Είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κισάμου. Βρίσκεται στο ακρωτήριο Σπάθα, 30χλμ. βορειοδυτικά των Χανίων. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 200μ. και το κατοικούν μόνιμα περίπου 150 άτομα.
Από το 1925 αποτελεί κοινότητα. Παλιότερα ανήκε στην κοινότητα Ροδωπού Κισάμου. Οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια της ελιάς και των αμπελιών. Η ετήσια παραγωγή λαδιού στο Ραβδούχα φτάνει τους 150 τόνους, η παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών τους 70 τόνους και το κρασί ξεπερνάει τους 180 τόνους το χρόνο. Ακολουθεί η οικόσιτη και νομαδική κτηνοτροφία. Υπολογίζεται ότι σήμερα στην περιοχή εκτρέφονται τουλάχιστον 1015 αιγοπρόβατα.
Τελευταία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται και η μελισσοτροφία, οι κλιματολογικές όμως συνθήκες και η μορφολογία του εδάφους, δεν επιτρέπουν την εξέλιξή της. Άλλα αγροτικά προϊόντα της περιοχής είναι τα σιτηρά, τα κηπευτικά, τα εσπεριδοειδή και τα ψάρια. Πολλοί από τους κατοίκους ασχολούνται κυρίως ερασιτεχνικά και με την αλιεία.
Λέγεται ότι στην περιοχή όπου βρίσκεται ο Ραβδούχας, φυσά με μανία ο βορειοδυτικός άνεμος «πουέντες», που στην κυριολεξία ραβδίζει το χωριό. Γι’ αυτό και του έδωσαν αυτό το όνομα. Σύμφωνα όμως με μια άλλη εκδοχή, το όνομα του χωριού προήλθε από δυο ραβδούχους, που κατά τη ρωμαϊκή εποχή λέγεται ότι πέρασαν από δω κι εγκαταστάθηκαν στο χωριό.
Το χωριό αναφέρεται στις ενετικές απογραφές. Ο «Καστροφύλακας» το αναφέρει Paudoca, με 110 κατοίκους και ο Basilicata ως Rauduca. Ακόμα, ο Barozzi το αναφέρει ως Raudhuga. Άλλα στοιχεία, που να φωτίζουν την ιστορία του χωριού, δε γνωρίζου με σήμερα. Λέγεται, πάντως, ότι το χωριό ήταν κατοικημένο πολύ πριν από την Τουρκοκρατία. Το χωριό επισκέφθηκε ο Νικηφόρος Φωκάς το 963μ. χ. με σκοπό να το απαλλάξει από τις επιδρομές των Αράβων.
Σύμφωνα με διηγήσεις, οι Τούρκοι αττοθιθάζονταν στη θέση Νερατζιά και από κει ορμούσαν με μανία και μεγάλη αγριότητα προς τα γύρω χωριά. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού έχουν έρθει από άλλες περιοχές. Πολλοί απ’ αυτούς πήραν μέρος μαζί με άλλους αγωνιστές από τα γύρω χωριά, στη Μάχη της Κρήτης κατά των Γερμανών.
Από το Ραβδούχα κατάγεται ο πατέρας Μισαήλ Αποστολίδης, που υπήρξε αδελφός στη Μονή Γωνιάς και χρημάτισε δάσκαλος του βασιλιά Όθωνα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι κατάγεται από το Μελισσουργιό. Το πιο πιθανό φαίνεται να είναι ότι γεννήθηκε στο Ραβδούχα, αλλά ανατράφηκε στο Μελισσουργιό.
Σ’ όλη την περιοχή συναντάμε πολλά εκκλησάκια, που τα περισσότερα είναι κτισμένα κατά μήκος της παραλίας. Λέγεται ότι έχουν κτιστεί από ναυαγούς που έφταναν στο λιμάνι της Νερατζιάς, κι ότι ακόμα επί Τουρκοκρατίας, χρησίμευαν σαν καταφύγια των κατατρεγμένων από τους Τούρκους, γι’ αυτό βρίσκονταν σε σημεία απόκρημνα κι όχι πολύ ορατά.
Τα εκκλησάκια αυτά είναι η Αγία Μαρίνα, που έχει πολλές εξαιρετικές τοιχογραφίες, η Αγία Τριάδα, με μια καμπάνα με παραστάσεις του 1620, ο Άγιος Φώτιος, ο Άγιος Φανούριος, κτισμένος σε μια σπηλιά, ο Τίμιος Σταυρός, ο Άγιος Γεώργιος, η Παναγία η Ελεούσα, η Παναγιά η Λαμπινή και η Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα.
Ακόμα βρίσκονται εδώ 4 εκκλησίες που σήμερα δε λειτουργούν. Είναι ο Άγιος Αντώνιος, ο Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Ισίδωρος κι ο Άγιος Κωνσταντίνος. Η Αγία Μαρίνα είναι μια πολύ παλιά βυζαντινή εκκλησία, κτισμένη γύρω στο 1300. Κοντά στην εκκλησία υπάρχει σήμερα μια πολύ ενδιαφέρουσα βρύση. Η εκκλησία του χωριού, για να τιμήσει αυτούς που έπεσαν ηρωικά αγωνιζόμενοι για την πατρίδα, έχει καθορίσει μια μέρα, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, αφιερωμένη στη μνήμη τους. Η Κυριακή της Ορθοδοξίας αποτελεί λοιπόν ιδιαίτερη μέρα για τους κατοίκους του Ραβδούχα, και την αποκαλούν χαρακτηριστικά «των πεσόντων».
Στην τοποθεσία Νησιά, υπάρχει ένα πολύ αξιόλογο σπήλαιο που δυστυχώς παραμένει ανεξερεύνητο. Πρέπει το μήκος του να είναι αρκετά μεγάλο. Κάποτε, λέγεται, ότι έβαλαν μέσα σ’ αυτό το σπήλαιο έναν πετεινό, κι αυτός βγήκε στην κορυφή του βουνού. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, έχει πολλούς θόλους και σταλακτίτες και το νερό του πιθανά να προέρχεται από τη θάλασσα.
Το μεταλλείο δούλευε συνέχεια από το 1905 μέχρι το 1932. Το 1932 διακόπηκε η λειτουργία του οριστικά.
Ο Ραβδούχας είναι ένα χωριό που συνεχώς προοδεύει και το βιωτικό επίπεδο των κατοίκων του διαρκώς ανεβαίνει. Στα 1930, ιδρύθηκε εδώ πιστωτικός συνεταιρισμός και το 1980 ιδρύθηκε μαζί με την κοινότητα Καληδωνίας Κισάμου γεωργικός ελαιουργικός συνεταιρισμός.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.