Τα Πράμαντα, βρίσκονται αμφιθεατρικά χτισμένα σε υψόμετρο 840 μέτρων στις πλαγιές της Στρογγούλας, στο κέντρο των Τζουμερκοχωρίων Ιωαννίνων και Άρτας. Έδρα του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, το χωριό περιβάλλεται από εντυπωσιακές βουνοκορφές, υπέροχα δάση ελάτης, ποτάμια και χαράδρες, συνθέτοντας ένα μαγευτικό τοπίο.
Η ίδρυση του οικισμού χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα, ενώ κοντά στη σημερινή του θέση έχουν έρθει στο φως λείψανα αρχαίων τειχών και ορθογωνίων πυργίσκων. Οι πρώτοι κάτοικοι του σύγχρονου οικισμού ήταν κτηνοτρόφοι από τους γειτονικούς Χριστούς και λίγο αργότερα καταδιωκόμενοι Ηπειρώτες που βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή που θεωρείτο ασφαλής λόγω της δύσκολης πρόσβασής της. Το τοπωνύμιο Πράμαντα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο της Ενετικής Δημοκρατίας το 1697. Η ονομασία αποδίδεται από τον ιστορικό Παναγιώτη Αραβαντινό στον ρόλο της περιοχής ως προμαντείο της Δωδώνης, ενώ σύμφωνα με την προφορική παράδοση προήλθε από τη λέξη πράματα που χρησιμοποιούνταν όταν αναφέρονταν σε γίδια και πρόβατα που βοσκούσαν στην περιοχή με το -ν- να προστίθεται χάριν ευφωνίας.
Τα Πράμαντα έγιναν κέντρο κλεφταρματολών και είχαν ενεργό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Με κατοίκους των Πραμάντων και των κοντινών Μελισσουργών δημιούργησε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης το πρώτο του επαναστατικό σώμα. Οι κάτοικοι πήραν επίσης μέρος στις επαναστάσεις του 1854, 1886, 1878 και απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους τον Ιούνιο του 1881.
Το πρώτο σχολείο λειτούργησε στα Πράμαντα το 1864, ενώ το 1873 είχε δύο ελληνικά αλληλοδιδακτικά με 210 μαθητές, τα οποία συντηρούνταν από συνδρομές. Από το χωριό κατάγονταν περίφημοι μάστορες που ήταν περιζήτητοι χτιστάδες, μαραγκοί, ξυλογλύπτες, μηχανικοί και σχεδιαστές όχι μόνο στην Ήπειρο αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Ταξίδευαν σε μπουλούκια αναλαμβάνοντας δημόσιες και ιδιωτικές κατασκευές όπως γέφυρες, μοναστήρια, σπίτια, βρύσες, δρόμους, εκκλησίες, σχολεία και διαφόρων ειδών κτίσματα. Άλλα επαγγέλματα με τα οποία ασχολούνταν οι κάτοικοι ήταν αυτό του κιρατζή, δηλαδή του αγωγιάτη μεταφέροντας πράγματα σε μακρινές αποστάσεις, και του ράφτη με τους ραφτάδες να μετακινούνται σε διάφορες περιοχές κουβαλώντας τα σύνεργά τους για να ασκήσουν το επάγγελμα. Λέγεται μάλιστα ότι οι ραφτάδες είχαν τη δική τους συνθηματική γλώσσα, τα μπουκουρέικα, από τη λέξη μπούκουρας που σημαίνει ράφτης. Δική τους διάλεκτο είχαν και οι μαστόροι, τα κουδαρίτικα, από τη λέξη κούδαρης που σημαίνει μάστορας, την οποία χρησιμοποιούσαν για να μη γίνονται αντιληπτοί από τους υπόλοιπους παριστάμενους,
Από τα ομορφότερα σημεία του χωριού είναι η πλακόστρωτη πλατεία με τον αιωνόβιο πλάτανο και την ιστορική λιθανάγλυφη βρύση «Αράπης» που παριστάνει ένα ανθρώπινο κεφάλι με κρουνό που βγαίνει από το στόμα του, έργο του Πραμαντιώτη πρωτομάστορα Βασιλείου Γεωργάκη, χτισμένη το 1887. Σύμφωνα με την παράδοση το όνομά της δόθηκε επειδή εκεί ήταν το σημείο όπου στεκόταν ένας αράπης και μάζευε τους φόρους υποτέλειας. Στην πλατεία βρίσκεται και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό μνημείο. Άλλο ένα ιστορικό διατηρητέο κτίσμα που σώζεται στο χωριό είναι ένα ισόγειο πέτρινο κτίριο του 1935, ιδιοκτησίας των αδελφών Τσακτσίρα, όπου συστεγαζόταν νερόμυλος, νεροτριβή και μαντάνια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής που χτίστηκε το 1876 και βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό πάνω σε έναν μικρό λόφο. Πρόκειται για μία μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με τέσσερις κολώνες σε κάθε σειρά, τέμπλο με εικόνες του 1839 που μεταφέρθηκαν από τη μικρή ομώνυμη εκκλησία που προϋπήρχε κοντά στη σημερινή μονή. Στην είσοδο της μονής υπάρχει σκαλισμένος σταυρός με τη χρονολογία 1876.
Στο χωριό γίνονται πανηγύρια αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όπως στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, της Αγίας Μαρίνας στις 17 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου, της Κοίμησης της Θεοτόκου τον Δεκαπενταύγουστο. Μεγαλύτερο είναι το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής που κρατά τρεις ή τέσσερις μέρες με παραδοσιακή μουσική και χορούς στην κεντρική πλατεία των Πραμάντων.