Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Σητείας. Βρίσκεται 100 χμ. νοτιοανατολικά του Αγίου Νικολάου, σε υψόμετρο 550 μ. Το χωριό έχειι 381 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με την παραγωγή λαδιού, σταφίδας, κτηνοτροφικών προϊόντων, μελιού, καθώς επίσης και με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών. Στην κοινότητα υπάγονται και οι οικισμοί Ετιά και Ασπρόλιθος.
Το χωριό ονομάστηκε έτσι, γιατί εγκαταστάθηκαν Αρμένιοι στην περιοχή, ύστερα από τη νικηφόρα εκστρατεία του βυζαντινού αυτοκράτορα Νικ. Φωκά, το 961, στην Κρήτη. Με το ίδιο όνομα δε, συναντάμε στην Κρήτη κι άλλα τρία χωριά: ένα στην Κίσαμο (Αρμενοχωριό), ένα στον Αποκόρωνα κι ένα στο Ρέθυμνο.
Πιθανολογείται, μάλιστα, ότι υπήρχε στην περιοχή εκείνη χωριό την εποχή που η Μεγαλόνησος δεχόταν επιδρομές των Αράβων, το οποίο καταστράφηκε στη διάρκεια μιας απ’ αυτές τις επιδρομές. Το όνομα του χωριού πολύ πιθανό να ήταν Πετρούνι, ονομασία που διασώζει μέχρι σήμερα κάποια τοποθεσία.
Κατάλοιπα της ένδοξης βυζαντινής περιόδου είναι δυο εκκλησίες βασιλικές, οι οποίες μέχρι τον προηγούμενο αιώνα ήταν κατάγραφες με τοιχογραφίες. Πρόκειται για τον Άγιο Γεώργιο και την Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι τοιχογραφίες της τελευταίας καταστράφηκαν τον Ιανουάριο του 1829, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και πυρπόλησαν την εκκλησία. Αντίθετα, τον Άγιο Γεώργιο τον σεβάστηκαν, είτε επειδή βρισκόταν κοντά σε οθωμανικό σπίτι, είτε επειδή τιμούσαν κι αυτοί τον ίδιο Άγιο. Ωστόσο, κι οι τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου δεν απέφυγαν την καταστροφή, όταν η εκκλησία έπαθε σοβαρές φθορές κατά τη διάρκεια του σεισμού του 1856. Οι κάτοικοι άφησαν ότι απέμεινε στο έλεος του χρόνου κι έτσι οι αγιογραφίες καταστράφηκαν σιγά – σιγά ολότελα, από την υγρασία.
Το χωριό αποτελούνταν από δύο συνοικισμούς, που τους χώριζε ένας χείμαρρος. Ο ένας σήμερα λέγεται Πέρα χωριό, ο δε άλλος (δυτικά) Πόδε χωριό. Οι δυο βυζαντινές εκκλησίες ανεγέρθηκαν στο δυτικό συνοικισμό, ίσως γιατί αυτός ήταν προγενέστερος του ανατολικού.
Από τους βυζαντινούς χρόνους διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα ορισμένα χαρακτηριστικά τοπωνύμια, όπως Στου Μοναστρά (το οποίο πιθανό οφείλει την ονομασία του σε βυζαντινό αξιωματούχο, ονομαζόμενο Μοναστρά), Στου Βλάση (πιθανολογείται πως το τοπωνύμιο αυτό οφείλεται σε κάποιον από τους 12 Άρχοντες που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη το 1182, ο οποίος ονομαζόταν Βλάσιος και εγκαταστάθηκε ο ίδιος η απόγονος του στο χωριό).
Την ίδια περίοδο της Ενετοκρατίας, σύμφωνα με την απογραφή του «Καστροφύλακα» το 1583, οι Αρμένοι εΊχαν 428 κατοίκους, από τους οποίους οι πέντε ήταν ιερείς.
Την ίδια περίοδο κτίστηκε και η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, από την οικογένεια των Κορνάρων. Οι ενετικές αυτές οικογένειες εξελληνίστηκαν παντρεύοντας τα παιδιά τους με γνήσιους Κρητικούς, αφού πρώτα ασπάστηκαν το χριστιανικό δόγμα. Οι κάτοικοι είχαν γενικά καλές σχέσεις με τους Ενετούς, αφού οι τελευταίοι δεν έθιξαν το δικαίωμά τους να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ήταν όμως υποχρεωμένοι να πληρώνουν βαρείς φόρους, γι’ αυτό πολλές φορές ξεσηκώθηκαν, δίχως όμως κάποιο αποτέλεσμα.
Δηλωτικά της ενετικής παρουσίας είναι ορισμένα τοπωνύμια, όπως: Στου Ματζώρο (ονομασία που προέρχεται από την ιταλική λέξη maggiore), Στου Καπασσά (προέρχεται από το ιταλικό Capassone), Στην Πελεγρίνα (από το ιταλικό Pellegrina που σημαίνει την προσκυνήτρια) κ.ά.
Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Σητεία, οι Αρμένιοι παραδόθηκαν σ’ αυτούς, χωρίς καμιάν αντίσταση. Γρήγορα, όμως, η ζωή των κατοίκων έγινε αφόρητη από τις πιέσεις και τα βασανιστήρια, γι’ αυτό αναγκάστηκαν οι πρόκριτοι να συνεννοηθούν με τους πρόκριτους της Ιεράπετρας κι εζήτησαν τη βοήθεια των Ενετών για ν’ αποτινάξουν το ζυγό των Τούρκων. Η πρώτη απόπειρα απέτυχε οικτρά. Το ίδιο συνέβη και μετά τη δεύτερη, την οποία καθοδήγησε ο ιερέας Φραγκίσκος Κορνάρος.
Όσοι διασώθηκαν, κατέφυγαν στη Σητεία στο φρούριο Καζάρμα. Εκεί ζήτησαν νέα βοήθεια με τη διαβεβαίωση ότι τώρα θα νικούσαν. Η βοήθεια και πάλι έφτασε, αλλά το τέλος υπήρξε οικτρότατο. Οι Τούρκοι κατάλαβαν έγκαιρα τις κινήσεις τους, τους επιτέθηκαν σε μια κοιλάδα κοντά στη Ζου και τους εξόντωσαν.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν ολοκληρωτικά την επαρχία Σητείας, φρόντισαν αμέσως για τη διοικητική οργάνωσή της. Έτσι, τη χώρισαν σε 44 μουκατάδες, τους οποίους μοίρασαν στους αρχηγούς των στρατευμάτων κατοχής. Και OL Αρμένιοι αποτέλεσαν ένα μυυκατά. Τα κτήματά του χωρίστηκαν σε 2 τιμάρια, από τα οποία το ένα δόθηκε στον αξιωματούχο Γαζή, το άλλο σε κάποιο αξιωματούχο Αιθίοπα, τον οποίο οι Χριστιανοί, εξαιτίας του χρώματός του, τον ονόμαζαν Μαύρο.
Από τους Αρμένους, παραχωρήθηκαν στους Τούρκους, τα καλύτερα κτήματα, όπως τα “Ετιανά σώχωρα”, καθώς και το μεγάλο οικοδόμημα “Σεράγιο”, που βρισκόταν στην Ετιά. Το Ζιαμέτιο της Σητείας (που το αποτελούσαν τα καλύτερα κτήματα των χωριών), δόθηκε στον Ιμπραήμ Αφεντακάκη, ο οποίος είχε αναθέσει την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στα γενιτσαρικά τάγματα, που είχαν το αρχηγείο τους στα χωριά της Σητείας υπέφεραν πάρα πολλά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πολλοί κάτοικοι μάλιστα αναγκάστηκαν ν’ αλλαξοπιστήσουν. Οι κάτοικοι των Αρμένων, όμως, δεν εξωμότησαν, γιατί βρίσκονταν κάτω από την προστασία του Αγά, ο οποίος τους είχε ανάγκη για να καλλιεργούν τα απέραντα κτήματά του. Αυτός, μάλιστα, πολλές φορές έσωσε τους Αρμενιώτες από τις ομαδικές σφαγές, όταν η ζωή τους, η τιμή και οι περιουσίες τους κινδύνευαν.
Οι Τούρκοι των Αρμένων, δε μετέβαλαν καμιά εκκλησία σε τζαμί, όπως έγινε στην Ετιά, αλλά έκτισαν ένα κοντά σε μια βρύση. Το τζαμί αυτό γκρεμίστηκε από τους Χριστιανούς, τον Ιανουάριο του 1829.
0 γενναίος κάτοικος του χωριού Πέτρος Πορταράκης, μαζί με το Σφακιανό Πέτρο Παπαδοπετράκη, συνέλαβαν κάποτε τον πασίγνωστο για τις αιμοχαρείς διαθέσεις του Μασλούμ Μπεχλούλη, του ξέσκισαν τα στήθη και πέταξαν την καρδιά του στα σκυλιά. Μ’ αυτό τον τρόπο, εκδικήθηκαν για όλα τα τρομερά αδικήματα και τους φόνους που είχε διαπράξει ο αιμοβόρος αυτός Τούρκος. Οι Χριστιανοί της περιοχής σκότωσαν, το 1897, το γιο του Μασλούμ Μπεχλούλη και τους τρεις εγγονούς του.
Από τα δύσκολα εκείνα χρόνια της Τουρκοκρατίας, διατηρούνται μέχρι σήμερα πολλά τοπωνύμια της γύρω περιοχής, όπως: Στ’ Αλήκου τη μάντρα (ονομάστηκε έτσι από τον Αλήκο, γνωστό γενίτσαρο, αδελφό του Μαζλούμ Μπεχλούλη), Στου Πίτσαρη (η ονομασία αυτή προήλθε από κάποιο Τουρκαλβανό Πίτσαρη, που κατέβηκε το 1830 στην Κρήτη), Στου Καφούρο (από το όνομα μουσουλμανικής οικογένειας), Στου Τζιρίτι το Μεϊντάνη Στο ανάθεμα του Μεμέτακα κ.ά.
Τοπωνύμιο προερχόμενο από πρόσφατο ιστορικό γεγονός, είναι ο Λόφος του δασκάλου. Στο λόφο αυτό την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, άφησε την τελευταία του πνοή ο γενναίος δάσκαλος του χωριού Ασπραδάκης Σταύρος. Στο χώρο αυτό θάφτηκε ζωντανός κάτω από πέτρες από τους Ιταλούς, γιατί δε δέχτηκε να προδώσει τους συνεργάτες του. Σήμερα υπάρχει εκεί ηρώο προς τιμή του.
Εκτός από τις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και της Κοίμησης της Θεοτόκου, κατάλοιπα της ένδοξης βυζαντινής περιόδου που αναφέραμε παραπάνω, υπάρχουν και πολλές άλλες εκκλησίες στην περιοχή του χωριού.
Στον κάμπο υπάρχει ναός της Αγίας Σοφίας που άκμασε κάποτε σαν μονή. Μέχρι το 1870 σώζονταν κελιά, στα οποία στεγάστηκε το πρώτο Παρθεναγωγείο της περιοχής του οροπεδίου Αρμενοχαντράδες.
Άλλες εκκλησίες είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρα (δίκλιτη, το άλλο κλίτος: Άγιος Νικόλαος), ο Άγιος Ιωάννης (χρονολογείται από τους ενετικούς χρόνους) και το Άγιο Πνεύμα. Η τελευταία κτίστηκε, κατά την παράδοση, ως εξής: Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, κάποια μέρα έβοσκαν στην περιοχή τρία παιδάκια τα ζώα τους: δυο αγόρια κι ένα μικρό κορίτσι, το οποίο υπέφερε από μια πάθηση στα μάτια. Τα δυο αγόρια μη έχοντας τι να κάνουν, βάλθηκαν να ψάχνουν για φωλιές πουλιών. Εκεί που έψαχναν, είδαν να ξεπετιέται από ένα σωρό πέτρες ένα άσπρο περιστέρι. Έτρεξαν στο σημείο αυτό, με την ελπίδα να βρουν τη φωλιά του. Αντί γι’ αυτήν, όμως, βρήκαν ένα παλιό εικόνισμα της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος.
Ξαφνιασμένοι από το εύρημά τους, φώναξαν την αδελφή τους να δει κι αυτή, ενώ αυτά συνέχισαν να ψάχνουν στη γύρω περιοχή. Καθώς λοιπόν έψαχναν, είδαν σ* ένα λακκάκι του βράχου λίγο νερό. Πλησίασε εκεί το μικρό κορίτσι κι αποφάσισε να πλύνει τα ματάκια του. Σαν από θαύμα, μόλις ήρθαν σε επαφή τα μάτια του με το δροσερό νερό, αισθάνθηκε το φως του να ζωηρεύει και να βλέπει καλύτερα από ποτέ.
Γεμάτα χαρά τα παιδιά επέστρεψαν στο σπιτικό τους, έχοντας πολλά να διηγηθούν στους γονείς τους, αφού πήραν μαζί τους το εικόνισμα. Οι γονείς τους άκουσαν έκπληκτοι την ιστορία και απευθύνθηκαν αμέσως στον παπά του χωριού. Την επομένη, επισκέφθηκαν την περιοχή ο παπάς, οι γονείς των παιδιών και πολλοί κάτοικοι του χωριού. Όλοι μαζί αποφάσισαν να κτίσουν ένα μικρό εκκλησάκι και να το αφιερώσουν στο Άγιο Πνεύμα.
Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να κτιστεί, γιατί είχαν σχηματιστεί από τους βράχους οι τρεις πλευρές, κι απέμενε να κτιστεί μόνο η μία. Με λίγη προσπάθεια,κτίστηκε η πρόσοψη και τοποθετήθηκε η πόρτα. Από τότε που κτίστηκε το μικρό αυτό ξωκλήσι κι αφού εγκαινιάστηκε, λειτουργείται κάθε χρόνο 50 μέρες μετά το Πάσχα. Λέγεται μάλιστα ότι το λακκάκι, ενώ μένει στεγνό στη διάρκεια του χρόνου, μόλις αρχίζουν οι λειτουργίες αρχίζει να γεμίζει σιγά – σιγά νερό και μόλις έλθει η ώρα του αγιασμού των Τιμίων Δώρων, είναι πια γεμάτο. Στο τέλος της λειτουργίας, παίρνουν με μπαμπάκι λίγο νερό οι προσκυνητές. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πνεύματος, γίνεται στην περιοχή μεγάλο λαϊκό πανηγύρι.
Υπάρχουν επίσης και τα ξωκλήσια του Άι Γιάννη στο Μελιττερό (η τοποθεσία ονομάστηκε έτσι, επειδή έχει αναπτυχθεί μελισσοκομία στην περιοχή) και του Άι Νικήτα (ερειπωμένο).
Επειδή βρέθηκαν κατά καιρούς στην περιοχή απολιθωμένα ψάρια κι όστρακα σε 12 μ. βάθος περίπου, οι κάτοικοι πιστεύουν ότι σε πολύ παλιότερες εποχές υπήρχε λίμνη στη θέση που είναι κτισμένο το χωριό.
Παλιότερες οικογένειες είναι οι Πορταράκηδες, οι Αυγουστινάκηδες, οι Ξομπλαδάκηδες, οι Καζαναράκηδες, οι Ασπραδάκηδες, οι Αγγελάκηδες, οι Μαλιαρουδάκηδες, οι Κουβάκηδες, οι Ζερβάκηδες κ.ά.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.
Φωτογραφίες: https://www.gtp.gr