Μενού Κλείσιμο

Καστέλι Κισάμου

Η κωμόπολη Καστέλι είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Κισάμου. Απέχει 43χμ. από τα Χανιά και 500μ. από τη θάλασσα. Βρίσκεται κτισμένη στην άκρη του κόλπου Κισάμου και σε υψόμετρο 15 με 20μ. Αποτελεί δήμο με 2.791 περίπου κατοίκους και είναι το οικονομικό, διοικητικό και πνευματικό κέντρο του δυτικού τμήματος του νομού Χανίων. Στο δήμο Καστελίου υπάγονται και οι οικισμοί Πύργος, Πάνω Κουνουπίτσα, Κάτω Κουνουπίτσα και Καμάρα καθώς και η μονή της Ζωοδόχου Πηγής.

Γύρω από το Καστέλι εκτείνεται μια εύφορη πεδιάδα με πλούσια χώματα, μήκους 8χμ. περίπου και πλάτους 3χμ. Τα προϊόντα που παράγει είναι κυρίως το λάδι, τα σταφύλια, τα οπωροκηπευτικά, τα εσπεριδοειδή και λιγότερο τα δημητριακά και τα κτηνοτροφικά. Φημισμένο είναι το κισαμίτικο κρασί.

Το όνομα Καστέλι(ον) είναι ιταλικής προέλευσης και σημαίνει μικρό φρούριο (κάστρο) castellum, castrum. Το μικρό κάστρο του Καστελιού κτίστηκε από τους Βενετσιάνους και έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του.

Η σημερινή κωμόπολη είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια της σημαντικής αρχαίας πόλης Κισάμου, που άκμασε κυρίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και την παλαιοχριστιανική εποχή. Οι αρχαίοι συγγραφείς Πλίνιος και Πτολεμαίος καθώς και οι περιηγητές Pococke και Pashley αποτελούν σπουδαία πηγή πληροφοριών για την αίγλη της πόλης, τη σπουδαιότητά της σαν εμπορικού σταθμού και για τα μνημεία της.

Η αρχαία πόλη Κίσαμος ήταν παραθαλάσσια, κτισμένη στην άκρη του Μυρτίλου κόλπου. Σήμερα όμως τα ερείπιά της βρίσκονται μακριά απ’ τη θάλασσα, επειδή με το πέρασμα των αιώνων το έδαφος της δυτικής Κρήτης ανυψώθηκε.

Δεν είναι γνωστό αν η Κίσαμος υπήρχε κατά τη μινωική εποχή. Σε μια τοποθεσία όμως κοντά στο Καστέλι και συγκεκριμένα στη συνοικία Καμάρα, έχει βρεθεί ένα αγγείο που κατατέθηκε στη δημόσια αρχαιολογική συλλογή Κισάμου και ο αρχαιολόγος Βασ. Θεοφανίδης το έχει χαρακτηρίσει υστερομινωικό. Δυστυχώς το αγγείο αυτό δεν υπάρχει σήμερα στο Καστέλι. Πολλοί πιστεύουν ότι το άρπαξαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι σωζόμενοι πελώριοι μαύροι βράχοι, που αποτελούν την είσοδο του λιμανιού Μαύρος Μόλος, είναι δείγμα πανάρχαιας κατασκευής, πιθανόν ετεοκρητικής ή πελασγικής. Ο Μαύρος Μόλος ήταν ένα λιμάνι, που επεκτεινόταν μέχρι τη θέση Σελλί, με το πέρασμα όμως των αιώνων, τις πλημμύρες και τις προσχώσεις του ποταμού που χυνόταν εκεί, κατάντησε απλή θαλάσσια περιοχή.

Από τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Κίσαμος υπήρχε και κατά τη μινωική εποχή. Είναι πάντως γνωστό ότι στις μεταγενέστερες εποχές υπήρξε ναυτικός και εμπορικός σταθμός ολόκληρης της δυτικής Κρήτης και ένα από τα λιμάνια της Πολυρρήνιας, της οποίας ακολούθησε την τύχη, αν και ήταν αυτόνομη και ανεξάρτητη από εκείνη και είχε δικά της νομίσματα. Τα νομίσματα αυτά είχαν από το ένα μέρος το κεφάλι του Ερμή με πέτασο, πράγμα που αποδεικνύει την εμπορική κίνηση της Κισάμου, και από το άλλο ένα δελφίνι με τα γράμματα:

Κ Ι

ΣΩ

Λέγεται ότι όταν ο Αγαμέμνονας επέστρεφε από την Τροία, και προσορμίστηκε στον κόλπο Κισάμου, ανέβηκε στην Πολυρρήνια και πρόσφερε μεγάλη θυσία στον τεράστιο και μεγαλοπρεπή ναό της Άρτεμης, που βρισκόταν εκεί.

Κατά τη διάρκεια που τελούσε τη θυσία έβλεπε κάτω στον κόλπο του Κισσάμου να καίγονται τα πλοία του. Έτσι, σταμάτησε τη θυσία και κατέβηκε στον κόλπο να σώσει τα πλοία, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε να φύγει. Από την πράξη αυτή, προέρχεται η αρχαία Ελληνική έκφραση «τελείν κρητικήν θυσίαν».

Η Κίσαμος ακολουθώντας την πολιτική της Πολυρρήνιας δεν αντιστάθηκε στους Ρωμαίους κατακτητές. Γι’ αυτό το λόγο οι Ρωμαίοι την κόσμισαν με μεγάλες λεωφόρους, υδραγωγεία, λουτρά, επαύλεις, θέατρο, ναούς και καλλιμάρμαρα αγάλματα. Ερείπια των θαυμάσιων αυτών έργων βρίσκονται σήμερα σε κάθε γωνιά του Καστελιού και μερικά απ’ αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των τειχών του φρουρίου. Τελευταία μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν κολόνες του ρωμαϊκού θεάτρου σε μια εκκλησία, ενώ πολλές άλλες είναι βυθισμένες στο Μαύρο Μόλο.

Σήμερα στο Μουσείο του Καστελιού υπάρχουν αρχαϊκά και ελληνιστικά αντικείμενα, αγγεία, καθώς και ωραία ρωμαϊκά αγάλματα, όπως το άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού και το θαυμάσιο άγαλμα Σατύρου, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Στη θέση Σελλί, μισή ώρα δυτικά από το Καστέλι, σώζεται ακόμη η ακρόπολη της αρχαίας Κισάμου. Ο αρχαιολόγος Β. Θεοφανίδης στην τοποθεσία αυτή έφερε στο φως μυκηναϊκό ιερό και υπέθεσε απ’ αυτή την ανακάλυψη, ότι εκεί βρίσκονταν οι Μυκήνες, που σύμφωνα με την παράδοση ίδρυσε ο Αγαμέμνονας.

Όλα λοιπόν δείχνουν ότι η Κίσαμος μεγαλούργησε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και ο πληθυσμός της πολλαπλασιάστηκε, γιατί οι Πολυρρήνιοι εγκαταστάθηκαν στην Κίσαμο και ενώθηκαν με τους κατοίκους της.

Η μετέπειτα ιστορία της δε μας είναι γνωστή. Ίσως ο σεισμός, που συνέβη γύρω στο 60μ.Χ., να κατέστρεψε τα υδραγωγεία, τα κτίσματα και τους ναούς της και να αραίωσε τον πληθυσμό της. Τελευταία, επισημάνθηκε η θέση του νεκροταφείου της πόλης και ερευνήθηκαν τάφοι, που ανήκουν χρονικά στο τέλος του 20υ αιώνα μ.Χ. Οι περισσότεροι τάφοι είχαν συληθεί. Τα ευρήματα όμως που σώθηκαν βοηθούν πολύ στην κατανόηση των ταφικών εθίμων της εποχής.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας νεκρής, στο στόμα της οποίας είχε τοποθετηθεί ένα ασημένιο νόμισμα. πληρωμή για το Χάρωνα, που θα την περνούσε με τη βάρκα του από την Αχερουσία λίμνη στον Άδη.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Κίσαμος εξακολουθεί να υπάρχει και να ευημερεί, είναι όμως πια ένας μικρότερος οικισμός. Τα πρωτοχριστιανικά αγγεία, οι επιγραφές, οι τάφοι και τα ψηφιδωτά μαρτυρούν τον πολιτισμό και την ακμή της πόλης κατά την εποχή εκείνη.

Από τους πρώτους κιόλας αιώνες κατά την Α’ βυζαντινή περίοδο ιδρύθηκε η επισκοπή Κισάμου. Επίσκοπος Κισάμου αναφέρεται στη Σύνοδο της Σαρδικής. Ίχνη του καθεδρικού ναού Κισάμου της Α’ βυζαντινής περιόδου δε σώζονται σήμερα στο Καστέλι. Τα θεμέλια μιας εκκλησίας κοντά στην παραλία είναι κατεστραμμένα και δυσκολεύεται κανείς να υποθέσει, ότι υπήρξε ο καθεδρικός ναός της Α’ βυζαντινής περιόδου.

Υπολογίζεται ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο στην πόλη της Κισάμου υπήρχαν πάνω από δέκα χριστιανικοί ναοί. Αναφέρεται ότι μέσα στο φρούριο υπήρχαν τρεις, στην αρχαία οδό κάτω από την αγορά άλλος ένας και επίσης άλλος κοντά στο επισκοπικό μέγαρο. Αυτός είχε και νεκροταφείο, όπου βρέθηκαν και πρωτοχριστιανικές επιγραφές. Στην παραλία κοντά στο τελωνείο, υπήρχε άλλη μια εκκλησία, στα θεμέλια της οποίας έχει κτιστεί σήμερα η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Έξω από το φρούριο ήταν ένας μικρός θολωτός ναός της Παναγίας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το εικονοστάσι. Στη θέση Μπιλαλιανά διατηρείται ο πρωτοχριστιανικός ναός του Αγίου Νικολάου. Άλλη πρωτοχριστιανική εκκλησία υπήρχε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο μητροπολιτικός ναός. Η εκκλησία αυτή καταστράφηκε, αλλά ξανακτίστηκε κατά την επανάσταση του 1866. Οι τέσσερις κολόνες που στηρίζουν το θόλο της προέρχονται από το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο. Εικάζεται ότι υπήρχαν κι άλλες εκκλησίες στην πόλη, για τις οποίες δεν έχει φθάσει σ’ εμάς καμιά πληροφορία.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που βρέθηκαν τυχαία κατά καιρούς, και ένας μεγάλος αριθμός από σημαντικά κτίσματα και μια σειρά από ψηφιδωτά δάπεδα ρωμαϊκών χρόνων κατατάσσουν την επαρχία Κισάμου στις πιο σπουδαίες του νομού Χανίων. Εκείνο που κάνει τα μνημεία της Κισάμου να ξεχωρίζουν είναι η ποικιλία των πολυτελών μαρμάρων και η ακρίβεια εκτέλεσης. Συστηματική έρευνα και μελέτη δεν έχει γίνει ακόμη. Είναι όμως σκόπιμο να αναφερθεί ο κατάλογος των παλαιοχριστιανικών μνημείων της επαρχίας:

α) Λατζιανά, στο ναό της Αγίας Βαρβάρας βρέθηκε κατά την ανασκαφή του μνημείου αμφίγλυφο θωράκιο από λευκό μάρμαρο καλής ποιότητας και επεξεργασίας.

β) Πανέθυμος, εντοιχισμένη επιτύμβια παλαιοχριστιανική επιγραφή και δυο μικρά κομμάτια από παλαιοχριστιανικό θωράκιο στην εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου.

γ) Επισκοπή, η εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, από τα πιο προβληματικά, στη χρονολόγησή τους, μνημεία της Κρήτης.

δ) Σκορδιλιανά Επισκοπής Κισάμου, ερείπια οικοδομήματος με πλακόστρωτα κλίτη, κιονίσκους με γλυφές και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη.

ε) Δελιανά, συνοικισμός Άστρικας, παλαιοχριστιανικοί λαξευτοί τάφοι.

στ) Κούνενι, ναός Μιχαήλ Αρχαγγέλου, με τοιχογραφίες των αρχών του 14ου αιώνα.

ζ) Ρόκκα, ναός των Αγίων Αποστόλων.

Δε γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη της πόλης στην εποχή της Αραβοκρατίας, ίσως πέρασε μια περίοδο παρακμής και ερήμωσης. Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά, ιδρύθηκε και πάλι η Επισκοπή Κισάμου και αναφέρεται στο τακτικό του 980 (Κρητ. Χρον.). Η πόλη όμως εξακολούθησε να βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής. Υπάρχει η παράδοση, ότι κατά τη νύχτα αποβιβάζονταν στην Κίσαμο Αφρικανοί πειρατές, που καταδίωκαν τους κατοίκους. Μάλιστα στη συνοικία του Πύργου λέγεται ότι Καλικανταριανοί έσφαξαν τους κατοίκους, άρπαξαν τα γεννήματα και τα παιδιά και έκαψαν τον οικισμό.

Από την Κίσαμο λέγεται ότι πέρασε ο Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε. Ίσως η ανοικοδόμηση των ναών, που βρίσκονται στην Κίσαμο και στο ακρωτήρι Σπάθα, Άγιος Παύλος και Άγιος Σώζων, να είναι δικό του έργο. Αντίθετα σίγουρο θεωρείται το πέρασμα και η δράση του Κρητικού Άγιου Ιωάννη του Ξένου (980 – 1028).

Ο Κρητικός αυτός Άγιος συνεχίζοντας τη λαμπρή ιεραποστολική του δράση στη δυτική Κρήτη έφθασε τέλος για ν’ αναπαυθεί  «σ’έρημοντόπον, εις τα μέρη της Κισάμου, έξω εις την Ακτήν». Σε μεταγενέστερο κείμενο της βιογραφίας του Αγίου Ιωάννη (Κωδ. Κισάμου) αναφέρεται ότι αυτός έφυγε από το χωριό Αζωγυρέ Σελίνου «και υπήγεν έξω εις την άκρην του Νησιού κατά την δύσιν εις τα μέρη της Κισάμου εις την Ακτήν και ευρίσκοντας τόπονήσυχον και αρεσκούμενον τον εκατοίκησεν εκεί και έκτισενΕκκλησίαν και Μοναστήριον εκατεστησεν». Για το τελευταίο αυτό κτίσμα του Ξένου δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες.

Γεγονός πάντως είναι ότι αναφέρεται πως ο Άγιος Ιωάννης πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Ακτή (Μεσόγεια) Κισάμου, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα, όπου και συνέταξε τη διαθήκη του, στις 20 Σεπτεμβρίου του έτους «6536 από κτίσεως κόσμου» (= 1027μ.Χ.), σύμφωνα με το μεταγενέστερο κώδικα του 19ου αιώνα. Από το κείμενο της διαθήκης διαφαίνεται η στοργή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ξένου προς τη Μονή Μυριοκεφάλων.

Στην περιοχή αυτή και κοντά στο σημερινό χωριό Καβούσι υπάρχει μέσα σε σπήλαιο παλιός ναός, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Ευσταθίου, που γιορτάζει στις 20 Σεπτεμβρίου. Εξωτερικά και ενσωματωμένος στη βόρεια πλευρά αυτού του ναού βρίσκεται τάφος στον οποίο, κατά την παράδοση, τάφηκε ο Άι Κυρ-Γιάννης. Κατά την ίδια παράδοση στο ναό αυτό φυλάσσονταν μέχρι των χρόνων της Ενετοκρατίας η κάρα του Αγίου, η οποία σήμερα βρίσκεται στο ναό του Άι Κυρ-Γιάννη του χωριού Τσουρουνιανά (πρώην Πάνω Άι Κυρ-Γιάννης). Μεταφέρθηκε εκεί ύστερα από κλοπή της και με διαταγή κάποιου τοπικού άρχοντα.

Στον τόπο που αναπαύθηκε, όπως προαναφέρθηκε, συνέταξε τη διαθήκη του, η οποία σώζεται σε δυο μορφές κειμένων τα οποία και παραθέτουμε:

Α’ Ο Codex BodIeianus Οκοηίί (15ος αιώνας) αναφέρει:

«…και πάλιν διά το πλήθος των πολλών μου αμαρτιών ουκ έασάν με αναπαυθήναι οι φιλόχριστοι και λοιπόν εις έτερον τόπον έρημον κατώκησα εις τα μέρη της Κισάμου έξω εις την Ακτήν εν οις και προσμένεινηρετισάμην διά την των ανθρώπων συγχυσιν’ και ούτως πάντα τα κατ’ εμέ επισυνάψας και εγγράφως ποιήσας εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τούτο δορίζομαι και εντέλλομαι πάσι, ως αν πάσας εκκλησίας ήγειρα ως είρηται και α προσεκτησάμην κινητά, ακίνητα, και αυτοκίνητα, ίνα εισίν πάντα εις την μονήν του Μυριοκεφάλου έως συστολής του παρόντος κόσμου ει δε τις των επιγείων ανθρώπων, είτε Βασιλείς ή πατριάρχης ή μητροπολίτης ή επίσκοπος ή άρχων ή άλλος τις των απάντων, κατατολμήσει αποσπάσαι των ευκτηρίων ων έκτισα ή από τίνος των υπ’ αυτών ακινήτων, α και αφιέρωσα εις την δηλωθείσαν μονήν, ο προς ταύτην κα τα τολμών πρώτον μεν των της ακινησίας δεσμών άλυτος έστω και η μερίς αυτού και ο κλήρος αυτού μετά του Ιούδα, αγχόνη καθυποβαλλόμενος, και αναθέματι (και) των τετρακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων πατέρων και τω αιωνίω πυρίαποκεκλήρωται’ αεί δε ταύτα πάντα φυλάττων, α εποίησα και προσεκτησάμην, ο Θεός ο άγιος ο επουράνιος και η μεσίτρια του κόσμου συγχωρήσει αυτοίς πάντα τα οφλήματα αυτών εν τω μένοντι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν».

Β’ Ο Codex Cisamensis (190ς αιώνας) αναφέρει:

«… και πάλιν θεωρώντας ότι και εκεί οι ευλαβείς Χριστιανοί οίτινες εσυντρέχασι προς αυτόν χάριν εξομολογήσεως και ευλαβείας, δεν τον άφιναν να ησυχάζη και κατά μόνας να προσεύχηται προς τον Θεόν, καθώς είχε πόθον, έφυγε και απ’ εκεί και υπήγεν έξω εις την άκρην του Νησίου κατά την δύσιν εις τα μέρη της Κισάμου εις την Ακτήν, και εκεί ευρίσκοντας τόπονήσυχον και αρεσκούμενόν του εκατοίκησεν εκεί, και έκτισεν Εκκλησίαν και Μοναστήριον εκατάστησεν. Όμως βλέποντας ο Άγιος, ότι ήλθεν ο καιρός να μετασταθή εκ του προσκαίρου κόσμου τούτου και να υπάγη προς τον ποθούμενόν του Χριστόνεκάλεσε τους κάτωθεν στρατηγούς και άρχοντας και έκαμε την παρούσαν αυτού διαθήκην, ο οποίος διατιθέμενος λέγει.

– Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού διορίζομαι τούτο και εντέλλομαι, διατίθεμαι και παραγγέλω εις όλους ότι όλα τα Μοναστήρια και Εκκλησίες όπου χάριτι Θεού ανήγειρα και έκτισα και όσα υποστατικά κινητά και ακίνητα αφιέρωσα εις αυτά, θέλω να είναι όλα υπό την εξουσίαν της Κυρίας Θεοτόκου των Μυριοκεφάλων έως τέλος του παρόντος κόσμου χωρίς καμμίας εναντιότητος. Ει δε τις των επιγείων ανθρώπων είτε Βασιλεύς, είτε πατριάρχης ή μητροπολίτης, ή άρχων ή αρχόμενος, ή μικρός ή μεγάλος τολμήσει να εκβάλη από τα πράγματα οπού αφιέρωσα εις τα αυτά Μονύδρια, τα οποία έκτισα κινητά ή ακίνητα’ αλλά να είναι όλα αυτά εις την άνω ειρημένην Μονήν των Μυριοκεφάλων ως εδιαταξάμην. Πρώτον μεν να είναι αφωρισμένος από Θεού Παντοκράτορος και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ακοινώνητος των Αχράντων Μυστηρίων και μετά θάνατον άλυτος. Η μερίς και ο κλήρος αυτού να είναι μετά του Προδότου Ιούδα, και να έχη τα αναθέματα και τας κατάρας των τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων της εν Νικαία Πρώτης Συνόδου και να κληρονομήση την αιώνιον κόλασιν. Όποιος δε πάλινφυλάξη την διαθήκην μου ταύτην απαρασάλευτον και όσα επαράγγειλα να τηρήση αμετάτρεπτα, ο Θεός ο Άγιος ο Επουράνιος και η Κυρία Θεοτόκος η μεσίτρια παντός του κόσμου να του συγχωρήση όλα του τα αμαρτήματα’ και ενώρα της φοβεράς κρίσεως συγχωρήσει αυτού τα πταίσματα, εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι και στήσει αυτόν της εκ δεξιών αυτού παραστάσεως και κληρονόμος γένηται της αυτού Βασιλείας. Αμήν. Μηνί Σεπτεμβρίω Κ’. Από κτίσεως κόσμου 6536 από δε Χριστού 1027.

Χειρ Μόσχου Διακόνου και Νομικού γραφέως Κάστρου Χάνδακος υπέγραψεν.

Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος και Στρατηγός Κρήτης ο Βραχέων παρών εις ταύτην την διαθήκην του Μοναχού Ιωάννου προτραπείς υπέγραψα.

Ευμάθιος πρωτοσπαθάριος και Στρατηγός Κρήτης παρών εις την παρούσαν διαθήκην του Μοναχού Ιωάννου και Ερημίτου υπέγραψα.

Παπά Λέων Δαφερεράς Νοτάριος υπό της Βασιλικής Εξουσίας εμετάγραψα την παρούσαν διαθήκην, του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του εν τη Κρήτη της επωνυμίας Ξένου Μοναχού».

Στην Ακτή λοιπόν και κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα αναπαύτηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος.

Η Φαλάσαρνα (σύμφωνα με άλλους η Φαλάσαρνος ή τα Φαλάσαρνα) είναι μια από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της δυτικής Κρήτης που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο σ’όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Για την ένδοξη αυτή αρχαία πόλη μιλούν με θαυμασμό οι συγγραφείς Στράβων, Στέφανος Βυζάντιος, Δικαίαρχος, Πολύβιος και άλλοι.

Ο Πολύβιος μας δίνει την πληροφορία ότι το 184 π.Χ. η Κυδωνία είχε επιτεθεί εναντίον της Φαλάσαρνας. Η ρωμαϊκή πρεσβεία που βρισκόταν τότε στην Κρήτη υπό το Φάβιο Λαβεών, μεσολάβησε για την κατάπαυση του πολέμου. Η Κυδωνία κατέλαβε τη Φαλάσαρνα και εγκατέστησε στην κυβέρνηση φιλικά προς αυτήν πρόσωπα, τα οποία εφόνευσαν τους υπό το Μεναίτιο επιφανέστερους των πολιτών (Πολύβιος ΧΧΙΙΙ, 15,2-6). Αναφέρουνακόμη ότι αυτή ήταν επίσημη πόλη της Κρήτης «ευλίμενος, κατά τα δυτικά παράλια, και ναόν έχουσα της Αρτέμιδος».

Ιδρύθηκε τον 80 π.Χ. αιώνα πιθανώς από τους Δωριείς της Κρήτης. Η σημερινή Φαλάσαρνα βρίσκεται 20χμ. περίπου δυτικά από το Καστέλι. Εκεί τελειώνει η Κρήτη και τα νερά του Κρητικού σμίγουν με τα νερά του Λιβυκού Πελάγους. Το γραφικό ακρωτήρι της Γραμπούσας θα αποτελούσε βεβαίως σπουδαίο οχυρό και για τους αρχαίους κατοίκους της Φαλάσαρνας. Προστάτευε τους φιλήσυχους και εργατικούς κατοίκους από τους διάφορους εχθρούς και καθιστούσε τη δυτική ακτή καλό λιμάνι, συγκρατώντας τους βόρειους ανέμους που μάστιζαν την περιοχή. Μια προεξοχή του ακρωτηρίου αυτού από Βορρά και μια άλλη από νοτιοδυτικά, ανοίγουν διάπλατα την αγκαλιά τους για να υποδεχτούν και να ημερώσουν το υγρό στοιχείο, την περιπόθητη από την αρχαιότητα «θάλατταν». Μια θαυμάσια αμμουδιά υπάρχει στη Φαλάσαρνα και μετά την παραλία μια μικρή, αλλά εύφορη, ενδοχώρα κατάφυτη σήμερα από ελαιόδεντρα. Σε θερμοκήπια οι εργατικοί κάτοικοι των Μεσογείων, εξαιτίας του θερμού κλίματος της περιοχής καλλιεργούν πρώιμα κηπευτικά (αγγούρια, ντομάτες). Γνωστά μάλιστα είναι και τα εκεί καλλιεργούμενα περίφημα «κρομμύδια των Μεσογείων».

Από την πρώτη ματιά απορεί κανείς και αναρωτιέται πώς μια τόσο σημαντική πόλη της αρχαιότητας, όπως η Φαλάσαρνα, αναπτύχτηκε σε μια περιοχή σχετικά μικρή, φτωχική και απομονωμένη. Πιθανότατα οι κάτοικοί της θα καρπώνονταν την πίσω απ’ αυτούς μεγάλη και εύφορη πεδιάδα των σημερινών Μεσογείων, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τους κατοίκους των Μεσογείων, που καλλιεργούν και τα εδάφη της περιοχής της Φαλάσαρνας.

Ασφαλώς η Φαλάσαρνα θα διέθετε αρκετή ναυτική και εμπορική δύναμη. Έτσι μόνο ερμηνεύεται η μεγάλη ακμή της κατά τους αρχαίους χρόνους.

Στην αρχή η πόλη διέθετε τεράστιο τείχος που περιέβαλε την ακρόπολή της, η οποία βρισκόταν στην κορυφή λόφου που δέσποζε και στην ξηρά και στη θάλασσα. Σώζονται σήμερα μερικά τμήματα του τείχους αυτού, το οποίο είναι κτισμένο με τεράστιους ογκόλιθους κατά το σύστημα της λεγόμενης ισοδομίας. Το τείχος μοιάζει κάπως με τα πελασγικά τείχη και εκπλήσσει με το πάχος και την επιβλητικότητά του. Ένας τεράστιος θρόνος λαξευμένος πάνω σ’ ένα βράχο εμφανίζει τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη του ηγεμόνα της πόλης.

Υηάρχουν αρκετοί τάφοι (επιφανειακοί και υπόγειοι) σε μήκος και πλάτος κανονικού ανθρωπίνου σώματος. Οι τάφοι αυτοί περιβάλλονται στην πλειοψηφία τους από πλάκες ασθεστόλιθου, οι οποίες καλύπτουν αριστοτεχνικά όλες τις επιφάνειές τους. Μέσα στους τάφους διακρίνονται ανθρώπινοι σκελετοί αλλά χωματοποιημένοι από την πολυκαιρία.

Πέτρες συμμετρικά πελεκημένες, προερχόμενες από σπίτια, καθώς και ίχνη από σκαλοπάτια αγορών ή θεάτρων και πολλά άλλα δείγματα κατοικημένων χώρων, βρίσκονται σε πολλά μέρη της περιοχής. Όλα αυτά δεν απέχουν πολύ από τους τάφους που αναφέρθηκαν, πράγμα που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι κατοικίες των ζωντανών βρίσκονταν τότε κοντά στις κατοικίες των αγαπημένων τους νεκρών.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η νεκρόπολη της Φαλάσαρνας που ανασκάφτηκε τελευταία. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε ήδη στην επιφάνεια αρκετούς υπόγειους τάφους και μεγάλο αριθμό πίθων (πιθαριών). Και οι τάφοι και οι πίθοι βρέθηκαν ασύλητοι, Τι ακριβώς περιείχαν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, γιατί η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν δημοσίευσε ακόμη τα ευρήματα. Φαίνεται πάντως ότι εδώ βρισκόταν το επίσημο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Το γεγονός ότι κοντά στους τάφους βρίσκεται ένας ή και περισσότεροι πίθοι, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πιθανότατα μέσα στους πίθους αυτούς θάβονταν μαζί με το νεκρό είτε διάφορα πρωτόλεια είτε τα πιο αγαπημένα αντικείμενα της ζωής του νεκρού (κτερίσματα) ή και τα δυο μαζί.

Όλοι οι πίθοι σώζονται σε καλή κατάσταση. Βρίσκονται παράλληλα με το νεκρό, σε πλάγια πάντοτε θέση, με το στόμιο κλεισμένο επιμελώς με πλάκα. Το μέγεθος των πίθων αυτών ποικίλλει. Άλλοι είναι αρκετά μεγάλοι, άλλοι μεσαίου μεγέθους και άλλοι μικροί. Αντιστοιχούν προς τα σημερινά μεγάλα πιθάρια οι πρώτοι και προς τα σημερινά κουρούπια και κουρουπάκια (μικρά κιούπια) οι υπόλοιποι.

Συμβαίνει όμως σε μερικές περιπτώσεις να βρίσκονται αρκετοί πίθοι συγκεντρωμένοι και σε πλάγια πάντοτε στάση, χωρίς να βρίσκεται κοντά τους τάφος. Αναμένοντας τα αποτελέσματα και τις ανακοινώσεις από τις ανασκαφές δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με θετικότητα.

Όπως αναφέρουν οι ντόπιοι γεωργοί, πολλές φορές βρέθηκαν απ’ αυτούς διάφορα αντικείμενα μέσα ή και έξω από τους τάφους, όπως πεσσοί, αγγεία (μελανόμορφα κυρίως) και πολλά άλλα πήλινα και σιδερένια αντικείμενα, τα οποία από άγνοια τα έσπασαν.

Οι ανασκαφές πρέπει να συνεχιστούν και μάλιστα να επεκταθούν και στην ακρόπολη (τον προς Βορρά δηλ. λόφο). Ίσως εκεί να βρεθεί και ο ναός της Άρτεμης που αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς.

Ο Trivan στο περίφημο «Χρονικό» του διηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έστειλε το 1182 το γιο του Ισαάκιο με 12 αρχοντόπουλα και άλλους αποίκους στην Κρήτη για να καταβάλουν τους επαναστάτες. Ο στόλος που τον αποτελούσαν 101 γαλέρες προσορμίστηκε στο Μαύρο Μόλο κοντά στο ακρωτήρι Τράχηλος ή Τράχιλας. Εκεί αποβιβάστηκαν και ξεφόρτωσαν όλα τους τα πολεμοφόδια. Τότε ο Ισαάκιος διέταξε να κάψουν τα πλοία, εκτός από μια γαλέρα που έστειλε στην Πόλη για ν’ αναγγείλει στον πατέρα του ότι έφθασαν στην Κρήτη (εγγίξαμεν). Ο Trivan αναφέρει τη λέξη ελληνικά και συμπληρώνει, ότι από τότε το όνομα του τόπου Τράχηλα έγινε Κίσαμος από το εγγίξαμε = φθάσαμε του Ισαάκιου. Αυτή η άποψη όμως είναι μόνο η προσωπική γνώμη του Trivan, αφού σήμερα γνωρίζουμε, ότι η ονομασία Κίσαμος, είναι προελληνική και ανήκε στην αρχαία πόλη που βρισκόταν σ’ εκείνη την περιοχή.

Κατά την Ενετοκρατία η επισκοπή Κισάμου περιήλθε στην Καθολική Εκκλησία. Στα μέσα του 16ου αιώνα επίσκοπος Κισάμου έγινε ο Γεράσιμος Παλαιόκαπας, που υπήρξε και ο μόνος Ορθόδοξος επίσκοπος Κισάμου για πολλούς αιώνες. Ο Παλαιόκαπας αφιέρωσε την τεράστια πατρογονική του περιουσία στην επισκοπή.

Την πόλη που βρισκόταν στη θέση της αρχαίας Κισάμου, την οχύρωσαν οι Βενετοί με φρούριο για να μπορούν να εποπτεύουν ολόκληρη την επαρχία και να καταστέλουν τις επαναστάσεις των Κρητικών.

Το 1570 οι Κρητικοί επαναστάτες του Καντανολέοντα κυρίευσαν το φρούριο του Καστελιού. Το φρούριο καταστράφηκε σχεδόν εντελώς από το σεισμό του 1595, αλλά επισκευάστηκε και πάλι από το Βενετό προβλεπτή Lorenzο Contarini. Ολόκληρο το φρουριακό συγκρότημα είχε ένα σχήμα ασύμμετρου πενταγώνου και μέσα σ’ αυτό υπήρχαν εκκλησίες, φυλακές, στρατώνες κι ένα πηγάδι.

Το Φεβρουάριο του 1646, ο διοικητής της φρουράς, Giovani Medini, άνοιξε τις πόρτες του φρουρίου στο νέο κατακτητή, τους Τούρκους. Αλλά οι Βενετοί, όταν προσπάθησαν να καταλάβουν και πάλι την Κρήτη, εξώθησαν τους Κρητικούς σε επανάσταση κατά των Τούρκων.

Το 1692 οι επαναστάτες πολιόρκησαν το φρούριο και το κατέλαβαν. Οι Βενετοί όμως τους εγκατέλειψαν και έτσι οι Τούρκοι το ξαναπήραν πολύ γρήγορα. Ό,τι απέμεινε σήμερα απ’ αυτό το φρούριο είναι περισσότερο κτίσματα των Τούρκων. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το φρούριο του Καστελιού έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ όλες τις κρητικές επαναστάσεις και πολιορκήθηκε πολλές φορές από τους Χριστιανούς. Στα 1821, οι επαναστάτες πολιόρκησαν 1.800 Τούρκους μαζί με τις οικογένειές τους, που είχαν κλειστεί στο φρούριο, ενώ δυο υδραίικα καράβια απέκλεισαν το φρούριο από τη θάλασσα.

Στα 1823, αποβιβάζεται στο Καστέλι ο νέος αρμοστής της Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζης μαζί με τον Άγγλο Άστιγγα, τον Καλλέργη και 600 Έλληνες πολεμιστές. Μετά από στενή πολιορκία του φρουρίου από τους Έλληνες, η τούρκικη φρουρά συνθηκολόγησε και παρέδωσε το φρούριο μαζί με ολόκληρο τον οπλισμό της. Όσοι Τούρκοι απέμειναν, μετά από την επιδημία πανούκλας που ξαπλώθηκε στο φρούριο, μεταφέρθηκαν από τους επαναστάτες με πλοία στα Χανιά και η ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο στις 25 Μαΐου του 1823. Τον επόμενο όμως χρόνο ο Χουσείν Μπέης με χιλιάδες Αλβανούς κατέλαβε και πάλι το φρούριο.

Στα 1825 οι Κρητικοί που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συγκροτούν ένα εκστρατευτικό σώμα και το παίρνουν και πάλι από τα χέρια των Τούρκων. Το φρούριο όμως δεν κρατήθηκε για πολύ στα χέρια των Ελλήνων γιατί το κατέλαβε ο Μουσταφά Πασάς. Έτσι έμεινε στην κυριαρχία των Τούρκων χωρίς να υποστεί καμιά πολιορκία μέχρι την επανάσταση του 1866. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης αυτής πολιορκήθηκε από τους Έλληνες υπό το συνταγματάρχη Βυζάντιο, τον ταγματάρχη Φρουδαράκη, το Γεώργιο Καμπούρη, τον Πάνο Κορωναίο, τον Αναγνώστη Σκαλίδη, τον Κριάρη και πολλούς άλλους.

Η τούρκικη δύναμη όμως ήταν πολύ ισχυρή και είχε ενισχυθεί από ένα τούρκικο πολεμικό πλοίο που είχε αράξει στον κόλπο του Καστελιού. Οι απώλειες των επαναστατών ήταν μεγάλες, γι’ αυτό έλυσαν την πολιορκία και εγκατέλειψαν τον αγώνα. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκε ο ταγματάρχης Φρουδαράκης, δυο επαναστάτες ιερείς, καθώς και πολλοί άλλοι μαχητές.

Οι επόμενες πολιορκίες του φρουρίου έγιναν το 1896 και το 1897. Κατά την τελευταία αυτή πολιορκία οι Χριστιανοί απέκλεισαν τους Τούρκους στο φρούριο και ανατίναξαν τον πύργο της Κουνουπίτσας. Τα ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία όμως προστάτευαν τα τελευταία τμήματα του τουρκικού στρατού που είχαν απομείνει στην Κρήτη και έτσι οι Τούρκοι προστατευόμενοι απο διπλή σειρά Ιταλών στρατιωτών, επιβιβάστηκαν στα πλοία και κατέφυγαν στην Τουρκία.

Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό, η κωμόπολη του Καστελιού άρχισε να ανοικοδομείται και να προοδεύει σιγά σιγά, αλλά σταθερά, μέχρι το Μάιο του 1941 οπότε έγινε η περίφημη Μάχη της Κρήτης.

Ένας από τα πρώτα γεγονότα της Μάχης της Κρήτης υπήρξε η επίθεση ιταλικών αεροπλάνων σε αγγλικό πετρελαιοφόρο που βρισκόταν στον κόλπο του Καστελλιού. Ο Άγγλος πλοίαρχος κατόρθωσε μ’ έναν επιδέξιο χειρισμό να αποφύγει τις βόμβες, που έπεφταν εναντίον του και να πλευρίσει στο ακρωτήρι της Γραμπούσας. Μετά απ’ αυτό ακολούθησε επιδρομή γερμανικών αεροπλάνων στούκας πάνω από τον κόλπο.

Στη διάρκεια τής αερομαχίας οι Γερμανοί κατέρριψαν ένα αγγλικό αεροπλάνο που τελικά βυθίστηκε στον κόλπο. Ο Άγγλος πιλότος όμως σώθηκε με σωσίβιο. Ακολούθησε μια πεισματώδης ναυμαχία, ανάμεσα σ’ ένα αγγλικό πολεμικό κι ένα ιταλικό καταδρομικό στα ανοιχτά του κόλπου του Καστελιού. Όλοι οι κάτοικοι παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα τον άνισο αγώνα και είδαν το ιταλικό καταδρομικό «Κολεόνι» να βυθίζεται. Τους Ιταλούς ναυαγούς περιέθαλψαν οι Καστελιανοί, παρόλο που την εποχή εκείνη, ήταν εχθροί της Ελλάδας.

Το Μάη του 1941, το Καστέλι αντιμετώπισε την επίθεση εκατοντάδων γερμανικών αεροπλάνων, που σκίασαν τον ουρανό του και προκάλεσαν τρόμο στους κατοίκους του. Στη θέση Κάμπος κοντά στην Καμάρα άρχισαν να πέφτουν πολυάριθμοι αλεξιπτωτιστές με στρατιωτικά εφόδια (όλμους και πολυβόλα) για την κατάληψη του Καστελιού. Οι κάτοικοι της κωμόπολης μαζί μ’ ένα τάγμα στρατού κατόρθωσαν να τους περικυκλώσουν και να τους εξουδετερώσουν.

Οι περισσότεροι από τους Γερμανούς σκοτώθηκαν ενώ 13 πιάστηκαν αιχμάλωτοι Το Καστέλι είχε σωθεί. Η νίκη όμως αυτή ήταν προσωρινή. Μετά από τρεις μέρες οι Γερμανοί άρχισαν να βομβαρδίζουν το Καστέλι, χρησιμοποιώντας και εμπρηστικές βόμβες. Έτσι το Καστέλι καταστράφηκε. Πολλά σπίτια του ερειπώθηκαν και άλλα κάηκαν. Οι κάτοικοι για να μην αφανιστούν κατέφυγαν στα γύρω χωριά και στα σπηλιάρια (σπήλαια) της περιοχής.

Στο χώρο αυτό έχει ανεγερθεί μνημείο προς τιμήν εκείνων που έπεσαν κατά τη Μάχη της Κρήτης. Εκεί κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου ψάλλεται επιμνημόσυνη δέηση για τους αγωνιστές εκείνους που θυσιάστηκαν στο βωμό της λευτεριάς.

Η αντίσταση των ηρωικών Κρητικών, που μάχονταν κοντά στα χωριά Νοχιά και Δραπανιάς, άρχισε σιγά σιγά ν’ αδυνατίζει μπροστά στις ισχυρές γερμανικές φάλαγγες, που συνεχώς κατέφθαναν από το Μάλεμε και υποστηρίζονταν από τον αδιάκοπο βομβαρδισμό των γερμανικών αεροπλάνων. Αφού οι Γερμανοί εξουδετέρωσαν κάθε αντίσταση, μπήκαν στο έρημο από κατοίκους Καστέλι. Η μέρα της γερμανικής εισβολής ήταν για το Καστέλι μια από τις δυσκολότερες μέρες της ιστορίας του. Οι Γερμανοί λεηλάτησαν τα σπίτια του, τουφέκισαν όσους κατοίκους βρήκαν και άλλους τους μετέφεραν στο στρατιωτικό αεροδρόμιο στη θέση Κορφαλώνα. Μ’ αυτόν τον τρόπο πίστευαν ότι εκδικήθηκαν την ταπείνωση που υπέστησαν από τους Κρητικούς και την ηρωική αντίσταση του Καστελιού.

Το 1945, με το τέλος του πολέμου, οι Γερμανοί αναχώρησαν ταπεινωμένοι από το Καστέλι, αφού πρώτα ανατίναξαν τα οχυρά τους και την προβλήτα του λιμανιού.

Μετά την απελευθέρωσή της η πόλη μπήκε σε μια περίοδο περισυλλογής, ανοικοδόμησης και προόδου. Άρχισαν σιγά σιγά να την πλαισιώνουν καινούριοι κάτοικοι και να τη στολίζουν καινούρια οικοδομήματα: τράπεζες που βοηθούν την οικονομία της, εκπαιδευτικά ιδρύματα, σύγχρονα ξενοδοχεία για την εξυπηρέτηση των τουριστών που την κατακλύζουν και άλλα δημόσια οικοδομήματα.

Οι Καστελιανοί ιδιαίτερα ευαίσθητοι στα πολιτιστικά θέματα διατήρησαν τις παραδόσεις τους, τα ήθη, τα έθιμα και τις λαϊκές ιστορίες που κληρονόμησαν από τους πατέρες και τους παππούδες τους.

Μια απ’ αυτές τις ιστορίες είναι εμπνευσμένη από την αναχώρηση των Τούρκων από το νησί και μιλάει για έναν Τούρκο, που έμεινε κατά λάθος στην περιοχή του Καστελιού και έζησε για χρόνια στα βουνά. Ο Τούρκος αυτός για να διατηρηθεί στη ζωή αναγκαζόταν να κλέβει τρόφιμα από τα σπίτια που συναντούσε στο δρόμο του. Κάποτε έτυχε να κλέψει και έναν τυροκόμο. Ο τυροκόμος όμως κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε, γιατί έβλεπε κάθε μέρα να λείπει το τυρί του. Παραφύλαξε λοιπόν μια μέρα για να συλλάβει τον κλέφτη κι έτσι βρήκε τον Τούρκο. Εκείνος απελπισμένος πια απ’ τη ζωή του παρακάλεσε τον τυροκόμο να τον σκοτώσει. Ο τυροκόμος όμως του είπε: «δεν πρόκειται να σε σκοτώσω, θα προσπαθήσω να σε γλιτώσω». Πράγματι μετά από λίγο ο Τούρκος βρισκόταν στο σπίτι του τυροκόμου. Η γυναίκα του όμως θύμωσε και του είπε: «γιατί τον μάζεψες αυτό τον άπιστο, σκότωσέ τον». «Γυναίκα», λέει ο τυροκόμος, «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό». Τελικά κατάφερε να γλιτώσει τον Τούρκο και να τον στείλει στην Τουρκία.

Πέρασαν χρόνια πολλά και ξαφνικά βρέθηκε ο Κρητικός τυροκόμος στην ίδια θέση, που είχε βρεθεί ο Τούρκος κάποτε, αφού πιάστηκε αιχμάλωτος και πουλήθηκε σα σκλάβος. Ένας Τούρκος όμως τον ακριβοπλήρωσε και τον πήρε στο κονάκι του. Είπε στη γυναίκα του να τον περιποιηθεί με όλες τις τιμές και μάλιστα διέταξε να μην του λείψει τίποτα. Η συμπεριφορά αυτή κίνησε την περιέργεια του τυροκόμου και απόρησε για την περίσσια καλοσύνη του. Όταν τον ρώτησε, ο Τούρκος είπε: «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό». Τώρα πια ο Τούρκος με τη σειρά του έντυσε τον Κρητικό σαν Τούρκο, τον ελευθέρωσε και τον έστειλε στην Ελλάδα.

Μια άλλη λαϊκή παράδοση συνδέεται με την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι κάτοικοι της περιοχής προσπαθούσαν να κτίσουν το ναό του Αγίου Αντωνίου μα αυτός συνεχώς γκρεμιζόταν, επειδή το χειμώνα πέρναγε απ’ εκεί κοντά ένας χείμαρρος, που στο πέρασμά του δεν άφηνε τίποτα όρθιο.

Ο ναός τότε κτίστηκε λίγο πιο πάνω, στις ρίζες του βουνού, αλλά και πάλι παρουσιάστηκε άλλο πρόβλημα. Ακριβώς από πάνω του κρεμόταν ένας βράχος τεραστίων διαστάσεων και υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει και να τον γκρεμίσει. Τότε λέγεται ότι ο ίδιος ο Άγιος Αντώνιος την παραμονή της γιορτής του έκανε ένα σεισμό για να κυλήσει ο βράχος. Ενώ ο βράχος κυλούσε, ο Άγιος έβαλε το αριστερό του χέρι και προστάτευσε την εκκλησία του. Τοποθέτησε μάλιστα το βράχο σ’ ένα τέτοιο σημείο που έδινε ίσκιο και στην εκκλησία του και στους πιστούς του. Ο λαός μας λέει για κείνη τη μέρα του σεισμού:

«…το Σπερινό του Αγίου Ντωνιού την ταχινή αποσπέρας

Τον έκαμενε το σεισμό τον τρομερό, το μέγα…»

Η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου ήταν παλιά και μοναστήρι, τα κτήματά του όμως μοιράστηκαν ή καταπατήθηκαν και έτσι έμεινε μόνο η εκκλησία.

Ο πολιούχος άγιος της κωμόπολης Καστελίου είναι ο Άγιος Σπυρίδωνας και η γιορτή του αποτελεί για την κωμόπολη μεγάλη θρησκευτική εκδήλωση.

Σε μια μαγευτική τοποθεσία μέσα σε μια σπηλιά, βρίσκεται και το Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννη, που λέγεται και Ντάμιαλη, λέξη που σημαίνει ο σταύλος του Αλή.

Το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής ανήκει επίσης στο δήμο Καστελίου Κισάμου και είναι κτισμένο σ’ ένα λόφο σε υψόμ. 100μ. Κτίστηκε το 1905 και αρχικά λειτουργούσε με 16 μοναχές. Λέγεται, ότι βρίσκεται στα ερείπια κάποιου ενετικού παρατηρητήριου. Η μονή ονομάζεται και Παρθενών, γιατί παλιά και στην ανατολική πλευρά του, λειτουργούσε παρθεναγωγείο.

Μετά από τη Γερμανική Κατοχή και κατά την πρώτη ποιμαντορία του Μητροπολίτη Ειρηναίου, το μοναστήρι ανακαινίστηκε, επειδή είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών και από το σεισμό του 1948.

Το 1968 ιδρύθηκε στη μονή σχολή κωφαλάλων, που λειτούργησε μέχρι το 1972. Σήμερα η σχολή λειτουργεί στο συνοικισμό Πύργος. Από τότε και μέχρι το 1975 στεγάστηκε εδώ το οικοτροφείο της Τεχνικής Σχολής Καστελίου.

Παλιά οι μοναχές ασχολούνταν με διάφορα χειροτεχνήματα και έφτιαχναν αληθινά έργα τέχνης, που βραβεύτηκαν μάλιστα σε διάφορες εκθέσεις. Δυστυχώς η μονή κάηκε το 1974. Αποτέλεσμα της πυρκαγιάς υπήρξε η καταστροφή αυτών των χειροτεχνημάτων και πολλών σπανίων εκδόσεων, που σήμερα δεν υπάρχουν πια. Μετά την πυρκαγιά το μοναστήρι ανακαινίστηκε.

Η μονή εκτείνεται σήμερα σε έκταση 20 στρεμμάτων. Σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της δεν είχε καμιά περιουσία. Σήμερα έχει μια μικρή περιουσία, που της παραχωρήθηκε το 1977, από τον ΟΔΕΠ μετά από τις ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Κυρίλλου.

Ο λόφος όπου είναι κτισμένη η μονή δεν έχει καθόλου νερό, γι’ αυτό τελευταία κατασκευάστηκε εκεί δεξαμενή. Το νεκροταφείο της πόλης του Καστελιού βρισκόταν παλιά στον Άγιο Αντώνιο. Επειδή όμως η γεωολογική σύσταση του εδάφους δεν βοηθούσε στην αποσύνθεση των νεκρών, αναγκάστηκαν το 1910 να μεταφέρουν το νεκροταφείο στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Το Καστέλι είναι έδρα της Μητρόπολης Κισάμου και Σελίνου, που παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή της κωμόπολης αλλά και ολόκληρης της επαρχίας, κυρίως στον εκπαιδευτικό τομέα. Τελευταία η Επισκοπή έχει ιδρύσει στο Καστέλι Οικοκυρική Σχολή και οικοτροφείο, που δίνουν τη δυνατότητα στα παιδιά μακρινών οικισμών να σπουδάσουν. Επίσης οργανώνει σεμινάρια για τη μόρφωση των ιερέων, ενώ ίδρυσε Ορθόδοξη Ακαδημία στη Μονή Γωνιάς. Τα ιδιόκτητα τυπογραφεία της Μητρόπολης εκδίδουν το μηνιαίο περιοδικό «Χριστός και Κόσμος» και το τριμηνιαίο «Η Φωνή των Νέων».

Με έδρα το Καστέλι εκδίδεται η μηνιαία εφημερίδα, τοπικών συμφερόντων, «Τα Χρονικά Κισάμου και Σελίνου» με ιδιοκτήτη, εκδότη και διευθυντή τη Φωτεινή Ανουσάκη.

Το Καστέλι προσφέρεται ιδιαίτερα για κέντρο τουριστικής ανάπτυξης και τα τελευταία χρόνια συνεχώς εξελίσσεται. Σ’ αυτό συνετέλεσε η κατασκευή λιμανιού και η ακτοπλοϊκή σύνδεσή του με τον Πειραιά. Εκτελούνται δυο δρομολόγια άγονης γραμμής την εβδομάδα: Πειραιάς – Μονεμβασία – Νεάπολη – Αγία Πελαγία – Καψάλι – Κύθηρα – Αντικύθηρα – Καστέλι. Από δω ο ξένος μπορεί ν’ αρχίσει τη γνωριμία του όχι μόνο με την Κίσαμο αλλά με ολόκληρη την Κρήτη.

Διαθέτει ακόμα πολύ καλό κλίμα, μεγάλη ηλιοφάνεια, άφθονο και καλό νερό, όμορφα αμμουδερά ακρογιάλια, πράσινο, ιστορικά μνημεία και μουσείο με σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα. Ο επισκέπτης μπορεί να περάσει όμορφες βραδιές στη Λίμνη, μικρό γραφικό λιμανάκι, και να δοκιμάσει τα φρέσκα θαλασσινά της περιοχής.

Τον Αύγουστο και για μια εβδομάδα γίνονται διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τα Γραμπούσια, σε ανάμνηση της κατάληψης του οχυρού της Γραμπούσας από τους Κρητικούς το 1825.

Από την περιοχή Κισάμου κατάγονται σπουδαίες φυσιογνωμίες των γραμμάτων και των τεχνών όπως: Θεολόγοι, φιλόλογοι, αρχαιολόγοι, νομικοί, γιατροί, αγιογράφοι, ξυλογλύπτες κ.ά.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία :https://www.kastra.eu/castleg