H Κλεισούρα (ή Βλαχοκλεισούρα) είναι αμφιθεατρικά χτισμένη σε μια κατάφυτη περιοχή με δάση οξιάς και βελανιδιάς στους πρόποδες του όρους Μουρίκι, σε υψόμετρο 1.172 μέτρων. Είναι ένα μαρτυρικό χωριό, καθώς βίωσε σκληρά γερμανικά αντίποινα κατά την περίοδο της Κατοχής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ξακουστό βλαχοχώρι και αριθμούσε 6.500 κατοίκους, ενώ σήμερα έχουν απομείνει, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, 559 κάτοικοι.
Η ονομασία της προέρχεται από τη λατινική λέξη clausura που σημαίνει στενό πέρασμα και υποδηλώνει τη θέση της, καθώς βρίσκεται σε στενωπό, στην κορυφή της διάβασης του δρόμου που χρησιμοποιούσαν τα εμπορικά καραβάνια συνδέοντας την Εορδαία και την Καστοριά, ανάμεσα στα βουνά Σινιάτσικο και Βίτσι.
Το χωριό δημιουργήθηκε πιθανόν τον 15ο αιώνα όταν κάτοικοι αρκετών βλάχικων οικισμών συνενώθηκαν σε αυτό το στενό πέρασμα για να αποφύγουν τις επιδρομές των Τουρκαλβανών. Οι νέοι κάτοικοι ήταν βλαχόφωνοι Έλληνες (εξ ου και Βλαχοκλεισούρα) που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η Κλεισούρα βρισκόταν στην ακμή της, καθώς χάρη στην πλεονεκτική θέση του χωριού, οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη μεταφορά προϊόντων προς τις χώρες της Βαλκανικής και τις Παραδουνάβιες περιοχές, διατηρώντας εμπορικά γραφεία στη Βιέννη, στη Βουδαπέστη, στο Βελιγράδι, στην Οδησσό και στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν δημιουργήσει μεγάλες και ανθηρές παροικίες Κλεισουριωτών. Όλοι αυτοί οι απόδημοι δεν ξεχνούσαν τη γενέτειρά τους και την ενίσχυαν με διάφορες δωρεές.
Τότε χτίστηκαν διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, ιδρύθηκαν μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα και περίτεχνοι ναοί. Το πρώτο σχολείο χτίστηκε το 1770 και από το 1775 λειτούργησαν η Αστική σχολή (αρρεναγωγείο), το Ελληνικό σχολείο και το Αλληλοδιδακτικό που έφεραν την επωνυμία «Ελληνομουσείο Κλεισούρας». Το Ελληνομουσείο μαζί την αξιόλογη βιβλιοθήκη του που αριθμούσε περίπου 2.000 τόμους βιβλίων κάηκαν το 1866, αλλά ξανακτίστηκαν και παράλληλα ιδρύθηκε και παρθεναγωγείο. Το 1868 άνοιξε ρουμάνικο σχολείο με την ονομασία «Scοala Primara din Vlaho-Clisura», το οποίο κάηκε το Φεβρουάριο του 1943. Το έργο των ελληνικών σχολείων βοηθούσαν ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κλεισούρας «Η Ομόνοια» (1882), η Φιλεκπαιδευτική και Φιλόπτωχος Αδελφότητα Κλεισουριέων Κωνσταντινουπόλεως «Ο Προφήτης Ηλίας» και η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα και μετέπειτα ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος των Απανταχού Κλεισουριέων «Ο Άγιος Μάρκος» (1918). Επίσης λειτουργούσε η Οθωμανική Λέσχη «Η Ένωσις».
Η πορεία της ανάπτυξής της ανακόπηκε από δύο μεγάλες καταστροφές που έπληξαν το χωριό. Η πρώτη ήταν η λεηλάτηση και η πυρπόλησή της από τους Τούρκους, στις 12 Νοεμβρίου 1912 και η δεύτερη από τους Γερμανούς, στις 5 Απριλίου 1944, οι οποίοι την πυρπόλησαν, σκότωσαν και σφαγίασαν 280 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα. Αυτές οι καταστροφές οδήγησαν πολλούς Κλεισουριώτες να αφήσουν τον τόπο τους και να μετοικήσουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό.
Σήμερα, τα παλιά πετρόχτιστα αρχοντικά μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν του χωριού. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν το Εθνολογικό και Λαογραφικό Μουσείο που φιλοξενεί ιστορικά κειμήλια και φωτογραφικό υλικό από την ιστορία της Κλεισούρας και οι δύο παλιές εκκλησίες της, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Νικόλαος. Ο Άγιος Δημήτριος χτίστηκε μεταξύ 1846 και 1856 στη θέση παλιότερης εκκλησίας του 1700. Είναι τρίκλιτη βασιλική και φέρει κωδωνοστάσιο με τερτράγωνη κάτοψη, ξυλόγλυπτο τέμπλο, μεγάλης ιστορικής αξίας φορητή εικόνα του Αγίου Δημητρίου, δεσποτικό θρόνο και προσκυνητάρι με χρονολογία 1820. Ο Άγιος Νικόλαος χτίστηκε το 1839 και είναι τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη. Ο ναός είχε ένα εξαγωνικό κωδωνοστάσιο, που χτίστηκε το 1856 αλλά μετά τους βομβαρδισμούς της μάχης της στενωπού της Κλεισούρας το 1941, πήρε επικίνδυνη κλίση και ανοικοδομήθηκε το 1959.
Κοντά στο χωριό βρίσκεται η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου που φέρει κτητορική επιγραφή στην είσοδο του καθολικού με χρονολογία ανακαινίσεως το 1813 και έχει ένα υπέροχο τέμπλο με ανάγλυφες παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η Μονή αποτέλεσε ορμητήριο του Παύλου Μελά και των υπολοίπων οπλαρχηγών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) και υπήρξε καταφύγιο πολλών κατοίκων της Κλεισούρας, κατά την Οθωμανοκρατία, κατά την σφαγή της 5ης Απριλίου 1944 από τους Γερμανοβουλγάρους, καθώς επίσης και κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Το καθολικό και το μοναστηριακό συγκρότημα έχει ενταχθεί στον κατάλογο του Υπουργείου Πολιτισμού ιστορικών και διατηρητέων μνημείων των μεταβυζαντινών εκκλησιών της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι κάτοικοι της Κλεισούρας διατηρούν κάποια από τα έθιμα του τόπου τους. Ένα από αυτά είναι τα Αργκουτσάρια, το παραδοσιακό καρναβάλι που γίνεται την ημέρα του Αι-Γιάννη στις 6 Ιανουαρίου κάθε έτους, όπου ντυμένοι καρναβαλιστές με δέρματα ζώων και κουδούνες, περιφέρονται στα σοκάκια του χωριού με τη συνοδεία μουσικής και επισκέπτονται τα σπίτια των κατοίκων για να κεραστούν. Κάθε χρόνο, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου γίνεται το Αντάμωμα Απανταχού Κλεισουριέων που αρχίζει με εκκλησιασμό στον Άγιο Μάρκο και ολοκληρώνεται με χορευτικό γλέντι στον περίβολο του ναού.
Οι κάτοικοι δεν ξεχνούν βέβαια την ιστορία του τόπου τους και τους προγόνους τους και κάθε χρόνο στη θλιβερή επέτειο της 5ης Απριλίου 1944 διοργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης για το Ολοκαύτωμα της Κλεισούρας.