O Μοσχοπόταμος είναι χτισμένος στις παρυφές των Πιερίων σε υψόμετρο 460 μέτρων και διαρρέεται από δύο ποτάμια. Απέχει 20 χιλιόμετρα από την Κατερίνη και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 543 κατοίκους.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το χωριό, που μέχρι το 1926 ονομαζόταν Δρυάνιστα, ήταν κεφαλοχώρι με 1.200 Χριστιανούς Ορθοδόξους κατοίκους. Σε σύγκριση με άλλα χωριά, είχε κάποια προνόμια και ήταν από τα πιο σημαντικά χωριά της περιοχής μαζί με το Λιτόχωρο και τον Κολινδρό.
Κάτοικοι του Μοσχοποτάμου συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1878 και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το χωριό πυρπολήθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 από τους Γερμανούς και τους Έλληνες αντάρτες και οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν δημιουργώντας νέους οικισμούς πιο μακριά, όπως το Μοσχοχώρι και άλλους. Κάποιοι επέστρεψαν στο χωριό χρόνια αργότερα και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια καπνού και την κτηνοτροφία.
Σημαντική για την οικονομία του Μοσχοποτάμου ήταν η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων λιγνίτη που υπήρχε σε πολλούς λόφους γύρω από το χωριό. Ο λιγνίτης μεταφερόταν με ειδική σιδηροδρομική γραμμή, το ντεκοβίλ, που λειτούργησε μέχρι το 1929. Από το 1922, μάλιστα, μέχρι το 1925 το ντεκοβίλ κυκλοφορούσε και ως επιβατικός συρμός με ειδικά διαμορφωμένα βαγονέτα συνδέοντας την Κατερίνη με την Παραλία.
Στο χωριό βρίσκεται μια μεγάλη γέφυρα, που χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή. Ο κεντρικός ναός είναι αυτός του Αγίου Γεωργίου, ενώ υπάρχουν επίσης το ξωκλήσι των Αγίων Αποστόλων και η Αγία Παρασκευή. Στον Μοσχοπόταμο δραστηριοποιείται Μορφωτικός Αθλητικός Σύλλογο, με την επωνυμία «Ελπίς Μοσχοποτάμου», ενώ στην Κατερίνη δραστηριοποιείται και ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Δρυάνιστα», που καλύπτει 5 χωριά συνολικά. Επίσης, έχει δημιουργηθεί καπνοπαραγωγική ομάδα, που καλύπτει τα γειτονικά χωριά καθώς επίσης και τη Ρητίνη και το Ελατοχώρι.
Ξεχωριστά έθιμα του χωριού είναι αυτό της Ρόκας, όπου την τρίτη μέρα του Πάσχα οι κάτοικοι καίνε τη ρόκα, το εξάρτημα του αργαλειού και το έθιμο του Χάσκα που λαμβάνει χώρα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Το έθιμο της Ρόκας βασίζεται σε μια ιστορία από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας που συνέβη στον Μοσχοπόταμο. Σύμφωνα με την παράδοση, έρχονταν στο χωριό ζαπτιέδες, δηλαδή τουρκικά αποσπάσματα, για να αρπάξουν γυναίκα ή να σκοτώσουν άντρα ή να ρημάξουν, πάντα για κακό. Κάποια φορά, την Τρίτη μέρα του Πάσχα, μπήκαν στα σπίτια και άρπαξαν δυο τρία άτομα. Τα πήραν για να τα εκτελέσουν, γιατί δεν έβρισκαν άλλους άντρες, καθώς ήταν όλοι στο βουνό. Τους είχαν δεμένους στην πλατεία και ετοιμάζονταν να τους εκτελέσουν, όταν οι γυναίκες με επικεφαλής την Μπηΐνα που ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στον γυναικείο πληθυσμό του χωριού, αποφάσισαν να πάρουν τις ρόκες τους, να τους ανάψουν φωτιά και να πέσουν πάνω στους ζαπτιέδες. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν με αποτέλεσμα οι μελλοθάνατοι Μοσχοποταμίτες να γλιτώσουν χάρη στην έξυπνη κίνηση των γυναικών. Η Μπηΐνα είναι η Μπέινα, γυναίκα του Μπέη, και ουσιαστικά σημαίνει αρχόντισσα. Στο έθιμο, οι κάτοικοι χορεύουν σε δύο κύκλους, έναν με νέους και ένας με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, τραγουδώντας. Στη συνέχεια μία γυναίκα δίνει το σύνθημα της αποχώρησης των ανδρών και γνέθει τη ρόκα της τραγουδώντας. Μετά καλεί έναν άνδρα να την ανάψει και η γιαγιά αρχίζει να κυνηγά τους άνδρες. Σταδιακά μπαίνουν στο κυνήγι κι άλλες ηλικιωμένες. Στο τέλος η γιαγιά σβήνει τη ρόκα, αποχαιρετά τους παριστάμενους και οι γυναίκες αποχωρούν ήσυχα.
Κατά το έθιμο του Χάσκα, ο γεροντότερος δένει μια κλωστή στον πλάστη, με τον οποίο ανοίγονται τα φύλλα της πίτας και στην άκρη της κλωστής δένεται ένα ξεφλουδισμένο βραστό αυγό. Όλοι κάθονται οκλαδόν σε γύρο και από τη μέση ο παππούς κουνάει σαν εκκρεμές ένα αυγό στα στόματα των μελών της οικογένειας, τα οποία προσπαθούν να το χάψουν έχοντας τα χέρια τους δεμένα στην πλάτη. Η διαδικασία είναι πολύ διασκεδαστική γιατί δεν είναι εύκολο να φαγωθεί το αυγό.