H Κουκουνάρα είναι ένα χωριουδάκι της Μεσσηνίας με παραδοσιακά σπίτια, πολλές πηγές καθώς τη διαρρέει το ποταμάκι του Αράπη και πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Κατά το παρελθόν υπήρξε μία από τις κύριες πόλεις του Βασιλείου της Πύλου. Βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από την Πύλο και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Πύλου – Νέστορος.
Στην ευρύτερη περιοχή έχουν εντοπιστεί επτά θολωτοί τάφοι και κατάλοιπα μιας αρκετά μεγάλης οικιστικής εγκατάστασης που φαίνεται ότι είχε μεγάλο πληθυσμό. Οι θολωτοί τάφοι ανήκουν στα πρωιμότερα μνημεία αυτού του τύπου στην Πελοπόννησο και μέσα τους βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα, χάλκινα αγγεία, όπλα από χαλκό, λίθινες αιχμές βελών και κομμάτια με κράνη από επένδυση με χαυλιόδοντες κάπρου. Όλα αυτά τα ευρήματα αποτελούν ενδείξεις ότι εκεί βρισκόταν η pa-ki-ga (Σφαγία) ή ka-ra-do (Χάραδρος) που αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ ως ένα από τα εννέα σημαντικότερα κέντρα του Βασιλείου του Νέστορα. Υπολογίζεται ότι η οικιστική και ταφική χρήση στην περιοχή είχε ξεκινήσει ήδη από τη Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ.) και διήρκεσε μέχρι και το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, όταν ερημώθηκε εξαιτίας κάποιου καταστροφικού γεγονότος.
Στα νεότερα χρόνια το χωριό αναφέρεται ως Κουκκουνάρα ή Κουκουναριά στις απογραφές των Βενετών Προνοητών κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (1683/4-1715). Το 1689 ανήκε στην επαρχία του Ναβαρίνου, ενώ μετά το 1715 που οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή ανήκε στον καζά Ναβαρίνου και αναφερόταν ως Kukunare.
Πολύ κοντά στην Κουκουνάρα, στη θέση Καταρραχάκι, έχει έρθει στο φως μια μικρή φυσική ακρόπολη και λείψανα αψειδοειδούς μεγάρου, καθώς και ίχνη πρώιμου μυκηναϊκού οικισμού με ορθογώνια διαμερίσματα στα οποία βρέθηκαν πόθοι και ασάμινθοι που χρονολογούνται από το 2200 π.Χ. έως το 1200 π.Χ.
Φωτό: https://koukounaranews.wordpress.com/