Λέγεται και απλά ο Αποκόρωνας. Καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα του νομού Χανίων και έχει πληθυσμό 11.972 κατοίκους (το 1981) και πρωτεύουσα την κωμόπολη Βάμου, την οποία οι Τούρκοι ονόμασαν Σεραϊλίκιοϊ, από το μεγαλοπρεπές δικαστήριο που είχαν κτίσει και που το έλεγαν Σεράγιο.
Το όνομα της επαρχίας αναφέρεται για πρώτη φορά σαν τοπωνύμιο, με τον τύπο Αpicorna, στο κείμενο της συνθήκης μεταξύ του στρατηγού Βατάτζη και του Ενετού δούκα της Κρήτης (1236). Η ετυμολογία του όμως παραμένει ανεξιχνίαστη. Μερικοί συνδυάζουν το όνομα Αποκόρωνας με το αρχαίο τοπωνύμιο Ιπποκορώνειο, που το αναφέρει ο Στράβων και που το τοποθετούν στο χωριό Νίππος Αποκορώνου. Άλλοι συνδέουν τον Αποκόρωνα με την πόλη Κόριον, που ο Στέφανος Βυζάντιος λέει πως ήταν πόλη της Κρήτης (ίσως κοντά στο χωριό Κουρνάς Αποκορώνου, τη λίμνη του Κουρνά – αρχ. Κορησία λίμνη) και με το ιερό Ιπποκόριο (ίππος + κόρη ), αφιερωμένο στην Κορησία Αθηνά.
Σύμφωνα με μια τρίτη άποψη, η ονομασία της επαρχίας οφείλεται στην αρχαία πόλη Ιπποκόρωνα (τα), που οι Ενετοί πρόφεραν Appicornum, στη θέση της οποίας είχε κτιστεί αργότερα η πόλη Άπτερα. Ο Αποκόρωνας παραφθάρηκε στα λατινικά σαν Apicornum, Bicorna, Unicornum (συσχετισμός με την παράδοση του μονόκερου στους δυτικο – ευρωπαϊκούς λαούς του μεσαίωνα).
Κατά τη βυζαντινή εποχή, η περιοχή του Αποκόρωνα αποτελούσε την Τούρμα Ψυχρού. Η επαρχία ονομάστηκε Αποκόρωνας (καστελανία Αποκορώνου), όταν κτίστηκε το ομώνυμο φρούριο πάνω σ’ ένα λόφο, κοντά στη θάλασσα, ανατολικά από τη σημερινή κωμόπολη Καλύθεο, όπου και σήμερα σώζονται τα ερείπιά του. Ο κατασκευαστής του φρουρίου παραμένει άγνωστος. Πάντως, το φρούριο αυτό συγκρατούσε τις εχθρικές διαθέσεις των Αποκορωνιωτών κατά των Ενετών, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν σαν καταφύγιό τους σε δύσκολες γι’ αυτούς στιγμές. Κατά την Τουρκοκρατία, η περιοχή απέκτησε μεγάλη σημασία λόγω της γεωγραφικής της θέσης και έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Οι κάτοικοί της, ορεινοί κατά το πλείστον, και πολλοί συριακής καταγωγής, ήταν ανδρείοι και πολεμικοί. Γι’ αυτό, και μια μαντινάδα λέει:
«Κίσαμο με τ’ αμπέλια σου, Σέλίνο με τσ’ ελιές σου,
Καημένε Αποκόρωνα με τσι παληκαριές σου»
Από τον Αποκόρωνα καταγόταν, από αρχοντική μάλιστα οικογένεια, ο Κώστας Σμυρίλιος, που επαναστάτησε το 1341 κατά των Ενετών, αρχικά ως συναρχηγός των επαναστατών μαζί με το Λέοντα Καλλέργη και ύστερα μόνος του. Στάθηκε όμως άτυχος και στις δύο φορές. Από το Βάμο του Αποκορώνου καταγόταν ο ηρωικός Παπαμαλέκος (στην επανάσταση του 1896). Στις Βρύσες του Αποκορώνου συνήλθε η μεταπολιτευτική επιτροπή, με αρχηγό το Μανούσο Κούνδουρο (1897).
Η επαρχία Αποκορώνου, ορεινή ή ημιορεινή και άγονη κατά το πλείστον, είναι φτωχή. Τα λίγα πεδινά της μέρη, όπως η κοιλάδα του ποταμού Κυλιάρη, η κοιλάδα του Βρυσού που τη διαρρέει ο Βρυσιανός ποταμός ή Μπούτακας και ο κάμπος των Δραμιών, είναι καταπράσινα και γόνιμα. Οι φυσικές καλλονές είναι άφθονες: ο όγκος των Λευκών Ορέων, η λίμνη του Κουρνά (μοναδική φυσική λίμνη της Κρήτης), ο περίφημος κυπαρισσές, δηλ. δάσος κυπαρισσιών, που είναι υπόλειμμα του αρχαίου δάσους κυπαρισσιών της Κρήτης, το σπήλαιο του Κουρνά και τόσα άλλα ώραία μέρη.
Κύρια προϊόντα του Αποκόρωνα είναι το λάδι και οι ελιές (περίφημο το αποκορωνιώτικο αγουρέλαιο), τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια και κίτρα στην κοιλάδα των Βρυσών και και στην περιοχή των Καλυβιών), τα αμύγδαλα, τα χαρούπια, το φυστίκι (στον κάμπο Γεωργιούπολης – Δραμίων), μεγάλες ποσότητες σαλιγκαριών κ.ά. Οι Αποκορωνιώτες, φτωχοί ανέκαθεν, ήταν λιγοέξοδοι. Παλιότερα τους παρονόμιαζαν μονοστίβανους, γιατί φορούσαν ένα μόνο στιβάνι (= κρητική μπότα), ώστε να μη φθείρουν ταυτόχρονα και τα δυο! Μια μαντινάδα λέει:
«Στοv Αποκόρωνα φορούν ένα μόνο στιβάνι
κι ένα ζευγάρι απ’ αυτάδιπλόv καιρό τσιφτάvει»
Τους παρονομιάζουν και χοχλιδάδες, επειδή η επαρχία βγάζει πολλά σαλιγκάρια, τα οποία στην κρητική διάλεκτο λέγονται χοχλιοί (από το αρχαίο κοχλίαι). Τους έλεγαν και καραμπασάδες, επειδή (κυρίως στο χωριό Τζιτζιφιές) παράγουν από διάφορα αρωματικά φυτά (προφανώς από φύλλα και κόκκους δάφνης), δαφνόλαδο, που το ονομάζουν με την τούρκικης προέλευσης λέξη καραμπάσι. Το προϊόν αυτό έχει θεραπευτικές ιδιότητες, είναι πολύ ακριβό και το πουλούσαν παλιότερα στα Χανιά πλανόδιοι έμποροι, διαλαλώντας το με τη χαρακτηριστική προφορά των ορεινών Αποκορωνιωτών.
Από εκκλησιαστική άποψη, η επαρχία Αποκορώνου υπαγόταν στην επισκοπή Απτέρας κατά την Α’ βυζαντινή περίοδο. Τα ‘Άπτερα ήταν αρχαία δωρική πόλη της Κρήτης, που επιβλητικά ερείπιά της σώζονται σήμερα κοντά στο χωριό Μεγάλα Χωράφια Αποκορώνου. Αργότερα συγχωνεύτηκε με την επισκοπή Κυδωνίας και παραμένει ως σήμερα μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, με έδρα τα Χανιά.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.