Στη μέση περίπου της δυτικής πλευράς του κόλπου του Μιραμπέλλου βρίσκεται η σημερινή γραφική πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου: ο Άγιος Νικόλαος. Το όνομά της η πόλη πήρε από την παλιά βυζαντινή με τρούλο εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήρι στα βορειοδυτικά της πόλης.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων ο τόπος είχε διάφορα ονόματα. Στη θέση του σημερινού Αγίου Νικολάου, από τον 8ο αιώνα π.Χ. υπήρχε μια πολιτεία που το όνομά της ήτανε Λατώ.Τα ερείπια της σώζονται στην ορεινή τοποθεσία Γουλάς της Κριτσάς.
Το ότι η Λατώ ήταν από τις ισχυρότερες αρχαίες πόλεις της Κρήτης πιστοποιείται από συνθήκες που υπογράφτηκαν το 2ο π.Χ. αιώνα μεταξύ κρητικών πόλεων και της Ιωνικής πόλης Τέως. Οι συνθήκες αυτές αφορούσαν το δικαίωμα της ασυλίας στο ναό του Διονύσου που βρισκόταν στην Τέω. Μια από τις συνθήκες μνημονεύει το δήμο Λατίων προς Καμάρα. Επίσης η λίθινη πλάκα που βρίσκεται σε μουσείο του Παρισιού και περιέχει τη συνθήκη μεταξύ Λατίων και Ολουντίων του 3ου αιώνα π.Χ. καθώς και τα νομίσματα που βρέθηκαν και οι πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων πιστοποιούν ότι υπήρχαν δυο πόλεις που είχαν το όνομα Λατώ και οι οποίες συνεργάζονταν στενά και λάτρευαν την ίδια θεότητα την Ελευθερία. προστάτιδα των έγκυων γυναικών και των τοκετών.
Υπάρχει και η άποψη ότι η Λατώ προς Καμάρα ήταν επίνειο της μινωικής πόλης Λατώ Ετέρα. Πάντως ανάμεσα στις δυο η σπουδαιότερη φαίνεται ότι ήταν η πρώτη, γεγονός που το επιβεβαιώνει και το προσηγορικό όνομα Ετέρα της δεύτερης, καθώς και η συχνότερη αναφορά της πρώτης στις συνθήκες. το όνομα Καμάρα πιθανώς οφείλεται σε κάποια γνωστή γέφυρα – καμάρα ή σε κάποιο τοξωτό οικοδόμημα της περιοχής.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η πολιτεία αναφέρεται με το όνομα Καμάρα και παραλείπεται το Λατώ, σύμφωνα με την πληροφορία που μας παραθέτει ο Στέφανος Βυζάντιος στα “Εθνικά” του:
«Καμάρα πόλις Κρήτης και ο πολίτης Καμαρίτης, ως Ξενίων εν Κρητικοίς φησίν, ήτις Λατώ ελέγετο”.
Η θέση της Λατούς προς Καμάραν στο χώρο που βρίσκεται η σημερινή πόλη του Αγίου Νικολάου επιβεβαιώνεται, εκτός από το χωρίο του Στ. Βυζάντιου, από αναφορά του Πτολεμαίου καθώς και από δυο επιγραφές: η μια, που χρονολογείται στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., περιέχει συνθήκη φιλίας με το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη το Β’ και η δεύτερη αναφέρεται σε συνθήκη μεταξύ των πόλεων: Λατώ προς Καμάρα και Ιεράπυτνα. Από τα παραπάνω εξάγεται και το συμπέρασμα ότι η πόλη γύρω στο 2ο π.Χ. αιώνα υπήρξε πλουσιότατη και γνώρισε μεγάλη ακμή όσο αφορά το εμπόριο και τις ναυτικές ασχολίες μια και αποτέλεσε τόπο συγκέντρωσης και αποστολής εμπορευμάτων.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η πόλη υδρευόταν από την πηγή της Χαλασάς της Αλόιδας και ότι σήμερα σώζεται στην τοποθεσία Παναγίας Πέραμα της κοινότητας Έξω Λακκώνια ο κτιστός αγωγός εκείνου του υδραγωγείου. Γεγονός είναι ότι λείπουν κάποιες σαφείς πληροφορίες για το μέγεθος της πόλης και τα στοιχεία για τη σύσταση του πληθυσμού της. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι δυο Λατώ είχαν φιλικές σχέσεις με άλλες γειτονικές πόλεις, όπως η Ολούντα, η Μίλατος, η Μινώα κ.ά. και σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις είχαν κάποιο κοινό σκεπτικό όσο αφορά την εξωτερική τους πολιτική, σε αντίθεση με άλλες κρητικές πόλεις που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους. Σαν ανεξάρτητες και ελεύθερες πόλεις οι δυο Λατώ έκοβαν δικά τους νομίσματα, που από το ένα μέρος είχαν την κεφαλή της Αρτέμιδας ή της Ειλείθυιας και από το άλλο τη λέξη ΛΑΤΙΩΝ και τον Ερμή.
Όσο αφορά την προέλευση του ονόματος Λατώ πιστεύεται ότι πρέπει να αποδοθεί στους Δωριείς που κυριαρχούσαν στην Κρήτη τον 8ο αιώνα π.Χ. Το Λατώ είναι δωρικός τύπος του Λητώ. Σύμφωνα με τη μυθολογία η Λητώ, που ήταν κόρη του Τιτάνα Κοίου και της Τιτανίδας Φοίβης, γέννησε από το Δία τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στη σημερινή νήσο Δήλο. Η πάντα ζηλότυπη Ήρα κράτησε στον Όλυμπο τη μαμή Ει-λείθυια για να εμποδίσει τη Λητώ να γεννήσει. Αυτή όμως κατόρθωσε να δραπετεύσει και να βρεθεί στην κινητή νήσο Ορτυγία (σημ. Δήλο) για να βοηθήσει τη Λητώ. Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι το όνομα της πολιτείας και η λατρεία της Ειλείθυιας σ’ αυτήν έχουν ασφαλώς σχέση με το μύθο.
Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, επειδή η Κρήτη είχε πολιτικό σύνδεσμο με την απέναντι Κυρηναϊκή, οι Ρωμαίοι τη χρησιμοποίησαν σαν ενδιάμεσο σταθμό προς τις κτήσεις τους που βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή και έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στα νότια παράλια του νησιού και, συνεπώς, αναπτύχθηκαν η Γόρτυς και η Ιεράπετρα, καθώς και το νησάκι Γαύδος και έτσι η Καμάρα έπεσε σε αφάνεια. Το ότι η πόλη έζησε και μετά Χριστό αποδεικνύεται από την αναφορά του Ιεροκλή στον επίσκοπο Καμάρας στις αρχές του 6ου αιώνα, ο οποίος τιτλοφορείται ο Καμάρας ή ο Κάναρος.
Κατά την αραβική κυριαρχία δεν έχουμε στοιχεία για την τύχη της πόλης, όπως δεν έχουμε και κατά Τη β’ βυζαντινή περίοδο.
Από τις αρχές του 13ου αιώνα αρχίζει μια νέα ιστορική περίοδος για την πόλη. Μετά την Δ” Σταυροφορία η Κρήτη δόθηκε στους Ενετούς με τη συνθήκη της Αδριανούπολης (Αύγουστος 1204). Πριν όμως την καταλάβουν αυτοί αποβιβάστηκε στο νησί ο Γενοβέζος πειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε. Αυτός πιθανώς έκτισε και το φρούριο που είναι γνωστό με το όνομα Καστέλι Μιραμπέλλο και από το οποίο η επαρχία πήρε το σημερινό όνομα της. Η περιοχή αυτή λεγόταν από τους ντόπιους Βουλισμένη, όνομα που πήρε από την παρακείμενη λίμνη, της οποίας η δημιουργία αποδίδεται σε βούλισμα, δηλαδή καθίζηση εξαιτίας κάποιου μεγάλου σεισμού ή άλλου παρόμοιου γεωλογικού φαινομένου. Μερικές φορές οι Έλληνες ονόμαζαν έτσι και το φρούριο. Αλλά από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Ενετοκρατίας το φρούριο αυτό αποκαλείται Castel Mirabello. Για πρώτη φορά το όνομα συναντάται το 1212 στα ενετικά αρχεία, δηλαδή τον πρώτο καιρό της επικράτησης της Βενετίας στην Κρήτη μετά τον πόλεμο με τους Γενοβέζους.
Η ονομασία μπορεί να οφείλεται σε αυτούσια μεταφορά κάποιου τοπωνύμιου της Ιταλίας ή στην ίδια τη θέση του φρουρίου. Η λέξη Mirabello προέρχεται από την ιταλική γλώσσα και σημαίνει αξιοθαύμαστο (προφανώς δόθηκε στην περιοχή εξαιτίας της φυσικής καλλονής της).
Το φρούριο ήταν κτισμένο στην κορυφή ενός παραθαλάσσιου λόφου, στο μικρό ακρωτήρι που προχωρεί προς τη θάλασσα στον κόλπο που λέγεται επίσης του Μιραμπέλλου ή Μεραμπέλλου. Η ανατολική άκρη του υψώματος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο μελετητής Giuseppe Gerola, λεγότανε μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα Κερακαλή ή Παλάνγκα.
Το φρούριο του Μιραμπέλλου έχει συνδεθεί με τις εξεγέρσεις των Κρητικών εναντίον των Βενετών που άρχισαν σε λίγο χρονικό διάστημα μετά την εγκατάσταση των τελευταίων. Η πρώτη επανάσταση είχε κέντρο την ανατολική Κρήτη και είναι γνωστή με το όνομα των Αγιοστεφανιτών, επειδή έτσι λέγονταν οι αρχηγοί της. Μια από τις πρώτες κινήσεις των επαναστατών ήταν η κατάληψη του φρουρίου του Μιραμπέλλου, που αποτελούσε οχυρό που δέσποζε στην περιοχή. Οι Βενετοί όμως κατόρθωσαν να ξαναπάρουν το φρούριο, αφού νίκησαν τους Κρητικούς με τη βοήθεια του δούκα της Νάξου Σανούδου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Λέοντα Καλλέργη το 1341-47, το φρούριο επανήλθε στα χέρια των επαναστατών.
Σημαντικότατη είναι η πληροφορία που μας έχει διασωθεί, η σχετική με το σεισμό του 1303, ο οποίος κατέστρεψε και το κάστρο του Μιραμπέλλου μαζί με τον πύργο του. Η αναφορά αυτή δημιουργεί αμφιβολίες για το αν η αρχική του μορφή ήταν όμοια με αυτή που μας δείχνουν μεταγενέστερα σχεδιαγράμματα, σύμφωνα με τα οποία το φρούριο εικονίζεται με τέσσερις πύργους στις γωνίες του και ένα μεγαλύτερο στο κέντρο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κοντά στο φρούριο σχηματίστηκε αρχικά ένας μικρός συνοικισμός, ο λεγόμενος Βούργος, από ανθρώπους που εργάζονταν σε δουλειές που είχαν σχέση με το φρούριο ή καταγίνονταν με το ψάρεμα. Με την πάροδο του χρόνου το κάστρο με το βούργο του έγινε το σημαντικότερο κέντρο για την εξαγωγή προϊόντων, γεγονός που αποδεικνύεται από ευρήματα στο λόφο γύρω από το φρούριο.
Μετά τη λήξη της περιόδου των επαναστάσεων δεν ενδιαφέρθηκε κανένας για το φρούριο το οποίο συνεχώς ερειπωνόταν.
Μόνο μετά τις επιδρομές των Τούρκων πειρατών, που το πυρπόλησαν το 1537, κρίθηκε αναγκαίο να προβλέψουν για την προστασία της περιοχής. Έτσι οι Βενετσιάνοι αποφάσισαν να το ανοικοδομήσουν. Ο Γενικός Προβλεπτής Ιωάννης Βιτούρι σκέφθηκε να παραχωρήσει το φρούριο στον ιδιώτη Μιχαήλ Κλώντζα, με την υποχρέωση να αναλάβει αυτός τα έξοδα οχύρωσής του, σύμφωνα όμως με τα σχέδια και τις υποδείξεις του μηχανικού Μιχαήλ Σαμμικέλι. Αυτή η περίπτωση είναι ενδεικτική της γενικότερης πολιτικής που ακολουθούσε η Βενετία και που αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση των χρημάτων που απαιτούνταν για τις οχυρωματικές εργασίες στις αποικίες της.
Έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι η τροποποίηση που επέφερε ο Σαμμικέλι συνίσταται στην αντικατάσταση του βορειοδυτικού πύργου που υπήρχε προηγουμένως, με ένα μικρό προμαχώνα. Σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, πάνω στα σχέδια του περίφημου μηχανικού, που εκτός των άλλων σχεδίασε και τα φρουριακά τείχη του Ηρακλείου, δεν έχουν διασωθεί.
Οι επισκευές όμως δεν τελειώνουν εδώ. Νέες βελτιώσεις έκανε ο Ανδρέας Νεγκρί-σολι (1565 – 1566). Στη συνέχεια προτάθηκε η κατεδάφιση του φρουρίου του Μιραμπέλλου, όπως και των φρουρίων της Σητείας και της Ιεράπετρας, για να οχυρωθεί το νησάκι που βρισκόταν στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας, η Σπιναλόγκα. Η Σύγκλητος της Βενετίας επιφόρτισε το Γενικό Προβλεπτή να εξετάσει την πρόταση μαζί με το Λατίνο Ορσίνι και το Μορέττο Καλαβρέζε, η ίδια όμως είχε την άποψη ότι πρέπει να διατηρηθούν τα φρούρια. Την αναστήλωση του φρουρίου είχε σκεφτεί και ο Βρουνόρο Ζαμπέσκι, για να χρησιμοποιηθεί βοηθητικά στις εργασίες του νέου φρουρίου της Σπιναλόγκας. Το αποτέλεσμα των διαφωνιών ήταν το φρούριο να λησμονηθεί για κάμποσο καιρό.
Το 1626, ο Προβλεπτής Φραγκίσκο Μοροζίνι, που σ’ αυτόν οφείλεται το υδραγωγείο και η κρήνη που έχει το όνομά του στο Ηράκλειο, επεχείρησε την ανανέωση του κάστρου. Στάλθηκε ο μηχανικός Μουνάνι από τη σύγκλητο για να επιβλέψει τις επισκευές και επαίνεσε γι’ αυτές το Μοροζίνι.
Οι οικονομικές δυσκολίες που προέκυψαν, εξαιτίας της αδιαφορίας της Βενετίας για οικονομική ενίσχυση των προσπαθειών, είχαν σαν αποτέλεσμα την άθλια κατάσταση του φρουρίου και μετά τη λήξη της θητείας του Μολίν, διαδόχου του Μοροζίνι. Το 1633, ο Λορέντσο Κονταρίνι, με γράμμα του στη Σύγκλητο, ζητούσε χρήματα για τις επιδιορθώσεις. Τελικά στάλθηκαν 450 δουκάτα, από τα οποία ο Κονταρίνι χρησιμοποίησε τα 188. Φυσικό, λοιπόν, ήταν μετά από λίγο καιρό να απαιτούνται νέες επι-σκευές, για τις οποίες ο Γενικός Προβλεπτής Κορνέρ εξουσιοδότησε το μηχανικό Νικόλαο Τζεν. Η έκρηξη του πολέμου και η τουρκική απειλή οδήγησαν στη γρήγορη επισκευή του φρουρίου, για να είναι σε θέση να προβάλει αντίσταση.
Το 1645 που αποβιβάστηκαν οι Τούρκοι στην Κρήτη έκαναν επίθεση στο φρούριο. Ο διοικητής του όμως Baldella το εγκατέλειψε και έτσι το πήραν οι Τούρκοι χωρίς μάχη. Ο προδότης καταδικάστηκε από τους Βενετούς σε απαγχονισμό. Η Βενετία έστειλε στρατεύματα επί τόπου και κατόρθωσε να καταλάβει και πάλι το φρούριο. Τελικά οι Βενετοί προτίμησαν να το γκρεμίσουν για να μην επαναληφθή περίπτωση κατάληψής του από τους Τούρκους. Έτσι το περίφημο φρούριο, πουείχε διατελέσει έδρα επαρχίας (καστελανίας) σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του νησιού, την οποία είχε κάνει δωδεκαμελής επιτροπή που είχε σταλεί, το 1365, από τη Βενετία, δεν ξανα-κτίστηκε.
Στην τουρκική απογραφή του 1671, σημειώνεται το χωριό Νέφς Μεραμπέλλο, με 42 χαράτσια, δηλαδή με ισάριθμους κατοίκους που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο. Στη συνέχεια στα χρόνια της αιγυπτια
αναφέρεται ο τόπος. Ο Γάλλος γεωλόγος Victor Raulin, αναφέρει ότι μετά την τουρκική κατάκτηση ο τόπος ήταν τελείως εγκαταλειμμένος.
Το σίγουρο είναι ότι αυτή την περίοδο ο Άγιος Νικόλαος χρησιμοποιούνταν σαν λιμάνι εξαγωγής των χαρουπιών. Αμφίβολο είναι το αν υπήρχαν αποθήκες για να τα φυλάνε μέχρι τη φόρτωσή τους. Το πιθανότερο είναι ότι τα άφηναν στο ύπαιθρο σε σωρούς. Ο τόπος ήταν γνωστός με το όνομα Μαντράκι. Πρόκειται για μεσαιωνική ονομασία που είναι γνωστή από την Ενετοκρατία. Mandracchio θα πει τόπος προφυλαγμένος από τους ανέμους, που μοιάζει με μάντρα. Έτσι έλεγαν και τα λιμάνια του Ηρακλείου, Χανίων και Ρεθύμνου, επειδή τα πλοία μπορούσαν να μένουν αραγμένα εκεί χωρίς να κινδυνεύουν από τις φουρτούνες.
Στα μεταγενέστερα χρόνια πρέπει να κτίστηκαν αποθήκες για τη φύλαξη των προϊόντων, που προορίζονταν για εξαγωγή. Ο Σπανάκης εκφράζει την άποψη, ότι μόνο μετά την επανάσταση του 1866 – 69, άρχισε πάλι να κατοικείται ο τόπος από κάποιους που ήλθαν από τα Σφακιά και αλλού. Από την άλλη υπάρχει και ο ισχυρισμός ότι η περιοχή δεν έπαψε να κατοικείται έστω και από ένα μικρό αριθμό κατοίκων.
Ξέχωρα από την παραπάνω διένεξη, αναμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι τα χρόνια αυτά η πόλη αυξήθηκε πληθυσμιακά και γνώρισε ραγδαία εξέλιξη, πράγμα που το οφείλει κύρια στο εμπόριο που διεξαγόταν μέσω του λιμανιού του Αγίου Νικολάου. Αποφασιστική για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής ήταν η δημιουργία του πρώτου πυρηνελαιουργείου στην Ανατολική Κρήτη, στα 1901, από τα αδέλφια Ρούσο και Αντρέα Κούνδουρο, που συνέβαλε στην αξιοποίηση της ελαιοπυρήνας του νομού.
Ο Άγιος Νικόλαος έχει συνδεθεί και με πολλά ιστορικά γεγονότα. Στο λιμάνι του ο Ψαριανός πλοίαρχος Δ. Κοτζιάς με τη γρήγορη γολέτα του ναυμάχησε με τουρκικό στολίσκο 13 πλοίων και βύθισε ένα απ’ αυτά. Επίσης γύρω στο 1827, χίλιοι πεντακόσιοι Έλληνες, αφού αποβιβάστηκαν εκεί, έδιωξαν τους Τούρκους της επαρχίας, οι οποίοι κατέφυγαν στη Νεάπολη για να αμυνθούν. Ύστερα από πολιορκία πέντε ημερών αναγκάστηκαν να παραδοθούν και να περιοριστούν στο τζαμί του τότε Καινούργιου χωριού. Σήμερα στο δήμο Αγίου Νικολάου υπάγονται και οι οικισμοί: τα Ελληνικά, το Κατσίκι και ο Ξερόκαμπος, Στον κόλπο συναντάμε δυο νησίδες. Η μια και πιο μεγάλη σε έκταση, λέγεται των Αγίων Πάντων και πήρε το όνομά της από ομώνυμο εκκλησάκι. Η δεύτερη λέγεται Μικρό. Σε βενετσιάνικους χάρτες που έχουν σωθεί αναφέρονται σαν scogli di sant’ Antonio, γιατί στο μεγαλύτερο νησί βρισκόταν το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου.
Μια από τις χαρακτηριστικές γραφικότητες του Αγίου Νικολάου είναι η λίμνη, γνωστή με το όνομα Βουλισμένη ή Βρωμολίμνη. Η αιτία της πρώτης ονομασίας αναφέρθηκε παραπάνω. Η δεύτερη ονομασία οφείλεται στην απομόνωση της λίμνης από τη θάλασσα συνέπεια της οποίας είναι τα στάσιμα και βρώμικα νερά. Το ότι επικοινωνούσε η λίμνη με την θάλασσα σε παλιότερους χρόνους δεν είναι εξακριβωμένο. Στους αιώνες της Ενετοκρατίας ήταν απομονωμένη και αυτό φαίνεται καθαρά από κάποιο σχεδιάγραμμα του Castel Mirabello, που είναι δημιούργημα του Βενετσάνου μηχανικού Francisco Basilicata, των αρχών του 17ου αιώνα. Στα χρόνια που διατέλεσε διοικητής Λασιθίου ο Κωστής Αδοσίδης πασάς (1867 – 1871) επετεύχθηκε η επικοινωνία της με τη θάλασσα, καθάρισαν τα νερά της, τα οποία μπορούν να ανανεώνονται συνεχώς.
Οι Βενετσάνοι ονόμαζαν τη λίμνη Mandracchio (Μαντράκι) γιατί ήταν κλειστή, προφυλαγμένη από τους ανέμους. Είναι γνωστό ότι η λίμνη είχε συνδεθεί με μύθους και δοξασίες. Οι αρχαίοι Κρητικοί πίστευαν ότι στα νερά της λουζόταν η Αθηνά. Οι νεότεροι επειδή νόμιζαν ότι ήταν απύθμενη, πίστευαν ότι σύχναζαν σ’ αυτήν κακά πνεύματα, ότι υπήρχαν δηλαδή φαντάσματα στη συγκεκριμένη περιοχή. Τη δοξασία αυτή ανέτρεψε ο Άγγλος πλοίαρχος Sprati. Αυτός, αφού τη βυθομέτρησε, βρήκε ότι το βάθος στο κέντρο της λίμνης σε απόσταση 2 – 3 μίλια από την ακτή είναι 210 πόδια, δηλαδή 64 μ. βάθος. Ο Spratt υποστηρίζει ότι τα κάθετα τοιχώματα της λίμνης που σχιματίζουν μια τεράστια χοάνη, δε θα πρέπει να είναι κρατήρας ηφαιστείου, και δίνει τη δική του εξήγηση λέγοντας ότι πιθανώς υπήρξε σε κάποια χρονική στιγμή το στόμιο εξόδου ενός υπόγειου ποταμού που βρήκαν διέξοδο εδώ τα νερά του. όπως ακριβώς συμβαίνει με τους Αλμυ-ρούς της Κρήτης.
Στα νεότερα χρόνια λεγόταν ότι η λίμνη επικοινωνούσε με το ηφαίστειο της Σαντορίνης. Αυτή η γνώμη είχε σαν βάση της το φαινόμενο των περίεργων αναθυμιάσεων που εμφανιζόταν κατά αραιά χρονικά διαστήματα και ειδικά σε περιπτώσεις σεισμών, όπως εκείνος του 1926. Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις πάνω στον τρόπο δημιουργίας του περίεργου αυτού καρστικού σχηματισμού.
Το σχήμα της λίμνης ειναι κυκλικό με διάμετρο 137 μ. Η πολυμορφία του τοπίου γύρω της εντυπωσιάζει και δημιουργεί δικαιολογημένα την εικόνα μιας «μικρής Βενετίας», όπως αποκαλείται η πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου της σημερινής πόλης, τα οποία δίνουν μια πιστή εικόνα της περιοχής ανά τους αιώνες. Εδώ εκθέτονται πρωτομινωικά ευρήματα από τη Μύρτο Ιεράπετρας, προανακτορικά αγγεία από τα ταφικά περιφράγματα της Ζάκρου, υστερομινωικές τεφροδόχοι κάλπες από την Κριτσά, πρωτογεωμετρικά αγγεία, ειδώλια και ανάγλυφα αναθηματικά πλακίδια των ελληνικών αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Ευρήματα που έχουν σχέση με την αρχαία πόλη που πάνω της βρίσκεται σήμερα ο Άγιος Νικόλαος, τη Λατώ προς Καμάρα ή απλώς Καμάρα.
Οι εκκλησίες της πόλης εκτός από τον Άγιο Δημήτριο, τον Τίμιο Σταυρό και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο είναι και οι νεότερες Αγία Τριάδα,’ Αγιο Χαραλάμπο, Άγιο Ανδρέα, Άγιο Γεώργιο και Αγία Ειρήνη, που τοποθετούνται στη β’ βυζαντινή περίοδο και ανήκουν στον τύπο των μονόκλιτων ρυθμού βασιλικής, οι οποίες καλύπτονται από φαλακρές καμάρες, σύμφωνα με την ανατολική παράδοση.
Το εσωτερικό τους φωτίζεται ελάχιστα, μιας και υπάρχουν μόνο ένα ή δυο παράθυρα. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος ανήκει στο τυπo της βασιλικής με τρούλο. Το κτίσμα, το οποίο βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήρι βορειοδυτικά της πόλης, τοποθετείται στο τέλος της α’ βυζαντινής περιόδου, γύρω στον 8ο με 9ο αιώνα. Στο ναό σώζονται υπολείμματα τοιχογραφικού διακόσμου της εικονομαχικής περιόδου, κατά την οποία αντί για εικόνες εμφανίζονται σχέδια γεωμετρικά και φυτικά θέματα. Γύρω στις αρχές του 14ου αιώνα κατασκευάστηκε δεύτερο στρώμα για να καλυφθεί ο παραπάνω διάκοσμος με τον Παντοκράτορα και σειρές Αποστόλων και Αγίων.
Η γιορτή του Αγίου Νικολάου, πολιούχου της πόλης, είναι τοπική γιορτή κατά τη διάρκεια της οποίας πλήθος προσκυνητών επισκέπτονται τον ορμίσκο που βρίσκεται ο ναός. Παλιότερα όταν δεν είχε ανοιχτεί ο δρόμος προς την Ελούντα η μεταφορά των πιστών γινόταν με βάρκες από τη θάλασσα.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.
Φωτογραφία: https://www.ferryhopper.com