Το Κοντοπούλι βρίσκεται στο βορειοανατολικό κομμάτι της Λήμνου κοντά στις λίμνες Αλυκή και Χορταρόλιμνη, από τους πλουσιότερους ελληνικούς υγροβιότοπους που φιλοξενούν ακόμη και φλαμίνγκο. Τον 19ο αιώνα ήταν ένα από τα σημαντικότερα κεφαλοχώρια της ανατολικής Λήμνου, χάρη στο πλούσιο κάμπο του και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το εμπορικό κέντρο της ανατολικής Λήμνου.
Το όνομα του χωριού προήλθε από τη φράση κοντά-πόλη, όπου στο παρελθόν εννοούνταν η αρχαία πόλη της Ηφαιστίας ή κατά άλλα εκδοχή από τον βυζαντινό γαιοκτήμονα Κοντόπουλο και από τη μεσαιωνική φράση «πάω εις του Κοντοπούλου» που αργότερα παραφράστηκε σε «πάω στη Κοντοπούλ’», έκφραση η οποία χρησιμοποιείται από τους ντόπιους μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το χωριό κτίστηκε από κατοίκους του Κότσινου και του Αγίου Υπατίου στα τέλη του 17ου αιώνα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1739 από τον Pococke ως Οντοπόλ, ενώ το 1858 ο Conze το αναφέρει ως Kondopuli.
Κάποια από τα εντυπωσιακά εμπορικά καταστήματα που λειτουργούσαν στο χωριό τον 20ό αιώνα υπάρχουν ακόμα και αποτελούν ιστορικά μνημεία. Ανάμεσα σε αυτά είναι ένα εμβληματικό κτήριο του 1930 που λειτουργούσε ως παντοπωλείο και κατά τη διάρκεια της Κατοχής χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς ως διοικητήριο.
Στο χωριό λειτουργούσε η Δημητριάδειος Σχολή και αργότερα η Ευαγγελίδειος Σχολή που χτίστηκαν το 1927 και 1930 αντίστοιχα με δωρεές των ομώνυμων οικογενειών Αιγυπτιωτών που κατάγονταν από το Κοντοπούλι. Τα κτίριο της Δημητριάδειου Σχολής σώζεται μέχρι σήμερα αποτελώντας κομμάτι της αρχιτεκτονικής και ιστορικής κληρονομιάς του χωριού.
Εντυπωσιακός είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο, που άρχισε να χτίζεται το 1892 και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του, όπως κίονες, κιονόκρανα, μάρμαρα και λίθοι, μεταφέρθηκαν από τα ερείπια της αρχαίας Ηφαιστίας. Στην πλατεία του χωριού βρίσκεται ο ναός της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας με το υπόγειο αγίασμα, χτισμένη πάνω στον παλιό ομώνυμο ναό ο οποίος ήταν φτιαγμένος σαν κατακόμβη, ο μισός μέσα στη γη επάνω ακριβώς από το αγίασμα, με μικρά παράθυρα και σκάλες που κατέβαιναν στον κύριο ναό με το ξύλινο πάτωμα. «Κρυμμένη» στα στενά δρομάκια του κάτω μαχαλά υπάρχει μια παλιά λιθόγλυπτη κρήνη, κατασκευασμένη το 1927.
Το χωριό αποτέλεσε κατά τα έτη 1948-1949 τόπο εξορίας του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος έγραψε εκεί πολλά ποιήματα για το «Καπνισμένο Τσουκάλι», εμπνεόμενος τον τίτλο από το παραδοσιακό τσουκαλάδικο του χωριού, και δύο «Ημερολόγια Εξορίας».