Το γραφικό και ιστορικό Λεοντάρι είναι χωριό της Αρκαδίας, χτισμένο στη βορειοανατολική απόληξη του Ταϋγέτου σε υψόμετρο 540 μέτρων. Είναι ένας πανέμορφος παραδοσιακός οικισμός που υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Μεγαλόπολης και αριθμεί 257 κατοίκους (απογραφή 2011).
Η ονομασία του χωριού οφείλεται πιθανότατα σε κάποιον που ονομαζόταν Λεοντάρης ή Λεοντάριος και ο οποίος μετοίκισε στην περιοχή στα χρόνια του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, δηλαδή στις αρχές του 12ου αιώνα και μεταξύ των ετών 1081 και 1118. Υπάρχει, ωστόσο και μία δεύτερη εκδοχή που υποστηρίζει ότι πήρε το όνομά του από το βυζαντινό κάστρο του που από απόσταση έμοιαζε με καθισμένο λιοντάρι.
Το Λεοντάρι είναι χτισμένο εκεί που κάποτε οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ιδρύσει τον οικισμό του Λεύκτρου, όπως επιβεβαιώνουν δείγματα κεραμικής και λιγοστά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Ευρήματα, που είναι αρκετά σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, όχι μόνο για να ταυτίσουν το σημερινό Λεοντάρι με το αρχαίο Λεύκτρο, αλλά και για αποδείξουν πως κατοικήθηκε από την αρχαϊκή έως και την ελληνιστική εποχή, δηλαδή από 7ο αι. π.Χ. έως το 31 π.Χ., ενώ στην ρωμαϊκή περίοδο έχασε την αίγλη του.
Η μεγαλύτερη ακμή του Λεονταρίου είναι κατά τα βυζαντινά χρόνια, καθώς εξελίχθηκε σε εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής διαδεχόμενο τον φράγκικο οικισμό της Βελιγοστής που καταστράφηκε το 1300. Με το πέρασμα των χρόνων εξελίχθηκε στην δεύτερη σημαντικότερη πόλη του Δεσποτάτου του Μυστρά, χάρη στη στρατηγική θέση που κατείχε το ονομαστό του κάστρο που υπολείμματά του σώζονται μέχρι σήμερα πάνω από το χωριό.
Το 1391 καταλήφθηκε από τους Τούρκους υπό τον Εβρενόζ Πασά αλλά σύντομα επανήλθε στους Βυζαντινούς μέχρι το 1460. Στα επόμενα χρόνια, κατά την Τουρκοκρατία εξακολούθησε να κατέχει τον ρόλο πρωτεύουσας σε μία από τις 24 επαρχίες-βιλαέτια της Πελοποννήσου. Το 1786 το Λεοντάρι έγινε προσωρινή πρωτεύουσα του Μοριά και τόπος κατοικίας για λίγους μήνες του Βαλή του Μοριά μετά την αναχώρησή του από το Ναύπλιο. Κατόπιν έφυγε από το Λεοντάρι και εγκαταστάθηκε στην μικρή τότε Τριπολιτσά. Το 1811 η περιοχή του Λεονταρίου είχε 600 χριστιανικές και 150 τούρκικες οικογένειες.
Στο Λεοντάρι διορίσθηκε Κάπος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε ηλικία 16 ετών. Μετά από λίγο όμως έγινε αρματολός της περιοχής και βγήκε στα βουνά. Κατά την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, πρωτοστάτησε η κόρη του δολοφονημένου από τους Τούρκους αρματολού Κώστα Ζαχαριά, Κωνσταντίνα Ζαχαριά, η οποία ύψωσε την επαναστατική σημαία, σκότωσε τον Τούρκο διοικητή και έβαλε φωτιά στο σπίτι του, έκαψε τα τζαμιά και ξεσήκωσε τους κατοίκους στην επανάσταση. Στην περιοχή του Λεονταρίου έδρασε επίσης ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος).
Το Λεοντάρι έχει αξιόλογες βυζαντινές εκκλησίες, η σημαντικότερη των οποίων είναι ο ναός των Αγίων Αποστόλων του 14ου αι., με θαυμαστή αρχιτεκτονική, εξαιρετικές αγιογραφίες, μαρμάρινο τέμπλο και ψηφιδωτά δάπεδα που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία. Αξιόλογη αρχιτεκτονική έχει και ο Βυζαντινός ναός του Αγίου Αθανασίου, στο κάστρο. Σήμερα από το κάστρο σώζονται μόνο τμήματα των τειχών και μίας δεξαμενής. Ενδεικτικό της σπουδαιότητας του κάστρου για τον εκάστοτε κύριο της περιοχής είναι ότι η μισθοδοσία της φρουράς του γινόταν απευθείας από τον ίδιο τον σουλτάνο, τακτική που ίσχυε για τα σημαντικά φρούρια, όπως ήταν εκείνα του Μυστρά, του Ναυπλίου, της Πάτρας, του Ναυαρίνου, της Μεθώνης και της Κορώνης.
Από τα αξιοθέατα του χωριού είναι ο -ερημωμένος σήμερα- σιδηροδρομικός σταθμός που χτίστηκε μεταξύ των ετών 1899 και 1901 από Ιταλούς και Μαυροβούνιους τεχνίτες. Είναι φτιαγμένος με πελεκητή πέτρα στα πρότυπα γαλλικής και ιταλικής αρχιτεκτονικής. Πανέμορφο είναι το τρίτοξο γεφύρι του ποταμού Καρνίωνα φτιαγμένο με πελεκητή πέτρα γύρω στο 1890. Επίσης έχει ενδιαφέρον η Κάτω Βρύση στη βορειοανατολική πλευρά του κάστρου που πρέπει να χτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στην πρόσοψή της φέρει δύο εντοιχισμένα μαρμάρινα ανάγλυφα της βυζαντινής εποχής και άλλο ένα που πρέπει να κατασκευάστηκε αργότερα, κατά την εποχή της Ενετοκρατίας ή της Τουρκοκρατίας.