Τα Άνω Πορόια είναι σκαρφαλωμένα στις πλαγιές του όρους Μπέλες, φυσικού συνόρου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, και έχουν μοναδική θέα στη λίμνη Κερκίνη και τον κάμπο των Σερρών. Υπάγονται στον Δήμο Σιντικής της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών και έχουν 965 κατοίκους (απογραφή 2011).
Η ονομασία του επιδέχεται αρκετές εκδοχές ως προς την προέλευση της ετυμολογίας. Είτε από το πολλαί ροιαί (ροδιές) είτε από το πόρος (πέρασμα) + ροιαί (ροδιές) είτε από το πολλή ροή, είτε από το πόρος (πέρασμα) + ροή.
Επί Τουρκοκρατίας η περιοχή αποκαλούνταν «Μικρή Κωνσταντινούπολη» γιατί εκεί είχαν τα εξοχικά τους οι μπέηδες. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού με ελληνικές καταβολές προέρχονταν από τα Βλαχόφωνα χωριά της Ηπείρου, της Δυτικής Μακεδονίας, των Τρικάλων, της Μοσχόπολης και του Αργυρόκαστρου, που έφτασαν διωγμένοι από τους Τούρκους στο τέλος του 18ου αιώνα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι ήταν καλοδεχούμενοι από τους τοπικούς παράγοντες και τους απλούς ανθρώπους.
Η οικονομική ζωή του χωριού βασιζόταν κυρίως στην άνθηση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, ειδικά στην καπνοκαλλιέργεια, αλλά και στην πλούσια αγορά με πολλών ειδών μαγαζιά, καφενεία και κέντρα διασκέδασης.
Το χωριό είναι γεμάτο τρεχούμενα νερά, έχει μια μεγάλη πλατεία με πλατάνια και ένα κατάφυτο δάσος ακριβώς πάνω από τον οικισμό. Αξιοθέατα είναι τα καλντερίμια των μαχαλάδων και τα αγιογραφημένα ξωκλήσια του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου που από τη θέση του έχει μαγευτική θέα προς τη λίμνη και τον κάμπο. Από την πλατεία ξεκινούν σηματοδοτημένα μονοπάτια για την εξερεύνηση του βουνού, ακολουθώντας τη ρεματιά και περνώντας από δάσος με πλατάνια, οξιές, σφενδάμια, σημύδες, έλατα και μαύρα πεύκα.
Κορυφαίο έθιμο του χωριού, θεωρείται η αναβίωση των γουρουνοσφαγείων, σύμφωνα με το οποίο, κάθε 26 του Δεκέμβρη ένα γουρούνι μαγειρεύεται και σερβίρεται στην πλατεία του χωριού υπό τους ήχους παραδοσιακής μουσικής.