H Μελίτη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 680 μέτρων στους δυτικούς πρόποδες του Βόρα και διασχίζεται από τον Γεροπόταμο που πηγάζει από την κορυφή του βουνού. Απέχει 18 χιλιόμετρα από τη Φλώρινα και κατά την απογραφή του 2011 είχε 1.432 κάτοικους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και εργάτες-τεχνίτες.
Το παλιό όνομα του χωριού ήταν Βοσταράνη που στα σλάβικα σημαίνει τόπος με μελίσσια και σε παραφθορά Οφταρσάνη. Η σημερινή της ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική πόλη Μελίτων που κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν κόμβος της Εγνατίας Οδού.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν στο χωριό ελληνικό και βουλγάρικο σχολείο. Το 1903 κατά τη διάρκεια της επανάστασης των σλαβοφώνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Βούλγαροι κομιτατζήδες οργάνωσαν δολοφονικές επιθέσεις κατά επιφανών Τούρκων της περιοχής για να προκαλέσουν αντίποινα προς τους χριστιανούς που δεν συμμετείχαν στην εξέγερση. Οι κάτοικοι της Βοσταράνης έστειλαν αντιπροσωπεία στα ευρωπαϊκά προξενεία για να διαμαρτυρηθούν για τις τουρκικές βιαιοπραγίες. Όταν η εξέγερση απέτυχε έφτασαν στο χωριό ένοπλα βουλγαρικά σώματα πιέζοντας τους κατοίκους του χωριού να προσέλθουν στη Βουλγαρική Εξαρχία, ωστόσο εκείνοι παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο.
Η Μελίτη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-1924 οι Τούρκοι κάτοικοι αποχώρησαν και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Αία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δρούσε στο χωριό ο αξιωματικός Άντον Κάλτσεφ που συνεργαζόταν με τα στρατεύματα Κατοχής εκπροσωπώντας τη βουλγαρική προπαγάνδα. Το 1943 συνελήφθη και εκτελέστηκε στο χωριό ο Ναούμ Κωστίδης, σημαντικό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης.
Στο χωριό υπήρχαν 9 νερόμυλοι, εκ των οποίων σήμερα διατηρείται μόνο ένας. Ενδιαφέροντα αξιοθέατα της Μελίτης είναι η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα ερείπια ρωμαϊκών λουτρών.