Χτισμένη στις πλαγιές του ομώνυμου βουνού η Μίνθη είναι ένα από τα παλαιότερα χωριά της Ολυμπίας, κεφαλοχώρι άλλοτε της περιοχής με πάνω από 900 άτομα πληθυσμό. Σήμερα έχει λιγότερους από 100 κατοίκους και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Ζαχάρως.
Το χωριό που παλιότερα ονομαζόταν Άλβενα αναφέρεται για πρώτη φορά τον 15ο αιώνα, όταν κάτοικοί του συμμετείχαν στον Τουρκο-Βενετικό πόλεμο κατά τα έτη 1463-1479 με επικεφαλής τους Μήτρο Αλβενιώτη και Γιάννη Άγριο. Στην πορεία των χρόνων οι Αλβενέοι έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες του Έθνους.
Πάνω από το χωριό, σε μια βουνοκορφή με υψόμετρο 1.000 μέτρων βρίσκεται ερειπωμένο κάστρο του 12ου αιώνα που έχει ταυτιστεί με το θρυλικό Αράκλοβο. Το Αράκλοβο ήταν το κάστρο που υπερασπίστηκε ο Λακωνικής καταγωγής αγωνιστής Δοξαπατρής Βουτσαράς όταν οι Φράγκοι εισέβαλαν στον Μοριά στις αρχές του 13ου αιώνα. Οι Φράγκοι το κατέκτησαν τελικά μετά από προσπάθειες πέντε ετών, γύρω στο 1210. Σύμφωνα, μάλιστα, με την τοπική παράδοση η Μαρία Δοξαπατρή, κόρη του θρυλικού αγωνιστή του Μεσαίωνα, για να μην πέσει ζωντανή στα χέρια των κατακτητών αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα τείχη του κάστρου. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας το Αράκλοβο ανήκε στη Βαρωνεία της Καρύταινας και το 1430 περίπου επανήλθε στους Βυζαντινούς και ανήκε στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Μετά τον 15ο αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες για το κάστρο, το οποίο πιθανότατα εγκαταλείφθηκε επί Τουρκοκρατίας. Αποτελείτο από τρία μέρη: την ακρόπολη ή γουλά όπως ονομαζόταν, τον οχυρωμένο οικισμό ή μπούργκο εκτός του κυρίως κάστρου και τον οικισμό εκτός των τειχών που ήταν προέκταση του μπούργκου.
Πολιούχος της Μίνθης είναι ο Άγιος Νικόλαος, προς τιμήν του οποίου χτίστηκε το 1832 εκκλησία βυζαντινού ρυθμού μετά τρούλου από κατοίκους του χωριού που προσέφεραν όσο μπορούσαν σε είδος και χρήμα. Ο ναός αυτός καταστράφηκε από σεισμό το 1965 και στη θέση του χτίστηκε νέος ναός το 1977 πάλι με εισφορές των κατοίκων του χωριού.
Η Μίνθη είναι η γενέτειρα του Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Μεθώνης ο οποίος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και αναφέρεται από τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο ως ο τρίτος κατά σειρά ιεράρχης του 1821 μετά τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Βρεσθένης Θεοδώρητο.