O Κισσός είναι ένα παραδοσιακό χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο από 480 μ. έως και 560 μ. στις ανατολικές πλαγιές του Πηλίου και έχει θέα προς το Αιγαίο. Απέχει 48 χιλιόμετρα από τον Βόλο και 8 χιλιόμετρα από τον παραθαλάσσιο Άγιο Ιωάννη. Υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Ζαγοράς – Μουρεσίου και αριθμεί 332 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Για την προέλευση της ονομασίας του υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη θέλει το τοπωνύμιο να προέρχεται από τα αναρριχητικό φυτό κισσό και η δεύτερη το αποδίδει σε παραφθορά της λέξης χρυσός, καθώς οι ντόπιοι προφέρουν συχνά το όνομα ως «κσος».
Το χωριό έχει μακραίωνη ιστορία. Λέγεται ότι κάποτε η έκτασή του άγγιζε τα όρια της θάλασσας και ήταν συνοικίες του ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Ιωάννης. Στη συνέχεια ο Άγιος Δημήτριος έγινε αυτόνομη κοινότητα με συνοικία της τον παραθαλάσσιο οικισμό του Αγίου Ιωάννη. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ο Κισσός είχε κατοικηθεί από την αρχαιότητα, γεγονός που μαρτυρείται από την ανακάλυψη ερειπίων αρχαίου φρουρίου, αρχαίων τάφων και νομισμάτων. Από τα ευρήματα αυτά εκτιμάται ότι υπήρχε οικισμός στη περιοχή ήδη από τη Ρωμαϊκή περίοδο. Αρχικά ο οικισμός βρισκόταν κοντά στη θάλασσα αλλά σταδιακά έφτασε στο βουνό προς αποφυγή των πειρατικών επιδρομών.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το χωριό συγκαταλεγόταν στα βακούφια, γεγονός που του επέτρεψε να αναπτύξει την οικονομία του, κυρίως χάρη στην παρασκευή μάλλινων υφασμάτων και στη μεταξοκαλλιέργεια. Επιπλέον, ιδιαίτερα προσοδοφόρα για τον Κισσό ήταν τα πηλιορείτικα πινάκια που κατασκευάζονταν εκεί από τόρνους που επεξεργάζονταν το ξύλο καστανιάς. Οι Κισσώτες είχαν διακριθεί στο θαλάσσιο εμπόριο και ανταγωνιζόταν τη Ζαγορά στο μετάξι. Όσο όμως ο οικισμός μεταφερόταν σε μεγαλύτερα υψόμετρα άρχισε να γίνεται σταδιακή μεταστροφή της οικονομίας προς τη γεωργία. Σε αυτό συνέβαλε και η αύξηση του πληθυσμού λόγω της προσέλευσης Ηπειρωτών. Τότε ξεκίνησε και η εκμετάλλευση μεγάλων εκτάσεων.
Ο Κισσός διατηρεί την Πηλιορείτικη αρχιτεκτονική και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Στην κεντρική πλακόστρωτη πλατεία που προσφέρει μαγευτική θέα προς τη θάλασσα βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και είναι η σπουδαιότερη βασιλική του Πηλίου. Έχει ένα εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο, όμορφες αγιογραφίες και ένα μικρό εκκλησιαστικό μουσείο με παλιές εικόνες και αρχειακά εκκλησιαστικά έγγραφα. Στην πλατεία υπάρχει επίσης η προτομή του Ρήγα Φεραίου ο οποίος μαθήτευσε στην Ζαγορά και πρωτοδίδαξε στον Κισσό, στο ελληνικό σχολείο που είχε ιδρυθεί εκεί ήδη από το 1753. Γύρω από την πλατεία απλώνονται τα παραδοσιακά εστιατόρια και καφενεία του Κισσού.
Χαρακτηριστικό του χωριού είναι η πυκνή βλάστηση, καθώς περιβάλλεται από καστανιές και πλατάνια. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει ο πανέμορφος καταρράκτης του Αγίου Κωνσταντίνου, γνωστός στους ντόπιους ως Μαυρούτσα, ενώ σε μικρή απόσταση από την πλατεία, βρίσκεται η πηγή Νταϊμάκι, μια πέτρινη πηγή με κρυστάλλινα νερά που ξεχύνεται μέσα σε μια στέρνα, στην οποία οι ντόπιοι εξοικονομούν νερό για το πότισμα των γύρω κήπων ή δέντρων. Στη πηγή αξίζει να πάει κανείς περπατώντας, καθώς η σύντομη διαδρομή συνδυάζεται με μια περιήγηση στα γραφικά καλντερίμια του χωριού.
Σε κοντινή απόσταση από το χωριό βρίσκονται υπέροχες παραλίες του Πηλίου, όπως του Αγίου Ιωάννη, της Νταμούχαρης και η παραλία Παπά Νερό.
Στον Κισσό πραγματοποιείται το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στις 17 Ιουλίου και το πανηγύρι στη μνήμη του Αγίου Ευσταθίου στις 20 Σεπτεμβρίου.