Ο Βάβδος (ή η Βάβδος) είναι ένα γραφικό ορεινό χωριό της Χαλκιδικής, χτισμένο αμφιθεατρικά σε καταπράσινους λόφους. Το όμορφο σκηνικό συμπληρώνεται από τα παλιά σπίτια, τα πλακόστρωτα σοκάκια και τα καλντερίμια. Διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Πολυγύρου και κατά την απογραφή του 2011 αριθμούσε 380 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και τη μελισσοκομία.
Η ονομασία του χωριού οφείλεται πιθανότατα στον Ρωμαίο χιλίαρχο Βάβδο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην περιοχή στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. στην κορυφή του βουνού του Βάβδου, σε υψόμετρο 1050 μ. για να έχει ευρύτατο ορίζοντα και να ελέγχει τον κόλπο του Θερμαϊκού και την γύρω περιοχή προφυλάσσοντάς την από τους πειρατές. Με τον καιρό κτίσθηκαν σπίτια για τις ανάγκες του στρατού και δημιουργήθηκε ο οικισμός. Η «θηλυκή» μορφή της ονομασίας προέκυψε όταν ξένοι άκουγαν τους ντόπιους να αναφέρονται στο χωριό σύμφωνα με την τοπική διάλεκτο όπου το αρσενικό άρθρο ταυτίζεται φωνολογικά με το θηλυκό – ι Γιάννς, ι Γιώργους , ι Μήτσους κ.λ.π., εξ ου και ι Βάβδους.
Ο Βάβδος ανήκε στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, δηλαδή στα χωριά των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνταν με την εξόρυξη ασημιού και μολύβδου από το Στρατωνικό Όρος για λογαριασμό του σουλτάνου. Έτσι, έχαιραν κάποιων ειδικών προνομίων και μιας σχετικής αυτοδιοίκησης, όπου λειτουργούσε μια ομοσπονδία την οποία διοικούσαν δώδεκα βεκίληδες ως εκπρόσωποι των Μαντεμοχωρίων και ο Τούρκος αγάς απλώς επέβλεπε. Το τίμημα βέβαια που έπρεπε να πληρώσουν ήταν βαρύ, καθώς ζύγιζαν ακριβώς 220 οκάδες ασήμι το χρόνο, τις οποίες έπρεπε να παραδίδουν στο σουλτανικό θησαυροφυλάκιο, σε ειδικές για τον σουλτάνο τιμές. Η φόρτωση γινόταν με κουβάδες και ζεμπίλια στις θρυλικές μαούνες και στη συνέχεια στα πλοία στον κόλπο του Στρατωνίου. Ο φόρος σε ασήμι συνεχίστηκε και τον 19ο αιώνα παρότι η παραγωγή των μεταλλείων ήταν λιγοστή, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να αναγκάζονται να αγοράζουν ισπανικά τάλιρα, να τα λιώνουν και να στέλνουν το ασήμι στη Κωνσταντινούπολη, για να απολαμβάνουν φορολογικά και διοικητικά προνόμια και να μπορούν να ασχολούνται με τα χωράφια, τα κοπάδια, το εμπόριο και τις μικρές βιοτεχνίες που αποτελούσαν την πηγή του πλούτου και της ακμής τους.
Οι Βαβδινοί έλαβαν μέρος στην Επανάσταση του 1821 και πολέμησαν πλάι στον Εμμανουήλ Παππά και τον Καπετάν Χάψα στη μάχη των Βασιλικών. Μετά από αυτή τη μάχη, οι Τούρκοι έκαψαν τον Βάβδο.
Σήμα κατατεθέν του Βάβδου είναι το μεγάλο πλατάνι στην πλακόστρωτη πλατεία που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο της φύσης από το 1976.
Στο πανηγύρι του Αϊ-Λια, στις 20 Ιουλίου, μετά τον εκκλησιασμό η επιτροπή «οικονομάδων» μαγειρεύει σε καζάνια τράγο με κριθαράκι που διανέμεται στους προσκυνητές με κρασί και ακολουθεί λαϊκό γλέντι όλη την ημέρα με παραδοσιακή μουσική.
Ξεχωριστή θέση στη λαογραφική παράδοση του Βάδου έχουν τα μασάλια, ευτράπελοι μύθοι που έλαβαν χώρα στο χωριό ή αλλού και διασώθηκαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, σκιαγραφώντας τις αντιδράσεις απλών ανθρώπων απέναντι σε καθημερινές καταστάσεις, σε κοινωνικά και πολιτιστικά γεγονότα και στις εξελίξεις της τεχνολογίας.