το μοναστήρι αυτό ήταν της δ3Πΐ3 Μ3Π3 που ανήκε στο τάγμα των Αυγουστιανών και πρέπει να υπήρχε το 15ο αιώνα.
Στα 1571 η πόλη του Ρεθύμνου λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε από τον τουρκικό στόλο. Μετά την τούρκικη επιδρομή πρέπει να έγιναν οι απαραίτητες ανακαινίσεις και στο μοναστήρι της δ3πΐ3 Μ3Π3. Το άριστα διατηρημένο θύρωμα της εισόδου αποτελεί χαρακτηριτικό δείγμα αναγεννησιακής τέχνης και κατά πάσα πιθανότητα χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Αφετηρία και σημείο αναφοράς για την κατασκευή της πρέπει να ήταν ένα ευρύτατα διαδεδομένο δοκίμιο αποτελούμενο από 7 βιβλία του αρχιτέκτονα δβθ35ΐί3ηο δβπίο.
Το 1824 οι Τούρκοι αποκεφάλισαν έξω από τη Μεγάλη Πόρτα τους νεομάρτυρες Μανουήλ, Νικόλαο, Γεώργιο και Αγγελή Ρετζέπη από το χωριό Μέλαμπες. Στη μνήμη τους κτίστηκε σ’ αυτή τη θέση η πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων με την ομώνυμη εκκλησία. Εορτάζονται στις 28 Οκτωβρίου.
Έξω από το παλιό βενετσιάνικο τείχος ήταν τα τουρκικά νεκροταφεία, κατά μήκος της σημερινής λεωφόρου Κουντουριώτη. Στη θέση αυτή ο δήμαρχος Πετυχάκης έκανε ένα ωραίο κήπο μέσα στον οποίο κάθε καλοκαίρι γίνεται η γιορτή του κρασιού.
Ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου, στη σημερινή οδό Εθνικής Αντίστασης, διατηρείται και χρησιμοποιείται σαν αίθουσα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Ήταν λατινικό μοναστήρι που ανήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών και η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Φραγκίσκο, ένα άγιο που ακόμα και οι ορθόδοξοι της Κρήτης τιμούσαν πολύ. Την περίοδο της Ενετοκρατίας το Ρέθυμνο είχε γύρω στις 8 λατινικές και 36 ορθόδοξες εκκλησίες. Οι περισσότερες την περίοδο της Τουρκοκρατίας μεταβλήθηκαν σε τζαμιά.
Άλλο κόσμημα της πόλης είναι το παλιό λιμάνι με τον τούρκικο φάρο. Το λιμάνι του Ρεθύμνου εκτός από το ότι ήταν πολύ μικρό είχε πάντοτε ελλείψεις που ποτέ δεν μπόρεσαν να καλυφθούν ώστε να λειτουργεί σωστά. Η βενετική γερουσία δεν χορήγησε την απαιτούμενη οικονομική βοήθεια για να καλυφθούν οι ανάγκες του λιμανιού και έτσι αυτό παραμελήθηκε. Έτσι η τρίτη σε σπουδαιότητα πολιτεία του «Βασιλείου της Κρήτης» δεν απόκτησε ποτέ ένα μεγάλο λιμάνι αντάξιο εκείνων των Χανίων και τον Χάνδακα.
Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το 1850 ο αξιωματικός του ναυτικού 6. ννΊΙκίηεοη κατασκευάζει ένα χάρτη της πόλης και έναν με το εσωτερικό του λιμανιού. Η απεικόνιση θυμίζει τη σημερινή εικόνα του λιμανιού. Από τα χρόνια της Ενετοκρατίας ήταν ικανό να δεχτεί μόνο μικρά πλοία, πράγμα που συμβαίνει και σήμερα. Στο αριστερό μέρος βρίσκεται ο χαμηλός λιμενοβραχίονας με το φάρο που κατασκεύασαν οι Τούρκοι και από την άλλη τα σπίτια που βλέπουν προς το λιμάνι. Μερικά από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα με τους δύο ή τρεις ορόφους και τους ελάχιστους εξώστες δίνοντας στο βενετσιάνικο λιμάνι της πόλης κάτι από την παλιά του ατμόσφαιρα. Απέναντι στο μεγάλο μώλο διακρίνουμε το παλιό τείχος που σταματούσε την ορμή των κυμάτων.
Το Ρέθυμνο αποτελεί ζωντανό μουσείο μνημείων των τελευταίων χρόνων με τη Φορτέτζα, τους μιναρέδες των τζαμιών Νερατζέ, Μεγάλης πόρτας και Μασταμπά. με τις μεσαιωνικές οικοδομές του. Όπως αναφέρθηκε όμως, αρχικά, στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου, υπήρχε η αρχαία Ρίθυμνα. Τεκμήρια της ύπαρξης της βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο. Εδώ έχουν συγκεντρωθεί όλα τα αρχαία αντικείμενα που έχουν βρεθεί οτο νομό. Σε ξεχωριστή προθήκη είναι τοποθετημένες οι μινωικές αρχαιότητες που βρέθηκαν στο Μασταμπά.
Ακόμα εδώ βρίσκονται: ένα χάλκινο αγαλματίδιο πεπλοφόρου γυναίκας του 480 π.Χ., μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο Νυμφών ρωμαϊκής εποχής και μια σπουδαιότατη νομισματική συλλογή. Επίσης μια σειρά χάλκινων αρχαίων αντικειμένων.
Προτού κλείσουμε την αναφορά μας για το Ρέθυμνο πρέπει να σταθούμε οτο σπουδαίο πνευματικό ρόλο που έπαιξε κυρίως την εποχή της Ενετοκρατίας.
Πρωτεργάτες της Ουμανιστικής κίνησης στην Ευρώπη είναι πολλοί Κρητικοί διανοούμενοι και ιδιαίτερα Ρεθυμνιώτες, που με τη γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με τις εκδόσεις βιβλίων αρχαίων συγγραφέων, με τη διδασκαλία τους στα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια συντέλεσαν στην πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη.
Σπουδαία φυσιογνωμία ήταν ο Ρεθύμνιος Μάρκος Μουσούρος, καθηγητής στα πανεπιστήμια της Ρώμης, Πάδοβας και Βενετίας. Ο ίδιος εξέδωσε αριστουργηματικές εκδόσεις των αρχαίων συγγραφέων . Στενές ήταν οι σχέσεις του μεγάλου Κρητικού με τον Έρασμο. Ο ιδρυτής του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου στη Βενετία, το 1493, ήταν Ρεθυμνιώτης και ονομαζόταν Ζαχαρίας Καλλέργης. Συνεργάτης ή συνεταίρος του ήταν ο επίσης Ρεθυμνιώτης Νικόλαος Βλαστός. Αλλά και μέσα στην Κρήτη οι Ρεθύμνιοι είχαν διακριθεί στις
τέχνες και στα γράμματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα του αγιογράφου Εμμανουήλ Τζάνε, των αγιογράφων Λαμπάρδων και των γλυπτών Φραμπενέτων
Από πηγές επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σχολείων στο Ρέθυμνο όπου διδάσκονταν μαθηματικά, λογική, φιλοσοφία κ.λ.π. Εκείνα τα χρόνια παρουσιάστηκαν τα θεατρικά έργα του Γεωργίου Χορτάτζη «Ερωφίλη», «Πανώρια» κ.λ.π. Το Ρέθυμνο έχει προσφέρει διαπρεπείς άνδρες τόσο τα παλιότερα χρόνια όσο και στους καιρούς μας.
Το 1561 Ρεθύμνιοι συγγραφείς, ιστορικοί και ποιητές ίδρυσαν την Ακαδημία των νινί (Ζωντανών. Ασυμβίβαστων) που είναι η πρώτη που ιδρύθηκε έξω από την Ιταλία. ΣΤΟ Ρέθυμνο ακόμα και στους αιώνες που το κατείχαν οι Τούρκοι, οι Χριστιανοί είχαν αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα στη διατήρηση και στην ανάπτυξη της παιδείας. Πλήθος είναι τα ονόματα των πνευματικών ανθρώπων που μπορούν να αναφερθούν. Αλλά και από τους νεότερους υπάρχουν παρά πολλοί που με την ενασχόληση τους, ιδιαίτερα με τα γράμματα και τις τέχνες, βεβαιώνουν πως το Ρέθυμνο εξακολουθεί να έχει πνευματικούς ανθρώπους άξιους των παλιών.
Αξιόλογο ήταν το έργο της Κρητικής Αναγέννησης και στην Αρχιτεκτονική. Τα μνημεία της έρχονται να συνδέσουν την ελληνική με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και γίνονται τεκμήρια που μας υπενθυμίζουν ότι στο νησί του Μίνωα ακόμα και σε κρίσιμες εποχές, η ζωή και η δημιουργία δεν σταμάτησαν να εξελίσσονται.
Η πόλη του Ρεθύμνου επέζησε μέσα στο χρόνο και μάλιστα περνώντας μέσα από αντίξοες συνθήκες, κρατώντας μια έκφραση παλιού μεγαλείου. Οι διάφοροι κατακτητές Άραβες, Βενετοί και Τούρκοι κατάστρεψαν, πήραν μαζί τους ή χρησιμοποίησαν τα υλικά των αρχαιοτήτων για σπίτια και αρχοντικά. Πλημμύρες, φουρτούνες και σεισμοί συνέβαλαν στη φθορά. Παρόλα αυτά γύρω από το φρούριο απλώνονται σήμερα βενετσιάνικα και τούρκικα κτίρια, οι ψηλοί μιναρέδες λογχίζουν τον ουρανό και δένουν με τις καμινάδες των παλιών σπιτιών τα κοσμήματα των προσόψεων, τις καμάρες και τα παλιά μπαλκόνια δημιουργώντας μια εκπληκτική σύνθεση.
Η μεγάλη πνευματική ακτινοβολία της πόλης δικαιολογεί τη φήμη της. Οι κάτοικοι της αρχαίας Ρίθυμνας δεν είχαν άδικα σαν προστάτες τους θεούς των τεχνών και της σοφίας, τον Απόλλωνα και την Αθηνά.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.
Φωτογραφία: https://www.ferryhopper.com