Το Ασφέντου είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Σφακίων. Βρίσκεται σε απόσταση 75χμ. νοτιοανατολικά των Χανίων σε υψόμ. 770μ. Είναι κτισμένο στις νότιες πλαγιές των Λευκών Ορέων ανάμεσα σε απόκρημνες και ψηλές κορυφές. Σήμερα κατοικείται από 30 περίπου άτομα.
Την κοινότητα Ασφέντου εκτός από το ομώνυμο χωριό αποτελούν οι οικισμοί Βουβάς, Νομικιανά και Άγιος Γεώργιος. Παλιότερα οι συνοικισμοί αυτοί μαζί με την Ίμπρου και το Βρασκά αποτελούσαν μέχρι το 1925, την κοινότητα Ασφέντου. Αλλά κατά το 1926 αποσπάσθηκαν τα δυο αυτά χωριά και αποτέλεσαν την κοινότητα Νίμπρου.
Το χωριό Ασφέντου, ήταν παλιότερα τόπος παραθερισμού για τους κατοίκους των υπόλοιπων συνοικισμών. Σήμερα έρχονται σ’ αυτό, μόνο για τις κτηνοτροφικές ασχολίες τους και ξεχειμωνιάζουν στους παραθαλάσσιους οικισμούς. Το χωριό σήμερα δεν είναι ηλεκτροδοτημένο ούτε έχει τακτική συγκοινωνία και υδρεύεται μόνο από δεξαμενές.
Οι κάτοικοι της κοινότητας ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια της ελιάς και την κτηνοτροφία. Υπάρχουν εδώ 4.500 περίπου αιγοπρόβατα και η παραγωγή σε τυροκομικά προϊόντα είναι πολύ μεγάλη (στο χωριό υπάρχουν 4 τυροκομεία). Αλλά και το μέλι της περιοχής είναι εξαιρετικής ποιότητας και η παραγωγή του φθάνει σε αρκετούς τόνους. Τα ελαιόδεντρα της κοινότητας βρίσκονται κυρίως στους συνοικισμούς Βουβάς, Νομικιανά και Άγιος Γεώργιος.
Το Ασφέντου πήρε τ’ όνομά του από το δέντρο ασφένδαμος, που δίνει εξαιρετικό ξύλο για γλυπτά. Εκτός από τους ασφένδαμους, το χωριό κατακλύζουν πανύψηλες καρυδιές, συκιές, αχλαδιές, αμπέλια και κάθε είδους οπωροφόρα.
Η ιστορία της κοινότητας είναι πολύ πλούσια και οι κάτοικοι της περιοχής έχουν να παρουσιάσουν πολλά κατορθώματα και ηρωικούς αγώνες, τόσο κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το 1770, όσο και στις επόμενες επαναστάσεις κατά των Τούρκων. Με το Ασφέντου και τους αγώνες του, έχει συνδεθεί το όνομα μιας οικογένειας, που πρόσφερε πολλά για την ελευθερία της Κρήτης και έδωσε το αγωνιστικό της «παρών» σ’ όλες τις κρητικές επαναστάσεις κατά των Τούρκων. Είναι οι γνωστοί Δεληγιάννηδες ή Δεληγιαννάκηδες. Χαρακτηριστικό της έντονης παρουσίας τους στην περιοχή και σ’ όλη την επαρχία Σφακίων είναι το λαϊκό σάλπισμα που ακολουθεί και κυριάρχησε κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη:
«Δασκαλιανο ίστον Πατσιανό και Πατακοί στη Νίμπρο
οι Βλάχοι στην Ανώποληκι οι Μοριανοί στ’ Ασκύφου
στ’ Ασφέντου Δεληγιάννnδες Κι εις τα Σφακιά Στρατηγοί
Ελάτε στον Ομπρός Γιαλό…»
Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί πολλές ιστορικές πληροφορίες, που θα μπορούσαν να φωτίσουν επαρκώς την ιστορία της κοινότητας πριν από την επανάσταση του Δα-σκαλογιάννη. Κατά την επανάσταση αυτή, που αναστάτωσε και ξεσήκωσε απ’ άκρη σ’ άκρη ολόκληρη την επαρχία Σφακίων το 1770, εκτός από τους Δεληγιάννηδες συναντάμε κι άλλη μια αγωνιστική φυσιογνωμία, το Στρατή Βούρβαχη, που αναφέρεται σαν συγγενής του Δασκαλογιάννη. Κατά την είσοδο των Τούρκων στα Σφακιά, όταν οι Σφακιανοί άρχισαν να υποχωρούν, βρίσκουμε το Βούρβαχη να αντιστέκεται στην Τυροκλάστη Σκάλα στα δυτικό του Ασφέντου. Στη μάχη εκείνη σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι και οι επαναστάτες κέρδισαν πολλά λάφυρα. Ο Δεληγιάννης αργότερα πήρε μέρος στη μάχη του Ξυλοδέματος μαζί με το Δασκαλογιάννη, το Βολουδάκη, το Μοράκη κ.ά, Σύμφωνα με πληροφορίες ο μεγάλος αγωνιστής Βούρβαχης σκοτώθηκε πολεμώντας σε μια μάχη στην Αράδενα, όπου οι Τούρκοι κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος και να προχωρήσουν. Μετά το αποδυνάμωμα της επανάστασης και μόλις οι Τούρκοι μπήκαν στα Σφακιά έκαψαν όλα τα χωριά της κοινότητας Ασφέντου και σκόρπισαν τον όλεθρο σ’ όλη την περιοχή.
Όταν το 1821, ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, τα Σφακιά ξεσηκώθηκαν και πάλι. Στις 29-5-1821 έγινε συνέλευση των επαναστατών στη Θυμιανή Παναγία, όπου ορίστηκαν οι αρχηγοί. Μεταξύ αυτών ο στρατηγός Γεώργιος Δεληγιαννάκης και οι οπλαρχηγοί Σήφης Δεληγιαννάκης, ο Σηφοδασκαλάκης και ο Σφηνιαδομανούσος.
Τον lούνιό του 1821, ο Γ. Δεληγιαννάκης μαζί με το Μανουσέλη έδωσαν σημαντική μάχη με τους Τούρκους στο Ζουρίδι. Η νίκη τους ήταν ολοκληρωτική. Έπεσαν στα χέρια τους πάνω από 100 τούρκικα όπλα και τρεις σημαίες τους. Μετά από λίγο καιρό οι ίδιοι οπλαρχηγοί κτυπούν 1.500 Τούρκους περίπου κοντό στο χωριό Γάλου. Η μάχη κράτησε τρεις μέρες και οι απώλειες των Τούρκων ήταν τεράστιες. Ο Τούρκος σημαιοφόρος πιάστηκε ζωντανός και οι επαναστάτες πήραν πολλά λάφυρα.
Ο καιρός περνούσε και η επανάσταση στα Σφακιά ακολουθούσε την πορεία της. Το Ασφέντου όμως ήταν γραφτό να δει μια ακόμα μεγάλη καταστροφή: 12.000 Τούρκοι με αρχηγό τους τον Καούνη ορμούν στα Σφακιά. Στου Τυροκλάστη τη Σκάλα κοντά στο Ασφέντου διεξάγεται φονική μάχη. Οι απώλειες ήταν μεγάλες κι απ’ τις δυο μεριές. Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι και αρκετοί Έλληνες, ανάμεσά τους αναφέρεται και ο στρατηγός Κωστόπουλος. Έτσι ο Καούνης με το στρατό του προχωρεί και πυρπολεί το Ασφέντου. Το ηρωικό χωριό καταστρέφεται γι’ άλλη μια φορά από τους αιμοβόρους κατακτητές.
Μετά απ’ αυτό τα τούρκικα στρατεύματα αναχωρούν και βαδίζουν προς τον Ξηρόκαμπο του Ασκύφου. Μια ομάδα Σφακιανών με 700 πολεμιστές και αρχηγούς το Δεληγιαννάκη και το Μανουσέλη καταδιώκουν τον Καούνη και τον προφθαίνουν κοντά στον Κατρέ. Πάρα πολλοί Τούρκοι σκοτώνονται και τα λάφυρα, που πέφτουν στο χέρια των Ελλήνων σύμφωνα με υπολογισμούς είχαν αξία περισσότερο και από 500.000 γρόσια.
Μετά από λίγο καιρό οι Τούρκοι παθαίνουν εδώ μια ακόμη πανωλεθρία. Ο πιεριβόητος αγάς Γερλής μπαίνει κάποια μέρα με 960 Τούρκους στα Σφακιά. Ο Δεληγιαννάκης με το Μανουσέλη, το Μανουσογιαννάκη και πολλούς άλλους αγωνιστές τρέχουν για να υπερασπίσουν την ελευθερία του τόπου τους. Στο μικρό οροπέδιο της Αμπέλου, που βρίσκεται 2χμ. βόρεια του Ασφέντου γίνεται σημαντική μάχη. Όλοι οι Τούρκοι πέφτουν στο πεδίο της μάχης. Ένας απ’ αυτούς λέγεται ότι γλίτωσε μόνο κρυμμένος ανάμεσα στα πτώματα, προσποιήθηκε το νεκρό και κατόρθωσε να ξεφύγει τη νύκτα. Ανάμεσα στους Σφακιανούς πολεμιστές, σύμφωνα με διηγήσεις παλιών αγωνιστών, ήταν και πολλές γυναίκες, που δόξασαν τους αγώνες των Σφακιανών. Αναφέρεται μάλιστα, ότι μια απ’ αυτές, που ονομαζόταν Τέντα και καταγόταν από το Ασφέντου, άφησε την τελευταία της πνοή πολεμώντας. Η τοποθεσία όπου έπεσε η ηρωική γυναίκα σήμερα λέγεται Της Τέντας το Σελί.
Ο Δεληγιάννης μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς, τους αγωνιστές του Ασφέντου και πολλούς άλλους Σφακιανούς, συνέχισαν τον αγώνα και έδωσαν πολλές μάχες με εξαιρετική επιτυχία σ’ ολόκληρη την Κρήτη. Πολέμησαν κατά του τούρκικου στρατού στην επαρχία Αποκορώνου. Αρχηγοί των Τούρκων ήταν οι Καούνης, Οσμόν και Καούρης. Όταν ο ενωμένος στρατός τους αποχώρησε, άφησε στο πεδίο της μάχης 200 νεκρούς, ανάμεσά τους και τον Καούνη, 180 μουλάρια, 3 σημαίες και διάφορες άλλες αποσκευές.
Λίγο αργότερα ο Δεληγιάννης μαζί με τους άντρες του ανακατέλαβαν το Αρκάδι. Κατά την επιχείρηση όμως σκοτώθηκαν αρκετοί πολεμιστές του. Ανάμεσά τους ήταν και ο αδελφός του ο Ιωάννης Δεληγιάννης. Μετά από λίγες μέρες ο Γλημίδ Αλής αποφάσισε να εκδικηθεί το Δεληγιάννη. Τον συνάντησε στη θέση Ακώνα, αλλά ο στρατός του αποδεκατίστηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Στις 18 Ιουλίου του ·1822 ο Δεληγιάννης με τους υπόλοιπους Σφακιανούς οπλαρχηγούς καταδίωξε το Σερίφ Πασά και γλίτωσε τις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης από τις λεηλασίες του.
Το Νοέμβριο όμως του 1823, η ηρωική δράση του Γεωργίου Δεληγιαννάκη σταμάτησε όταν σε μια νυχτερινή μάχη, στους Αρμενόκαμπους, σκοτώθηκε μαζί με αρκετούς άλλους Σφακιανούς συναγωνιστές του. Οι συγχωριανοί του όμως μαζί με τους όλλους οπλαρχηγούς και τον αδελφό του το Σήφη Δεληγιάννη συνέχισαν να μάχονται για την επανάσταση.
Κατά το 1828, στον αγώνα των Σφακιανών κατά του Μουσταφά Πασά, ο συγγραφέας της «Ιστορίας των Σφακίων» Επίσκοπος Παπαδοπετράκης ανάμεσα σ’ αυτούς που διακρίθηκαν αναφέρει το Σήφη Δεληγιάννη και τον Αντρέα Βοάρθαχη από το Ασφέντου.
Στη διάρκεια της επανάστασης του 1866 και μέχρι το 1897, αρχηγοί των ηρωικών αγωνιστών του Ασφέντου ήταν ο Μανούσος Μπολιώτης, ο Νικόλαος Δεληγιαννάκης, ο Γεώργιος Γερωνυμάκης, ο Ευστράτιος Σιωτάκης και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης. Οι επιτυχίες τους κατά των Τούρκων ήταν μεγάλες. Στη μάχη όμως στην Κάνεβο ο Νικόλαος Δεληγιαννάκης σκοτώνεται μέσα στο νεκροταφείο του χωριού. Την ίδια χρονιά πολλοί Ασφεντιώτες με αρχηγούς το Μανούσο Μπολιώτη και τον Αναγνώστη Δεληγιάννη πήραν μέρος στην πολιορκία του Βάμου με δυο μπαϊράκια.
Οι αγώνες τους συνεχίστηκαν και αργότερα και πολλοί απ’ αυτούς διακρίθηκαν σ’ όλους τους απελευθερωτικούς πολέμους του έθνους. Σύμφωνα με διηγήσεις στους Μακεδονικούς αγώνες εξαιρετικά έντονη ήταν η δράση του Ασφεντιώτη Γεωργίου Πέρου. Για τη δράση του αυτή κατά των Βουλγόρων του δόθηκε η επωνυμία «Βουλγαροφάγος».
Σύμφωνα με την παράδοση του χωριού, που μας αναφέρει και ο Σ. Κελαϊδής στο έργο του, «Ένας Γερω – παπάς» κάποτε ο Μέγας Ναπολέων πηγαίνοντας για την Αίγυπτο προσάραξε στο σφακιανό λιμανάκι Λουτρό. Επισκέφτηκε, λέγεται, τα χωριό της κοινότητας και θαύμασε τους κατοίκους της για την ικανότητά τους στη σκοποβολή. Τόση μεγάλη ήταν η εντύπωση που του έκαναν, ώστε πήρε μαζί του 100 περίπου άντρες που τους μετέφερε στη Γαλλία. Λέγεται ότι στους περισσότερους έδωσε ανώτερα αξιώματα και τους προώθησε στη στρατιωτική ιεραρχία.
Οι γέροι του χωριού μιλάνε σήμερα για κάποιον Βούρβαχη κάτοικο του Ασφέντου, που ο Ναπολέων τον πήρε μαζί του και τον έκανε στρατηγό.
Η Γερμανική Κατοχή ήταν μια περίοδος διώξεων, πείνας και εξαθλίωσης για τους κατοίκους του Ασφέντου. Ο γερμανικός στρατός μπήκε στα χωριό της κοινότητας στις 29 Μάϊου του 1941, αλλά δεν εγκατέστησε αμέσως φυλάκιο εδώ. Μετά από λίγο καιρό όμως στο ύψωμα Ακονέ που βρίσκεται στα βόρεια του Ασφέντουάρχισαν να κτίζουν κάποιες εγκαταστάσεις, βάζοντας σε αγγαρεία τους κατοίκους της περιοχής. Οι εγκαταστόσεις αυτές ήταν ένα μεγάλο οχυρό φυλάκιο, που γύρω του είχε συρματόπλεγμα και νάρκες. Στις 27 Ιουλίου του 1943 ένας πατριώτης με το όνομα Κελαϊδής, κτύπησε το φυλάκιο μαζί με τους άντρες του και κατάφερε να σκοτώσει ένα Γερμανό και να τραυματίσει δυο άλλους.
Αρκετούς κατοίκους οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν γιατί τους βρήκαν να οπλοφορούν και πολλούς άλλους τους πήγαν στις φυλακές της Αγιάς Πολλές φορές οι Γερμανοί έκαναν αρπαγές και λεηλασίες στο χωριό. Άρπαζαν ακόμα και τα λιγοστά τρόφιμα των κατοίκων κι όλη η περιοχή, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, υπέφερε από πείνα τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Οι Ασφεντιώτες τον καιρό εκείνο έσπερναν μόνο κριθάρι και όσπρια, αλλά κι αυτά πάλι δεν έφθαναν να θρέψουν τους κατοίκους του χωριού. Έτσι αρκετές φορές έφερναν κριθάρι με γαϊδουράκια από τη Μεσαρά. Μετά την παράδοση των Άγγλων λέγεται ότι στην περιοχή έμειναν πολλά πράγματά τους, όπως χλαίνες, όπλα, φυσέκια, λάστιχα αυτοκινήτων, που βοήθησαν, στις αρχές τουλάχιστον, τους κατοίκους γιατί τα αντάλλαζαν με κριθάρι.
Όταν οι Γερμανοί υποχώρησαν, έκαψαν και κατέστρεψαν ότι είχαν κτίσει εδώ. Σήμερα το χωριό χαίρεται την ελευθερία του, που μετά από τόσους αγώνες και θυσίες κέρδισαν οι γενναίοι κάτοικοί του. Όλοι οι σημερινοί κάτοικοι είναι γηγενείς Κρητικοί και οι παλιότερες οικογένειες είναι οι Σφηνιάδες, Δεληγιαννάκηδες, Μπουμπούροι, Χαρακτούληδες, Γιαννούληδες, Ψύλληδες, Χιωτάκηδες, Μπουρμπάχοι και Δαμανάκηδες.
Το τοπίο γύρω από το χωριό είναι γυμνό, βραχώδες και πλαισιώνεται από γκρεμούς και φαράγγια. Το πιο σημαντικό είναι το Ασφενδιώτικο, που στην αρχή του είναι πλατύ και δημιουργεί μια κοιλάδα, αλλά στη συνέχεια γίνεται απόκρημνο και άγριο. Σημαντικό είναι επίσης και το φαράγγι του Κάπνη, που είναι εξίσου απόκρημνο. Τα δυο αυτά φαράγγια καλύπτονται σήμερα από λίγα πουρνάρια και ασφενδάμους. Παλιότερα τα πυκνά δάση που υπήρχαν εδώ έδιναν στο τοπίο ξεχωριστή ομορφιά. Δυστυχώς τα δάση αυτά έγιναν κάρβουνο για τις ανάγκες των κατοίκων κι έτσι η σπάνια αυτή ομορφιά καταστράφηκε. Ένα άλλο φαράγγι της περιοχής είναι των Τρυπών το Λάγγο κατάφυτο από κυπαρίσσια.
Κοντά στη θάλασσα στα αμμουδερά ακρογιάλια της κοινότητας σχηματίζονται όμορφα και γεμάτα εκπλήξεις σπήλαια. Συγκεκριμένα το σπήλαιο του Αναράψη έχει μια μικρή μυστική είσοδο απ’ όπου εισχωρεί το νερό της θάλασσας. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα νερά δίνει στο σκοτεινό σπήλαιο ένα γοητευτικό φωτισμό. Το σπήλαιο αυτό υπήρξε ο κρυψώνας πολλών επαναστατών τον καιρό της Τουρκοκρατίας και το καταφύγιο πειρατών.
Στα δυτικά του Ασφέντου βρίσκεται το σπήλαιο Φαραγγάρι που είναι απρόσιτο αλλά πλούσιο σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Κοντά στο χωριό υπάρχουν ακόμα και διάφορες άλλες τρύπες που οι κάτοικοι ονομάζουν Ντάφκους. Κάποτε σε μια τέτοια τρύπα στην περιοχή Καρανταλέ λέγεται ότι έριξαν ένα ζυγό βοδιών που αργότερα βρέθηκε στη θάλασσα.
Σημαντική είναι ακόμα η ανακάλυψη βραχογραφιών στην περιοχή Σκορδολλάκια, που απέχει ένα τέταρτο με τα πόδια από το χωριό. Τα χαράγματα αυτά βρίσκονται στη λεία επιφάνεια του ασβεστολιθικού δαπέδου μιας σπηλιάς και πιστεύεται ότι έχουν χαραχθεί με λίθινο εργαλείο. Τα χαράγματα παριστάνουν αγρίμια, τόξα και κλαδιά δέντρων. Πιθανολογείται ότι ανήκουν στην παλαιολιθική εποχή.
Εδώ υπάρχει η παλιά διμάρτυρη εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και της Παναγίας. Παλιότερα στις 15 Αυγούστου γινόταν μεγάλο πανηγύρι, που συγκέντρωνε πολύ κόσμο από τα γύρω μέρη. Το πανηγύρι αυτό δεν γίνεται πια.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.