Χωριό της επαρχίας Κυδωνίας, του νομού Χανίων. Βρίσκεται 6χμ. δυτικό από τα Χανιά, σε υψόμ. 100μ. Στο χωριό ζουν 1.000 περίπου κάτοικοι, οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία. Κύρια προϊόντα τους είναι το λάδι, τα εσπεριδοειδή και το κρασί. Στην κοινότητα Γαλατά υπάγονται οι συνοικισμοί Κάτω Γαλατάς και Σύγκολια, καθώς και οι φυλακές της Αγιάς.
Για την ονομασία του Γαλατά υπάρχουν δυο εκδοχές που βασίζονται σε παραδόσεις. Κατά την πρώτη εκδοχή, η περιοχή της κοινότητας του Γαλατά συναποτελούσε φέουδο του Ενετού κόμη Δον Δειράτσου, που είχε έδρα τη Δαράτσου μαζί με την κτηνοτροφική περιοχή του Σταλού. Επειδή στην περιοχή του Γαλατά συγκέντρωσαν όλο το γάλα των κοπαδιών του κόμη, η περιοχή ονομάσθηκε Γαλατάς.
Κατά τη δεύτερη εκδοχή, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου υπήρξαν Κρητικοί. Συγκεκριμένα, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, εξακολουθούσαν αυτοί να μάχονται στους πύργους του προάστιου του Γαλατά. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ ο Κατακτητής, αφού θαύμασε την ανδρεία τους, έκανε μαζί τους ανακωχή, δεσμευόμενος να σεβαστεί την αναχώρησή τους και να τους αφήσει να πάρουν μαζί τον οπλισμό τους. Για την Κρήτη αναχώρησαν τέσσερα πλοία και μαζί τους ακολούθησαν λίγες βυζαντινές οικογένειες. Τέσσερις από αυτές τις οικογένειες (Πολιτώφ, Στεφανίδης, Μαλατάκης, Αθανασιάδης) κατοίκησαν στην περιοχή του Γαλατά και σε ανάμνηση του προάστιου της Πόλης ονόμασαν την περιοχή Γαλατάς. Σήμερα, υπάρχουν απόγονοι των οικογενειών Πολιτώφ και Μαλατάκη.
Το χωριό πιθανό να κτίσθηκε μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, αν δεχτούμε τη δεύτερη εκδοχή για την προέλευση του ονόματός του. Πάντως, σίγουρα υπήρχε στην ενετική εποχή, εφόσον αναφέρεται από τον «Καστροφύλακα» το 1588, με 215 κατοίκους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη θέση Ψαθί του χωριού, υπήρχε μινωικός οικισμός, όπως δείχνουν τα πρωτομινωικά και μεσομινωικά όστρακα που βρέθηκαν εκεί μετά από αρχαιολογικές έρευνες.
Οι κάτοικοι του χωριού είναι γνήσιοι Κρητικοί, άποικοι οι περισσότεροι από τα γύρω μέρη. Οι παλιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι:Μαλατάκηδες, Πολιτώφ, Στεφανίδηδες, Αθανασιάδηδες, Ζωγραφάκηδες, Βρουδάκηδες, Χατζητζανάκηδες και Γερογιάννηδες.
Λόγω της στρατηγικής του τοποθεσίας, ο Γαλατάς υπήρξε πάντα πεδίο σύγκρουσης των κατακτητών με τους κατοίκους. Πολλές μάχες έγιναν στο χωριό την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το 1897, όταν το χωριό βρέθηκε για λίγο στα χέρια των επαναστατών, καταστράφηκε ολότελα μετά την ανακατάληψη του από τους Τούρκους. Η πολεμική δράση των κατοίκων του Γαλατά υπήρξε σημαντική και στους άλλους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και, γενικά, του ελλαδικού χώρου, με αποκορύφωμα την ιστορική μάχη του Γαλατά, στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έγινε στην περιοχή του χωριού και που όλοι οι κάτοικοι πήραν μέρος σ’ αυτήν. Η μάχη του Γαλατά χαρακτηρίζεται σαν η πιο δραματική όλων των επιμέρους μαχών που έγιναν κατά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, το Μάιο του 1941. Για την ανδρεία που έδειξαν οι κάτοικοι σ’ αυτήν τη μάχη, το χωριό τιμήθηκε με τα ανώτερα παράσημα της ελληνικής και νεοζηλανδικής κυβέρνησης.
Αν η Μάχη της Κρήτης χαρακτηρίζεται ως μία από τις παραδοξότερες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μάχη του Γαλατά ασφαλώς υπήρξε η μεγαλύτερη και περισσότερο δραματική όλων των μαχών της Κρήτης το 1941 κατά την κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς.
Η Ελλάδα ολόκληρη δίνει μαζί με τους τελευταίους της υπερασπιστές την τελευταία της μάχη. Επί έξι συνεχείς μέρες και νύχτες, κάτω από ένα ουρανό σκεπασμένο από τα γκρεμισμένα στούκας και η γη να ανασκάπτεται συνέχεια από τις χιλιάδες βόμβες γίνονται σκληρές μάχες που μεταβάλλουν το τοπίο σε Δαντική κόλαση.
Στις 21 Μαΐου 1941, η διάταξη της άμυνας και οι κατασπαρμένες στην περιοχή του Γαλατάστρατιωτικές δυνάμεις ήταν: Το 6ο Ελληνικό σύνταγμα νεοσυλλέκτων με 2.600 άνδρες, με Ταγματάρχη το Γρηγορίου και με γραμμή άμυνας τη Γαλατά – Ανάμπαλη – Μουρνιές – Περιβόλια. Το 20 Τάγμα Νεοζηλανδών με 500 άντρες, με Ταγματάρχη τον Σμιθ και με γραμμή άμυνας τη διαχωριστική γραμμή Γαλατά – Σταλού μέχρι τη θάλασσα.
Το σώμα ελεύθερων σκοπευτών των κατοίκων, με Ταγματάρχη το Γερογιάννη Σπύρο και με γραμμή άμυνας τη βόρεια πλευρά του χωριού προς τη θάλασσα. Ο 1ος λόχος με Λοχαγό το Σταυρουλάκη βρίσκονταν μετά το δημόσιο δρόμο Αγιάς, μέσα στη χαράδρα. Ο 2ος λόχος με Λοχαγό τον Κωνσταντίνο Γιαννουλάκη κατείχε το νότιο τμήμα από Νάμπια μέχρι το νεκροταφείο. Ο 3ος λόχος με Λοχαγό το Γεώργιο Συλαμιανάκη κατείχε τη γραμμή ΑνάμπαληΜουρνιές – Περιβόλια. Ο 4ος λόχος του συντάγματος ή η πυροβολαρχία με το Λοχαγό Ξηρογιάννη, κατείχε το ύψωμα της Ντάμπιας. Ο 5ος λόχος με Λοχαγό τον Κωνσταντινίδη, ήταν κάτω από το νεκροταφείο, μέσα στη χαράδρα. Ο 6ος λόχος με Λοχαγό τον Ευμορφόπουλο, κατείχε το Μετόχι Μαρκαντωνάκη. Δόθηκε ένας αγώνας σκληρός και η ανθρώπινη ζωή, όσο κι αν κατά τη μάχη αυτή υποτιμήθηκε μέχρι εξευτελισμού, είχε βέβαια τα όρια αντοχής της και τα όρια αυτά εξαντλήθηκαν. Το πρωϊνό της 26ης Μαΐου έφερε για τους Γερμανούς το ποθητό αποτέλεσμα. Με σφοδρή επίθεση γίνονται κύριοι του χωριού και οι δικοί μας οπισθοχώρησαν στα Χανιά. Ο ήλιος που ανέτειλε φώτισε ένα φρικαλέο θέαμα: γενναίοι και ατρόμητοι στρατιώτες, εχθροί και φίλοι βρίσκονταν ξαπλωμένοι νεκροί μέσα στο χωριό, όπου είχε γίνει πεδίο μάχης. Αναρίθμητα όπλα πεταγμένα, καθώς και ακινητοποιημένα καμένα μαχητικά οχήματα. Έτσι, ο Γαλατάς έπεσε και μαζί του η Κρήτη ολόκληρη. Το απόρθητο φρούριο, παραδόθηκε παρά την αντίστασή του στους κατακτητές.
Από τους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες σκοτώθηκαν οι: Γρηγορίου Μιχαήλ, Αντισυνταγματάρχης, Ψυμούλλης Ιωάννης Λοχαγός, Ξυρογιάννης Δημήτριος Υπολοχαγός, Ιωαννίδης Χρήστος Ανθυπολοχαγός, Καλογρίδης Γεώργιος Ανθυπολοχαγός,Μεσίσογλου Κωνσταντίνος Ανθυπολοχαγός, Σταυρακάκης Δημήτριος Ανθυπολοχαγός, Πιπέρης Μιχαήλ Ανθυπασπιστής, Μετζιδάκης Αντώνιος Λοχίας, Αθανασίου Αντώνιος Στρατιώτης, Βαμβάκος Βασίλειος Στρατιώτης, Βασιλόπουλος Δημήτριος Στρατιώτης, Ζαχαργιουδάκης Γεώργιος Στρατιώτης, Ζαχαράκης Εμμανουήλ Στρατιώτης, Γιακουμάκης Γεώργιος Στρατιώτης, Καλαθάς Έξαρχος Στρατιώτης, Κεφαλάς Ιωάννης Στρατιώτης, Κόλιας Ιωάννης Στρατιώτης, Κουρικάκης Σταμάτιος Στρατιώτης, Μαράκης Μιχαήλ Στρατιώτης, Παπαϊωάννου Δημήτριος Στρατιώτης, Καναβάς Γεώργιος Στρατιώτης, Μίσχος Νικόλαος Στρατιώτης, Μίτσος Θεοφάνης Στρατιώτης, Μοχιαννάκης Κωνσταντίνος Στρατιώτης, Μάζης Ηλίας Στρατιώτης, Περάκης Ιωάννης Στρατιώτης, Νάκος Στέφανος Στρατιώτης, Πιτσίκας Γεώργιος Στρατιώτης, Πίτσος Αθανάσιος Στρατιώτης, Πολλυγιαννάκης Δημήτριος Στρατιώτης, Ρίμπος Εμμανουήλ Στρατιώτης, Σαμουράκης Γεώργιος Στρατιώτης, Σοφουλάκης Εμμανουήλ Στρατιώτης, Τσαούσης Νικόλαος Στρατιώτης, Τσοτσιοπάνης Ιωάννης Στρατιώτης, Φιρινίδης Λάζαρος Στρατιώτης, Φώτης Παναγιώτης Στρατιώτης, Κατσιρούμπας Κωνσταντίνος Στρατιώτης, Χανιωτάκης Γεώργιος Στρατιώτης, Χαραλαμπίδης Ηλίας Στρατιώτης, Λαμπρόπουλος Κωνσταντίνος Στρατιώτης, Καραδήμας Ευθύμιος Στρατιώτης, Γοναλάκης Στυλιανός Στρατιώτης, Τσονακίδης Παράσχος Στρατιώτης, Τσαρουχάς Ιωάννης Στρατιώτης.
Φονευθέντες πολίτες είναι οι: Τσουρουνάκης Αθανάσιος, Γερογιάννης Παντελής, Πατεράκης Αλκιβιάδης, Δρεπανός Βασίλειος, Θεοδωράκης Εμμανουήλ, Ανδρονάκης Γεώργιος, Κωνσταντουλάκης Νικόλαος, Κλεινάκης Απόστολος, Μουχουτζής Ιωάννης, Κυρικλάκης Γεώργιος, Σταθάκης Γεώργιος, Χρυσουλάκης Σπυρίδων, Μαστοράκης Χαράλαμπος, Πουλεδάκης Φίλιππος, Κοκολάκης Ιωάννης, Σταματάκης Νικόλαος, Χρυσουλάκης Ιωάννης, Κανδηλεράκης Δημήτριος, Δρακάκης Σπυρίδων, Δασκαλογρηγοράκης Ευτύχιος, Κασιμάτης Παναγιώτης, Μαστοράκης Γεώργιος, Καντηλιεράκης Αντώνιος, Μακράκης Αντώνιος, Μουζουράκης Εμμανουήλ, Ζωγραφάκης Εμμανουήλ.
Άμαχος πληθυσμός από βόμβες: Παυλάκης Ανδρέας Νικολάου, Παυλάκης Ιωάννης Νικολάου, Παυλάκη Μαρία Νικολάου, Περατσάκης Νικόλαος, Στρατηνάκης Ιάκωβος, Ταπεινάκης Ιωάννης, Σταματάκη Ασπασία, Θωμαδάκης Ευάγγελος, Μυγλάκη Ελένη, Τζυνάκη Στυλιανή, Πατεράκη Άννα, Μαστοράκη Γεωργία, Κασιμάτη Ασπασία, Καπασάκη Ζαμπία, Μανουσάλης Γεώργιος, Παινεσάκης Σπυρίδων, Χατζητζανάκη Ελένη.
Το χωριό έχει πολλές εκκλησίες. Οι Άγιοι Θεόδωροι, που έχουν ανακαινισθεί, είναι βυζαντινή εκκλησία με αγιογραφίες. Άλλες εκκλησίες είναι η Χρυσοπηγή, η Παναγιά, ο Χριστός Μεταμόρφωση, ο Άγιος Ιωάννης, στον οποίο βρίσκεται το νεκροταφείο, ο Άγιος Αντώνιος και ο Άγιος Ιωάννης, ο Άγιος Νικόλαος, που είναι η Μητρόπολη από το 1934, ο Άγιος Ελευθέριος, ο Άγιος Φανούριος, ο Άγιος Γεώργιος, που κάηκε από τους Γερμανούς, ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Σάββας και η Αγία Πελαγία.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.