Είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κυδωνίας. Βρίσκεται σε απόσταση 15 χλμ νοτιοδυτικά των Χανίων, κτισμένο στην πεδιάδα Αλικιανού, δυτικά του ποταμού Κουφούτη και στους πρόποδες του λόφου Παπούρα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, οι κάτοικοι ήταν 169 και σήμερα πλησιάζουν τους 200 και ασχολούνται με την παραγωγή κηπευτικών, λαδιού και πορτοκαλιών. Στην Κοινότητα υπάγονται οι οικισμοί Βρανού, Μουρί, Επανοχώρι, Γραβανού και Γκιανακιανά.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των κατοίκων, υπάρχουν δυο εκδοχές για την προέλευση της ονομασίας του οικισμού. Σύμφωνα με την πρώτη, το έδαφος πάνω στο οποίο είναι κτισμένος ο οικισμός είναι βαλτώδες και κάθε φορά βούλιαζε, έτσι ώστε οι κάτοικοι έλεγαν ότι το έδαφος είναι κούφιο. Κατά τη δεύτερη, έμενε στον οικισμό κάποιος που δεν άκουγε καλά, γιαυτό όταν ήθελαν οι κάτοικοι από τη γύρω περιοχή να πάνε στον οικισμό, έλεγαν: «πάμε στου κουφού» και κατ’ επέκταση ονομάστηκε ο οικισμός Κουφός.
Το χωριό δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και κατοικήθηκε και από Έλληνες και από Τούρκους.
Παλιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Μαραγκουδάκηδες, οι Φριολάκηδες, οι Κατσούληδες και ο Σερβάκηδες.
Στη Μάχη της Κρήτης πήρε μέρος όλο σχεδόν το χωριό και σκοτώθηκαν 30 περίπου άτομα.
Στην περιοχή υπάρχουν οι εκκλησίες της Ανάληψης, κτισμένη πάνω στο βουνό, των Δώδεκα Αποστόλων, η κεντρική του χωριού, του Άγιου Νικολάου και της Αγίας Αικατερίνης.
Ο Μάρκος Μόρακας έφερε από την Αμερική τα Βαλέντσια, τα γκρέιπ – φρουτ, τις κλιμεντίνες, το μανταρίνι κουμ – κουάν (το ακριβότερο που υπάρχει στην αγορά) και τα πρώτα οφαλοφόρα (Μέρλιν). Ο Αναγνωστόπουλος, πρύτανης της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής, έδωσε ένα πορτοκάλι στο χωριό Κουφό και ένα στην Κέρκυρα στον Μέρλιν. Επειδή ο πόλεμος του 1940 έκοψε την επικοινωνία της Κρήτης με την Αθήνα, ο Μέρλιν από την Κέρκυρα κατάφερε και τα πήγε στην αγορά.’ Έτσι επικράτησε η ονομασία του πορτοκαλιού ως Μέρλιν, ενώ είναι οφαλοφόρα.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.