Μενού Κλείσιμο

Λευκογεία Αγ. Βασιλείου

Η Λευκογεία είναι χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Απέχει 30 χλμ. νότια του Ρεθύμνου. Βρίσκεται σε υψόμ. 60 μ. και έχει 310 κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται με την ελαιοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Στο χωριό ανήκει ο οικισμός Γιαννιού.

Υπάρχουν δυο εκδοχές για την προέλευση του ονόματος του χωριού. Η πρώτη άποψη λέει ότι προέρχεται από τα λευκά χώματα, ενώ η δεύτερη από τα λευκά λουλούδια που υπάρχουν στο χωριό.

Είναι κτισμένο πίσω από τα βουνά Τίμιος Σταυρός και Μόδι. Το βουνό του Τιμίου Σταυρού ήταν το ψηλότερο και έτσι οι κάτοικοι προφυλάσσονταν από τους κουρσάρους, επειδή το χωριό ήταν αθέατο. Στις πλαγιές του Τιμίου Σταυρού υπάρχουν και δυο σπηλιές που χρησιμοποιήθηκαν για καταφύγια τόσο κατά την Τουρκοκρατία όσο και κατά τη Γερμανική Κατοχή. Το χωριό κάηκε τρεις φορές, στα 1812, 1821 και 1866.

Οι κάτοικοι είναι Κρητικοί. Παλιότερες οικογένειες είναι οι Τσαγκαράκηδες, Χαλι-καδάκηδες, Μαραγκουδάκηδες, Γαυγιωτάκηδες.

Υπάρχει μάλιστα και ένας θρύλος που διαζώζεται σχετικά με το χωριό και τον Οσμάν Πασά, τον γνωστό Πνιγάρη, που ήρθε στα 1812 για να θέσει τέρμα στην τρομοκρατία των γενίτσαρων. Στα Λευκόγεια ζούοε εκείνη την εποχή μια πολύ όμορφη κοπέλα, η Κρουοταλλιά. Ένα βράδυ αμυνόμενη, σκότωσε στο σπίτι της τον επίδοξο βιαστή της και τρομερό γενίτοαρο της περιοχής. Μουσταφά και πέταξε το πτώμα του στη χαράδρα Τρυπητή. Στη συνέχεια ο πασάς του Ρεθύμνου υποσχέθηκε μεγάλη χρηματική αμοιβή σε κείνον που θα κατέδιδε το φονιά. Ο καταδότης δεν ήταν άλλος από τον παπά του χωριού, στον οποίο το κορίτσι, εξομολογήθηκε το βάρος το οποίο τη βασάνιζε.

Ο Οσμάν Πασάς αφού άκουσε τον παπά, έστειλε να φωνάξουν το Δεσπότη, το Ραβθίνο και το Χότζα. Μόλις εκείνοι έφτασαν, τους ρώτησε ποια τιμωρία αρμόζει σ’ έναν ιερωμένο, ο οποίος αποκαλύπτει ένα μυστικό που του έχουν εξομολογηθεί. Η απάντηση ήταν θάνατος. Την άλλη μέρα ο παπάς βρέθηκε κρεμασμένος σε πλάτανο του Ρεθύμνου.

Οι Χριστιανοί κατατρόμαξαν από το γεγονός και το θεώρησαν σαν αρχή των δεινών. Σε λίγες μέρες και ενώ ήταν Μεγάλη Βδομάδα ο πασάς έστειλε μαντατοφόρο στη μονή Πρέβελη και παράγγειλε στον ηγούμενο να πάει αμέσως στο Ρέθυμνο. Ο ηγούμενος υπάκουσε, και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Οσμάν Πασάς τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό στο σπίτι του. Τον καθησύχασε λέγοντας του πως δεν θέλει να του κάνει κακό και πως το βράδυ θα του αποκάλυπτε το λόγο της πρόσκλησης. Το μεσημέρι ο ηγούμενος είδε με έκπληξη να σερβίρονται νηστίσιμα φαγητά.

Το βράδυ ο πασάς πήγε στο δωμάτιο του ηγούμενου, τον πήρε και κατέβηκε μαζί στο υπόγειο, όπου υπήρχε μια μικρή εκκλησία. Εκεί τον παρακάλεσε να λειτουργήσει. Στη διάρκεια της λειτουργίας ο ηγούμενος άκουσε τον πασά να ψάλλει σαν άγγελος! Στη συνέχεια όταν αρνήθηκε να τον μεταλάβει, ο Οσμάν Πασάς ο Πνιγάρης, ο τρόμος και ο φόβος των γενίτσαρων, του αποκάλυψε πως δεν ήταν άλλος από τον αρχιδιάκο των Πατριαρχείων της

Κωνσταντινούπολης. Οι δυο ιερωμένοι με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να ψάλλουν μαζί το «Χριστός Ανέστη».

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.