Η Γραμβούσα είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κισάμου. Βρίσκεται 50χμ. δυτικά των Χανίων, σε υψόμετρο 100 περίπου μ., χτισμένη σε μια καταπράσινη κοιλάδα. Απέχει 2χλμ. από τη θάλασσα. Στην κοινότητα Γραμβούσας υπάγονται και οι συνοικισμοί Κουτουφιανά και Παπαδημητριανά.
Ο συνολικός πληθυσμός της κοινότητας ανέρχεται στους 860 κατοίκους. Η κυριότερη ασχολία των κατοίκων είναι η καλλιέργεια της γης. Στην περιοχή υπάρχουν πολλά θερμοκήπια, που δίνουν άφθονα προϊόντα, όπως ντομάτες, αγγούρια και πεπόνια. Άλλα αγροτικά προϊόντα της περιοχής είναι τα κρεμμύδια, το κρασί, τα σταφύλια και λίγα δημητριακά. Η παλιότερη ονομασία του χωριού ήταν Λαρδάς, Σύμφωνα με τις διηγήσεις των κατοίκων, το όνομα αυτό προήλθε από κάποιο Ρωμαίο στρατηγό, που ονομαζόταν Larda και είχε εδώ το στρατόπεδό του. Μια άλλη εκδοχή, όμως λέει ότι η ονομασία προήλθε από τη λέξη «λαρδί» κι αυτό γιατί το έδαφος ήταν πολύ γόνιμο. Αργότερα ονομάστηκε Γραμβούσα από το μικρό ομώνυμο νησάκι που βρίσκεται στη δυτική άκρη της Κρήτης και στα δυτικά του ακρωτηρίου Μπούζος. Η ιστορία του νησιού αυτού ήταν πάντα στενά δεμένη με τη ζωή και την ιστορία των κατοίκων όλης της περιοχής της κοιλάδας των Μεσογείων, όπως ονομαζόταν και όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό.
Το όνομα Γραμβούσα είναι βενετσιάνικο. Οι Βενετοί αναφέρουν στους χάρτες τους το ακρωτήριο CapoBuso, που οι Κρητικοί το μετέφρασαν Άκρα ( = Caρo,Cavo Μπούζα) και απ’ αυτό έγινε Κραμπούζα – Γραμπούσα ή Γραμβούσα, Την ίδια ονομασία έδωσαν και σε δυο νησιά. Αυτό που βρίσκεται στα βόρεια του ακρωτηρίου ονόμασαν Άγρια Γραμβούσα και το άλλο που είναι προς τα δυτικά Ήμερη Γραμβούσα ή Άγιο Νικόλαο από το εκκλησάκι που υπήρχε εκεί.
Τον καιρό της Ενετοκρατίας, οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν πολλά από τους Βενετούς. Πολλές βενετσιάνικες οικογένειες εγκαταστάθηκαν εδώ, έκτισαν τους πύργους τους, κατέλαβαν μεγάλες εκτάσεις γης και εκτόπισαν τους ντόπιους κατοίκους. Έτσι, οι κάτοικοι της περιοχής βρέθηκαν ξαφνικά δούλοι στα κτήματά τους. Η αγανάκτησή τους ήταν τόσο μεγάλη, που οι περισσότεροι για να βρουν την ελευθερία τους κατέφυγαν στα βουνά κι άρχισαν να καλλιεργούν τις βουνοπλαγιές.
Πολλοί απ’ αυτούς, ακόμα, κατέφευγαν προς τα δυο νησάκια της Γραμβούσας, απ’ όπου μπορούσαν εύκολα να φύγουν έξω απ’ την Κρήτη σε άλλες ελληνικές περιοχές. Τα νησάκια αυτά ήταν το πιο κοντινό σημείο της περιοχής, απ’ όπου μπορούσε κανείς να φύγει από το νησί και γι’ αυτό υπήρχαν πάντα εκεί μικρά πλεούμενα, που μετέφεραν τους κυνηγημένους από τους Βενετούς κατοίκους. Λίγο αργότερα, οι κατακτητές, ύστερα από την πίεση πολλών επαναστάσεων που ξέσπασαν στην περιοχή και μετά από την εμφάνιση των Τούρκων στα παράλια της Κρήτης, έδωσαν μερικά προνόμια στους κατοίκους και τους άφησαν ελεύθερους να λατρεύουν την ορθόδοξη πίστη τους.
Την εποχή εκείνη, μάλιστα, οι Βενετοί πήραν την απόφαση να κτίσουν πάνω στην Ήμερη Γραμβούσα ένα απόρθητο φρούριο. Το νησί αυτό, που οι Βενετσιάνοι ονόμαζαν Scoglio e Fortezza Carabuse, είχε μεγάλη σπουδαιότητα τον καιρό εκείνο, γιατί στο λιμάνι του έβρισκαν προστασία τα ενετικά πλοία που έρχονταν στην Κρήτη από τη Βενετία.
Δεν είναι γνωστό ποιος είχε πρώτος την ιδέα για την οχύρωση του νησιού. Το 1579 όμως, ο Σοφιανός Εuδαιμονογιόννης, που ήταν Μονεμβασιώτης στρατιωτικός στην υπηρεσία της Βενετίας, πρότεινε την οχύρωσή του.
Ο Zuanne Mocenigo είχε παρουσιάσει στη Γερουσία ένα σχεδιάγραμμα του νησιού και τον προϋπολογισμό για την κατασκευή του. Το φρούριο άρχισε να χτίζεται το 1579 και τελείωσε το 1582. Βρισκόταν στην κορυφή κάποιου απόκρημνου και απόρθητου βράχου, ύψους 137μ. Το φρούριο προστατευόταν με τείχος και με τεράστιους κρημνούς. Το 1588 έπεσε κεραυνός σε μια πυριτιδαποθήκη με 350 βαρέλια μπαρούτι, που την ανατίναξαν στον αέρα. Το φρούριο της Γραμβούσας ήταν πολύ καλά εξοπλισμένο και το θεωρούσαν απόρθητο την εποχή εκείνη.
Το 1630 διέθετε 24 κανόνια διαφόρων μετρημάτων και ειδών, 3.398 βλήματα και. 40.000 λίμπρες μπαρούτι. Το εκκλησάκι του φρουρίου ήταν αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό και χτίστηκε το 1584 από τον AIvise Grimani. Με το κτίσιμο του κάστρου της Γραμβούσας, οι κάτοικοι της περιοχής χάνουν την ελευθερία των κινήσεών τους και την εύκολη διέξοδο από την Κρήτη, που μέχρι τότε γινόταν από το λιμάνι της Γραμβούσας.
Την εποχή εκείνη, κάνει την εμφάνισή του στα παράλια της βορειοδυτική; Κρήτης ο πειρατής Βαρβαρόσσα και λεηλατεί τα χωριά της περιοχής, χωρίς να μπορέσουν οι Ενετοί να τον εμποδίσουν. Η καταστροφή ήταν μεγάλη. Το καλύτερο χωριό της εποχής εκείνης, που ήταν στη μέση της κοινότητας Λαρδά, τα Καρατσιαριανά, διαλύεται. Οι κάτοικοί του γίνονται δούλοι στα καράβια του Βαρβαρόσσα και ολόκληρο το χωριό αδειάζει. Μετά από λίγα χρόνια, το μόνο που απέμεινε απ’ αυτό ήταν ερείπια.
Το φρούριο της Γραμβούσας δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τον Ενετοτουρκικό πόλεμο. Μαζί με τα φρούρια της Σούδας και της Σπιναλόγκας, παρέμεινε στη Βενετία σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μοροζίνη. Κατά το 1692, όμως, ο Ιταλός φρούραρχος δωροδοκήθηκε από τους Τούρκους, και έτσι, το φρούριο της Γραμβούσας έπεσε στα χέρια των Τούρκων χωρίς μάχη.
Σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι της περιοχής δοκιμάστηκαν πολύ από την τούρκικη τυραννία. Μετά την πρώτη επανάσταση, που ξέσπασε στα απάτητα βουνά των Σφακίων με αρχηγό το Δασκαλογιάννη, άρχισε η γενοκτονία του κρητικού πληθυσμού. Τα παιδιά των ραγιάδων έπρεπε με τη βία να γίνουν Τούρκοι. Λέγεται ότι απ’ όλη την περιφέρεια, όπου σήμερα βρίσκεται η κοινότητα Γραμβούσας, άρπαξαν 20 παιδιά. Άλλα απ’ αυτά τα έστειλαν στο Κάιρο (Μισίρι) και άλλα στην Πόλη. Η Επανάσταση, όμως, του 1821 ξεσπάει απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ ολόκληρη την Κρήτη. Οι κάτοικοι των Μεσογείων, όπως λέγεται η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Γραμβούσα, πρόσφεραν πάρα πολλά στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Η δράση τους συνδέθηκε κυρίως με την προσπάθεια κατάληψης του απόρθητου φρουρίου της Γραμβούσας.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Επανάστασης, οι κάτοικοι της περιοχής πήραν πολλά γυναικόπαιδα και τα πέρασαν στα Κύθηρα για μεγαλύτερη ασφάλεια, επειδή ήταν σίγουρο ότι η ζωή τους θα κινδύνευε στην πεδιάδα. Οι περισσότεροι, όμως, άνδρες έμειναν εδώ για να ετοιμάσουν τον αγώνα. Πολλοί απ’ αυτούς ταξίδευαν με τα καΐκια τους μυστικά έξω από την Κρήτη και γύριζαν με τ’ αμπάρια γεμάτα από πολεμοφόδια και μπαρούτι για τις ανάγκες της επανάστασης. Άλλοι, πάλι, έκαναν εράνους στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, για να μπορέσουν ν’ αγοράσουν όπλα. Λέγεται, μάλιστα, ότι πολλοί πουλούσαν και τα ζώα τους ακόμα για να μπορέσουν να βρουν κάποιο όπλο.
Κάθε βράδυ, οι κάτοικοι των γύρω χωριών όλης της κοινότητας μαζεύονταν και έπαιρναν αποφάσεις για την πορεία του αγώνα τους. Κάθε χωριό ήταν υποχρεωμένο να στέλνει άνδρες για τις βάρδιες. Οι άνδρες της Καλυβιανής και του Νέουχωριού πήγαιναν στο Σελλί, οι άνδρες των Καρεφυλιανών και του Άι Γιώργη πήγαιναν σε ψηλότερα σημεία, στη μέση της λοφοσειράς, για να μπορέσουν να εμποδίσουν τους Τούρκους να πλησιάσουν ή τουλάχιστον να ειδοποιήσουν τα χωριά να προφυλαχτούν σε περίπτωση τούρκικης επιδρομής. Τον πρώτο, λοιπόν, καιρό η Επανάσταση προχωρούσε με επιτυχία στην περιοχή.
Μετά, όμως, τον πρώτο χρόνο, κατά τον Αύγουστο του 1822, βλέποντας ο σουλτάνος ότι η επανάσταση στην Κρήτη έπαιρνε διαστάσεις, ζήτησε τη βοήθεια των Αιγυπτίων. Πράγματι, ο Μεχμέτ Αλή Πασάς της Αιγύπτου στέλνει το στρατηγό Χασάν Πασά με μεγάλες δυνάμεις και ισχυρό στόλο, για να καταπνίξει την επανάσταση. Οι Κρητικοί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα μπροστά στη δύναμη του αιγυπτιακού στρατού. Έτσι, το ένα μετά το άλλο πατήθηκαν όλα τα χωριά της Κρήτης και οι κάτοικοί τους εξολοθρεύτηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι.
Εδώ, όμως, στο μικρό νησάκι της Γραμβούσας, οι Αιγύπτιοι αντιμετώπισαν σθεναρή αντίσταση από τους ηρωικούς κατοίκους της περιοχής. Οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί στη μικρή χερσόνησο του νησιού, το Τηγάνι, που χωρίζεται από τη στεριά με μια στενή λωρίδα θάλασσας. Οι εχθροί έφτασαν στην απέναντι στεριά και άρχισαν να πολιορκούν τους γενναίους υπερασπιστές του νησιού. Η πολιορκία κράτησε ένα μήνα. Τελικά, οι επαναστάτες υπέκυψαν και μάλιστα λέγεται ότι όλοι σχεδόν έπεσαν στη μάχη που ακολούθησε και θυσιάστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας τους. Η λαϊκή παράδοση διέσωσε μια ιστορία, που διηγείται τον τρόπο που οι Τουρκοαιγύπτιοι κατέλαβαν το νησί. Λέγεται, λοιπόν, ότι εκεί ανάμεσα στη στεριά και τη μικρή χερσόνησο της Γραμβούσας, σχηματίζονται θαλάσσια ρεύματα, που παρασύρουν τα νερά και μπορεί κανείς εύκολα να περάσει από το νησί προς τη στεριά.
Μια μέρα, ένα μουλάρι, βλέποντας τα άλογα των Τούρκων απέναντι, χωρίς να φοβηθεί, έτρεξε και πέρασε μέσα από τα νερά της θάλασσας και βγήκε στην ξηρά. Σαν είδαν το θαύμα αυτό οι εχθροί άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί και την άλλη μέρα όρμησαν με τα άλογά τους και πέρασαν στο στενό. Η φρίκη που ακολούθησε δεν είναι δυνατό να περιγράφει με λόγια. Ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα και οι ηρωικοί επαναστάτες έπεσαν μέχρι του τελευταίου. Πολλά λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν για τη μεγάλη αυτή θυσία, ένα από τα οποία είναι και το εξής:
«Εις το Τηγάνι στα ζεστά και στον Προφήτη Ηλία
Ενόμιζες πως ήτανε δευτέρα απρουσία
Η μάνα σφίγγει το παιδί με πόνο στην αγκάλη
μα ο Τούρκος δίχως λύπηση του παίρνει το κεφάλι».
Ήδη, από την αρχή της Επανάστασης, παρουσιάστηκε η ανάγκη κατάληψης κάποιου κρητικού φρουρίου, που θα χρησίμευε σαν καταφύγιο των επαναστατών και των κυνηγημένων από τους Τούρκους Χριστιανών, σε ώρα κινδύνου. Αρχικά, αποφασίστηκε να καταληφθεί το φρούριο του Ρεθύμνου, αλλά η επιχείρηση αυτή απέτυχε. Έτσι, αποφασίστηκε να πολιορκηθεί το φρούριο της Γραμβούσας. Ο πρώτος που έριξε αυτή την ιδέα ήταν ο Μιχ. Μαυράκης από τα Μεσόγεια Κισάμου. Έτσι, η πολιορκία του φρουρίου άρχισε το Φεβρουάριο του 1823. Ύστερα από λίγο και μετά την κατάληψη του φρουρίου Κισάμου, ο αρμοστής Μαν. Τομπάζης διατάζει να λυθεί η πολιορκία του. Η απόφαση αυτή αποδείχτηκε αργότερα λαθεμένη, γιατί ο Χασάν Πασάς κατάφερε να ανακαταλάβει το φρούριο Κισάμου. Έτσι, οι επαναστάτες δεν έχουν στην κυριαρχία τους κανένα πια φρουρό και το πρόβλημα κατάληψης κάποιου φρουρίου μένει άλυτο. Το Δεκέμβριο όμως του 1823, ο Τομπάζης στέλνει και πάλι 500 οπλισμένους επαναστάτες με αρχηγό τους το Μαυράκη, για την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας. Μια ομάδα επαναστατών ανεβαίνει κρυφά στο φρούριο. Πρώτος που ανέβηκε ήταν ο Μπουζομάρκος από τ’ Ασκύφου.
Πάνω στο φρούριο βρίσκουν τον Τούρκο φρουρό να κοιμάται με τη χανούμισσά του και τον σφάζουν. Τη γυναίκα, όμως, από λεπτότητα δεν την πείραξαν. Αυτό ήταν και το μοιραίο τους λάθος. Από το φόβο της η γυναίκα ξεσηκώνει με τις κραυγές της όλο το φρούριο και την τούρκικη φρουρά. Ο Μπουζομάρκος τρέχει ν’ ανοίξει την πύλη, μα δεν τα καταφέρνει, πέφτει λαβωμένος από τα τούρκικα βόλια. Η καταστροφή που ακολούθησε ήταν ολοκληρωτική. Τα κανόνια των Τούρκων θερίζουν τους αγωνιστές. Σκοτώνονται 83 άνδρες και ο Τομπάζης φεύγει απ’ την Κρήτη και καταφεύγει στο Μοριά. Η επανάσταση στη δυτική Κρήτη κινδυνεύει, το φρούριο της Γραμβούσας παραμένει τούρκικο και μόνο μερικές ομάδες αντίστασης εξακολουθούν τον αγώνα στα βουνά.
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε, αλλά ο Μαυράκης, που βρισκόταν κι αυτός στην Πελοπόννησο, δεν μπόρεσε να ξεχάσει τη Γραμβούσα και το φρούριό της. Η σκέψη της κατάληψης τον βασανίζει διαρκώς. Στην Πελοπόννησο συναντιέται με τον καπετάνιο Μ. Αρετά από την Καλυθιανή Κισάμου και το Χαράλ. Μαυράκη και όλοι μαζί αποφασίζουν να πάνε στη Γραμβούσα με το πρόσχημα να πουλήσουν εμπορεύματα, αλλά κυρίως για να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις των Τούρκων. Πράγματι, ο Χαραλ. Μαυράκης με την άδεια του Τούρκου φρούραρχου πηγαίνει στο φρούριο για να πουλήσει διάφορα εμπορεύματα στους στρατιώτες, αλλά ταυτόχρονα παίρνει και πολλές πληροφορίες για τη δύναμη του φρουρίου και της τούρκικης φρουράς.
Μετά από τις χρήσιμες αυτές πληροφορίες, ο Μαυράκης μαζί με τον αρχηγό Βασ. Χάλη συναντούν στο Ναύπλιο τον Οικονόμου και τον Αντωνιάδη και καταστρώνουν το σχέδιο για την κατάληψη του φρουρίου. Στα 1825 ο Αρετάς μαζί με το Χαραλ. Μαυράκη επισκέπτονται και πάλι το φρούριο και μαθαίνουν ότι οι 50 άνδρες που αποτελούν την τούρκικη φρουρά δε βρίσκονται πάντα στο φρούριο, αλλά κατά τα τέλη του μήνα που αλλάζει η φρουρά, το φρούριο μένει ολομόναχο. Έτσι, ο Μαυράκης με εφόδιο της χρήσιμες αυτές πληροφορίες και με την οικονομική συμπαράσταση της ελληνικής κυθέρνησης, μαζεύει 700 άνδρες, ναυλώνει 17 πλοία και ξεκινάει για την Κρήτη. Αρχηγός των ανδρών, που στο δρόμο ενισχύθηκαν και έφτασαν τους 865, ήταν ο στρατηγός Δημ. Καλλέργης.
Τον Ιούλιο του 1825 είχαν ήδη φτάσει στον Άι Σώστη και εκεί έμαθαν ότι ο φρούραρχος ήταν μόνος του. Τότε διαδέχτηκαν οι καλύτερα οπλισμένοι και αφού άναψαν τα τσιμπούκια τους, κατέβηκαν στο Τηγάνι, παριστάνοντας τους Τούρκους. Εκεί έμαθαν ότι έπρεπε να ρίξουν δυο πιστολιές για να στείλουν τη βάρκα να τους πάει στο φρούριο. Πράγματι, ο φρούραρχος στο άκουσμα των πυροβολισμών ξεκίνησε ο ίδιος μ’ ένα καΐκι για να τους παραλάβει. Καθώς πλησίαζαν προς το φρούριο, λέγεται ότι ο Παχυνάκης, που ήξερε πολύ καλά τούρκικα επέπληξε το φρούραρχο, γιατί δεν είχε πολλούς στρατιώτες για τη φύλαξη του κάστρου. Ο έξυπνος, όμως, φρούραρχος τους υποψιάστηκε και είπε: «μην είστε ρωμιάκια; Για σαλαβάντισε» (προσευχήσου). Τότε, ο Παχυνάκης προσευχήθηκε κι έτσι ο φρουρός πείστηκε πως ήταν Τούρκοι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όρμησαν πάνω στους Τούρκους και αφού τους αφόπλισαν, πήραν το καΐκι και το οδήγησαν στο φρούριο, όπου και συνέλαβαν τους υπόλοιπους Τούρκους φρουρούς.
Στη συνέχεια, πέρασαν την πύλη, που τη βρήκαν ανοικτή κι όρμησαν στο κάστρο. Έτσι, στις 2 Αυγούστου του 1825, τα κανόνια του φρουρίου της Γραμβούσας ανάγγειλαν το θρίαμβο. Η Γραμβούσα ήταν πια στα χέρια των επαναστατών και το πρώτο κομμάτι κρητικής γης που απελευθερώθηκε. Το γεγονός αυτό γιορτάστηκε πανηγυρικά στο Ναύπλιο και η ελληνική κυβέρνηση διόρισε μια τριμελή επιτροπή που θα καθοδηγούσε τον Κρητικό Αγώνα και θα είχε έδρα τη Γραμβούσα. Την επιτροπή αποτελούσαν ο Γεώργιος Καλλέργης, ο Παναγ. Ζερβουδάκης και ο Κων. Κριτοβουλίδης. Το όνειρο της απελευθέρωσης της Γραμβούσας ήταν πια μια πραγματικότητα.
Πέρασε καιρός και το μικρό αυτό ξερονήσι άρχισε σιγά σιγά να γίνεται ολόκληρη πολιτεία όπου κατοικούσαν πάνω από 3.000 άνθρωποι Η ελεύθερη πια Γραμβούσα είχε γίνει το κέντρο του απελευθερωτικού αγώνα ολόκληρης της Κρήτης. Από ‘δω ξεκινούσαν όλα τα επαναστατικά σώματα και σκορπούσαν τον τρόμο στους Τούρκους. Ο μεγάλος, όμως, πληθυσμός που είχε πια συγκεντρωθεί στο ξερονήσι, άρχισε ν’ αντιμετωπίζει προβλήματα διαβίωσης, Τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν και ο πληθυσμός υπέφερε. Μερικά, λοιπόν, κρητικά πλοία άρχισαν να κουρσεύουν τα πλοία που περνούσαν από ‘κει. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί η κοινή γνώμη ολόκληρης της Ευρώπης κατά των Γραμβουσιανών. Η ελληνική κυβέρνηση, μάλιστα, έστειλε το ναύαρχο Κόχραν να βυθίσει αυτά τα πειρατικά καράβια. Ο Κόχραν, όμως, απέτυχε κι έτσι η πειρατία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις.
Στα 1828, ο αγγλικός και ο γαλλικός στόλος αγκυροβόλησαν στη Γραμβούσα, έχοντας μαζί τους και τον αντιπρόσωπο του Καποδίστρια, Αλ. Μαυροκορδάτο, και ζήτησαν την παράδοση μερικών πειρατικών πλοίων. Ο Καποδίστριας, τότε, διορίζει φρούραρχο του κάστρου τον Άγγλο Ουρκουάρδο με φρουρά ελληνική. Μετά από λίγο όμως, ο Άγγλος φρούραρχος σκοτώνεται, τυχαία, από τη στέγη κάποιου καφενείου που έπεσε στο κεφάλι του. Τότε, ο Άγγλος ναύαρχος Στέινς βρίσκει την ευκαιρία που γύρευε και διορίζει δικό του φρούραρχο με φρουρά αγγλική.
Συνέλαβε και μερικούς άνδρες και τους έστειλε δεμένους στα καράβια του, ενώ άλλους τους έδιωξε από το νησί και δεν τους άφησε ούτε καν τα υπάρχοντά τους να πάρουν μαζί. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η μαρτυρική Γραμβούσα δεν πρόλαβε να απολαύσει την ελευθερία της και πέφτει και πάλι σ’ άλλα χέρια, στα χέρια των Αγγλογάλλων. Οι ελπίδες και οι ηρωικοί αγώνες των Κρητικών καταρρέουν. Στα 1830, ζητούν από τον Καποδίστρια να τους παραδώσει το φρούριο, αλλά εκείνος δε δέχεται. Ήταν η τελευταία τους προσπάθεια να αποκτήσουν και πάλι το πολυθρύλητο νησί. Σε απάντηση, ο Καποδίστριας παίρνει τα κανόνια του φρουρίου και τα πηγαίνει στο Ναύπλιο. Τελικά, η τύχη της Γραμβούσας ήταν να πέσει και πάλι στα βέβηλα χέρια των Τούρκων. Στα 1831, έξι μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, η ρώσικη φρουρά του κάστρου το παραδίδει και πάλι στους Τούρκους.
Κατά τη Μάχη της Κρήτης, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές δεν έπεσαν στην περιοχή της Γραμβούσας, βομβάρδιζαν, όμως, με τα αεροπλάνα τους όλα τα χωριά της. Σ’ όλο το διάστημα της Γερμανικής Κατοχής, μικρά καΐκια έφερναν κρυφά στο νησάκι της Γραμβούσας, στο ακρωτήρι Τηγάνι, τους Κρητικούς πολεμιστές του Αλβανικού μετώπου, γιατί δεν μπορούσαν διαφορετικά να ξαναγυρίσουν στο νησί τους. Οι ηρωικοί αγωνιστές, μετά από τόσες ταλαιπωρίες έβγαιναν εδώ και ξεκινούσε ο καθένας τους με τα πόδια για το χωριό του. Σύμφωνα με τις διηγήσεις των κατοίκων, οι Γερμανοί έβαζαν σε αγγαρεία τους Γραμβουσιανούς και τους ανάγκαζαν να τραβούν έναν πέτρινο μύλο για να ισοπεδώσουν τα χωράφια που χρησιμοποιούσαν για αεροδρόμια. Μέρες και μέρες δούλευαν εκεί, κάτω από το λιοπύρι του Μάη, χωρίς να διαμαρτυρηθούν μια φορά. Όπως είδαμε σ’ όλες τις περιόδους και τον καιρό της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, το μικρό ακρωτήρι Τηγάνι και η Γραμβούσα ήταν το σημείο διαφυγής των κυνηγημένων από τους κατακτητές κατοίκων» της περιοχής. Έτσι και τώρα, σε τούτα εδώ τα δύσκολα χρόνια πολλοί ψαράδες με τα καΐκια τους φυγάδευαν τους κυνηγημένους από τους Γερμανούς και τους πήγαιναν στην Αφρική, όπου συνέχιζαν τον αγώνα.
Οι Γερμανοί είχαν, επίσης, εγκαταστήσει φυλάκια στην ίδια τη Γραμβούσα και στα περισσότερα χωριά της. Αναφέρεται ότι από την κοινότητα οι κατακτητές εκτέλεσαν δυο πατριώτες, το Δημήτριο Ρημαντωνάκη και τον Κωνσταντίνο Ρεβελάκη.
Οι σημερινοί κάτοικοι της Γραμβούσας είναι γνήσιοι Κρητικοί και οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι άποικοι από τις γύρω περιοχές, ιδιαίτερα από τις επαρχίες Σελίνου και Σφακίων. Οι παλιότερες οικογένειες είναι οι Δεικτάκηδες, οι Ρεβελάκηδες, οι Ρημαντωνάκηδες, οι Δασκαλάκηδες, οι Κουτσαυτάκηδες. οι Κουφογιάννηδες, οι Καστανάκηδες, οι Αθανασάκηδες, οι Μαργαριτάκηδες, οι Φουρναράκηδες, οι Κοκοτσάκηδες, οι Ντοκάκηδες, οι Σκαράκηδες και οι Βαρουχάκηδες. Στην κοινότητα Γραμβούσας υπάρχουν σήμερα πολλές παλιές εκκλησίες εγκατασπαρμένες σ’ όλους τους συνοικισμούς της. Η καθεμιά έχει τη δική της ξεχωριστή ιστορία, που κινεί το ενδιαφέρον του επισκέπτη. Οι πιο σπουδαίες απ’ αυτές είναι ο Άγιος Ιωάννης στο χωριό Γραμβούσα (πρώην Λαρδάς), η Αγία Τριάδα στο Καμάρτσο, κτισμένες κι οι δυο γύρω στα 1600. Στο Καμάρτσο, επίσης, βρίσκεται η καινούρια εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νεκροταφείο.
Στο Ραφιόλι συναντούμε τον Άι Γιώργη το Μεθυστή, που γιορτάζει στις 3 Νοεμβρίου, όταν όπως χαρακτηριστικά λένε οι κάτοικοι πιάνουν το μούστο. Η εκκλησία αυτή, παλιότερα, ήταν σχεδόν εντελώς ερειπωμένη, σήμερα όμως βρίσκεται σε καλή κατάσταση γιατί ανακαινίστηκε. Στο Νταμηλοχώρι, επίσης, βρίσκουμε την καινούρια εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και την πολύ παλιά της Αγίας Παρασκευής. Υπολογίζεται ότι η εκκλησία αυτή κτίστηκε γύρω στα 1800 και κάτω από περίεργες συνθήκες. Λέγεται ότι μέσα στη σπηλιά, όπου βρίσκεται και σήμερα, τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μόνο ένα εικόνισμα. Κάποτε, κάποιος Κουφογιαννάκης έδενε το ζώο του κάθε μέρα εκεί και βεβήλωνε την ιερότητα του χώρου. Γι’ αυτό και η Αγία Παρασκευή για τρία συνεχόμενα βράδια εμφανιζόταν στον ύπνο του βοσκού, τον έδερνε και του έλεγε να μην ξαναδέσει εκεί το ζώο του. Έτσι κι αυτός, για να εξιλεωθεί, έκτισε στο σημείο που ήταν το εικόνισμα την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Πέρασαν χρόνια και η εκκλησία είχε υποστεί πολλές φθορές. Ο γιος του ευλαβικού εκείνου ανθρώπου, που ήταν και ακόλουθος του Βενιζέλου, ανακαίνισε, γύρω στα 1928, την εκκλησία που έκτισε ο πατέρας του. Η περιοχή της Γραμβούσας είναι ένας τόπος που αξίζει να επισκεφθεί κανείς, τόσο για την αξιοθαύμαστη ιστορία και τους αγώνες των κατοίκων της, όσο και για τα πολλά αξιοθέατα και τα πανέμορφα χωριά της.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.
Φωτογραφία: https://www.cretandailycruises.com