Το Πλατύ είναι ένας μεγάλος οικισμός περίπου 2.000 κατοίκων που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους της Ελλάδας και έχει σημαντική βιομηχανία και αγροτική οικονομία.
Κατά την Τουρκοκρατία η περιοχή του χωριού ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν Έλληνες κολίγοι. Το 1912 λίγο μετά το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου έγινε στην περιοχή μάχη μεταξύ ελληνικών και οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην οποία επικράτησαν οι Έλληνες.
Το χωριό αναπτύχθηκε μετά το 1925 όταν εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που προέρχονταν κυρίως από τα Φάρασα της Καππαδοκίας και τους γύρω οικισμούς. Οι πρόσφυγες έφτασαν το 1924 μέσα από τα έλη της λίμνης των Γιαννιτσών δεινοπαθώντας από την ελονοσία που μάστιζε εκείνη την εποχή. Αρχικά έμεναν σε ξύλινες καλύβες και στη συνέχεια φτιάχτηκαν σπίτια για να στεγάσουν τη νέα τους ζωή στο Πλατύ. Οι σημερινοί κάτοικοι, απόγονοι των προσφύγων, τιμούν τους προγόνους τους και διηγούνται τι ιστορίες του ξεριζωμού που περνούν από γενιά σε γενιά. Ως ελάχιστος φόρος τιμής έχει δημιουργηθεί ένα Μνημείο Απόδοσης Τιμής και Μνήμης σε αυτούς τους ιδρυτές του χωριού που έφτασαν εκεί, αγάπησαν τον τόπο και ανέπτυξαν τον οικισμό.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός Πλατέος βρίσκεται στη γραμμή Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ενώ από εκεί ξεκινά δεύτερη γραμμή που συνεχίζει προς Βέρροια-Έδεσσα-Φλώρινα.
Μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε στο Πλατύ εργοστάσιο ζάχαρης, ενώ στην περιοχή δραστηριοποιούνται εργοστάσια ζωοτροφών, επεξεργασίας φρούτων, καλλυντικών προϊόντων και άλλων. Η αγροτική οικονομία βασίζεται στο βαμβάκι, τα ζαχαρότευτλα και τις δενδρώδεις καλλιέργειες.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η πολιτιστική και αθλητική δραστηριότητα, καθώς υπάρχουν αθλητικός όμιλος και τρεις πολιτιστικοί σύλλογοι, ενώ λειτουργούν δημοτική δανειστική βιβλιοθήκη και δημοτικό θέατρο.
Πριν από λίγα χρόνια πραγματοποιήθηκε ένα από τα όνειρα των κατοίκων με τα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου και του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, κάτι που το χρωστούσαν στους προγόνους τους αφού ο Άγιος Αρσένιος γεννήθηκε και έγινε παπακαλόγερος στα Φάρασα. Ο Άγιος Αρσένιος που είχε βαφτίσει τον Παΐσιο ήταν για τους κατοίκους των Φαράσων ιερέας, δάσκαλος και γιατρός και έχαιρε της εκτίμησης όλης της περιοχής για την αγνότητα της ψυχής του και την προσφορά του στους συντοπίτες του που συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του ξεριζωμού από τα πάτρια εδάφη τους. Στον ναό μεταφέρθηκαν τα μαρτυρικά Ιερά Λείψανα και ιερά εικόνα του Οσίου Παϊσίου που φέρει ένθετο σταυρό που κατασκεύασε ο Όσιος και φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά.
Φωτό: https://emvolos.gr/