To Νεοχώρι βρίσκεται στον Βόρειο Έβρο, χτισμένο ανάμεσα σε λοφοσειρές και σε απόσταση 7 χιλιομέτρων από την πόλη της Ορεστιάδας. Είναι ένα από τα 13 χωριά Μάρηδων του Βόρειου Έβρου, της ομάδας Θρακών που έχουν δικά τους ήθη και έθιμα, ενδυμασία και γλωσσικά ιδιώματα. Διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Ορεστιάδας και αριθμεί 739 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Η τούρκικη ονομασία του χωριού πριν από την απελευθέρωσή του ήταν Ντουντουκτσού Γενίκιοϊ που σημαίνει Νέο χωριό των μουσικών οργανοπαικτών, αφού όπως αναφέρει η παράδοση μεταξύ των κατοίκων υπήρχαν πολλοί γκαϊντιέρηδες.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Νεοχώρι ήταν ένα από τα σημαντικά κέντρα της περιοχής και αποτελούνταν από επτά ελληνικές οικογένειες που είχαν εκτοπιστεί εκεί από τους Τούρκους εξαιτίας επαναστατικών εξεγέρσεων. Αυτές οι οικογένειες προέρχονταν από διάφορες περιοχές που ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία και διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη, την ελληνική γλώσσα, τα έθιμα και τη λαϊκή τους ενδυμασία που για τους άνδρες ήταν γαλάζια βράκα και άσπρο πουκάμισο.
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν παλιότερα κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά υπήρχαν και όλα τα παραδοσιακά επαγγέλματα της εποχής. Σήμερα η γεωργία έχει εκσυγχρονισθεί και στο χωριό λειτουργεί ξηραντήριο της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ορεστιάδας με ολική αποθήκευση και ξήρανση 20-40.000 τόνων δημητριακών.
Στο Νεοχώρι αναβιώνει κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου, στη γιορτή της Αγίας Δομνίκης προστάτιδας των μαιών, το παλιό θρακικό έθιμο της Μπάμπως που σήμερα έχει εξελιχθεί σε έθιμο της γυναικοκρατίας. Αυτή τη μέρα οι γυναίκες του Νεοχωρίου απαλλαγμένες από την επιτήρηση των ανδρών τους και τις δουλειές του σπιτιού διασκεδάζουν με φαγοπότι και χορό.