Η σπουδαιότερη πολιτεία της Δυτικής Κρήτης, τα Χανιά, είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας Κυδωνίας. Εξετάζοντας τα Γεωγραφικά του Στράβωνα βρίσκουμε μια μικρή περιγραφή των πόλεων στα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα. Για την Κυδωνία αναφέρεται: «Η πολιτεία αυτή έχει κτισθεί στην παραλία και είναι στραμμένη πάνω προς τη Λακωνική. Απέχει δε από κάθε μια πόλη, τη Γόρτυνα και την Κνωσσό, περί τα 800 στάδια, από δε τα Άπτερα 40 στάδια».
Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί πάνω στην ετυμολογία του τοπωνύμιου. Ο Gerola παίρνοντας το ερέθισμα από την ετυμολογία της λέξης που έκανε ο Briondelmonti, υποστήριξε ότι τα Χανιά προέρχεται από το Λαχανέας. Οι Ενετοί το πήραν σαν Lacanea και μετεγενέστερα μεταβλήθηκε από αυτούς σε LaCanea. Οι Έλληνες αποσιώπησαν την πρώτη συλλαβή και έμεινε το Canea, από το οποίο προέκυψε το Χανιά.
Ο Ξανθουδίδης αρχικά υποστήριξε την παραπάνω άποψη και στη συνέχεια πρότεινε την προέλευση από το προσηγορικό Χάνι. Ο Κριτοθουλίδης υποστηρίζει ότι αν το όνομα Χανία δεν είναι παραφθορά του Χθονία, αρχαίου ονόματος της Κρήτης, τότε πιθανόν το όνομα προέρχεται από κάποιο κατακτητή Χάνη όταν οι Σαρακηνοί υπόταξαν για κάποιο χρονικό διάστημα την Κρήτη. Ο Γ. Καλαϊσάκης ετυμολόγησε το όνομα της πόλης από την περσαραβική λέξη han – χάνι (= πανδοχείο). Σε κάποιο μέρος της πόλης υπήρχαν χάνια, τα οποία οι Ενετοί μετάτρεψαν σε Canea και αργότερα εξελληνίστηκε σε Χανία και Χανιά. Ο Καρολίδης γράφει: «Χάνδακας όπως και Χανία προήλθαν από το αραβικό χενδέκ (= τάφρος, οχύρωμα)».
Η πιθανότερη ετυμολογία σύμφωνα με το Γ. Σήφακα είναι ότι η λέξη παράγεται απο το djeben, που σημαίνει τυρί, gabania είναι το τυροπωλείο, από το οποίο έχουμε gabnia, gania και τέλος Χανιά. Ο ‘Αραβας γεωγράφος του 12ου αιώνα αναφέρει την πόλη με το όνομα Rhabdh-el-Djobn, δηλαδή πόλη που βγάζει τυρί. Ο Γ.Κουρμούλης πιστεύει ότι το όνομα προέρχεται από το ψάρι χάννο, χαννί και προτείνει σαν ορθή τη γραφή Χαννιά. Ο Ν. Πλάτων υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο Χανιά προέρχεται από το προελληνικό «Αλχανία κώμη» που μας έχει σωθεί σε επιγραφή.
Ο Κρητικός ιστορικός Ανδρέας Κορνάρος μας πληροφορεί ότι υπήρχε πόλη με αυτό το όνομα την οποία είχε ιδρύσει ο Μίνωας. Εδώ λατρευόταν ο θεός Βελχανός ή Βαλχανός από τον οποίο προήλθε ο Vulcanus, ο Ήφαιστος δηλαδή, του ρωμαϊκού πανθέου. Η Αλχανία αποτελούσε συνοικία ή προάστιο της Κυδωνίας. Η ονομασία διατηρήθηκε από τους ‘Αραβες γιατί νόμισαν ότι ήταν ο αραβικός τύπος ΑΙ Hanim. Από παραφθορά του Αλχανία σε Αχανία ή επειδή οι ντόπιοι πίστευαν ότι το αρχικό -Αλ- ήταν το άρθρο της αραβικής ονομασίας, η απόδοσή του στα ελληνικά πήρε την τελική μορφή Χανιά.
Από ανασκαφικές έρευνες προέκυψαν ευρήματα που αποδεικνύουν ότι από τη νεολιθική εποχή υπήρχε στην περιοχή κάποιος συνοικισμός που εξελίχτηκε στην πόλη Κυδωνία. Στη χρονική περίοδο 1750-1650 π.Χ. ανάγονται ταφικοί πίθοι και ακανθωτή πρόχους ενώ στα υοτερομινωικά χρόνια λαξευτοί τάφοι που βρέθηκαν ύστερα από ανασκαφή που έγινε το 1939. Επίσης σε μια σπηλιά πάνω από τα Δικαστήρια βρέθηκαν 13 τάφοι με κτερίσματα μυκιναϊκής εποχής. Στη συνοικία Μπόλαρη αποκαλύφτηκε θαλαμοειδής κυκλικός τάφος του 1200 π.Χ. Βρέθηκε επίσης άγαλμα Αφροδίτης ύψους 0,62μ. που είναι τοποθετημένο σήμερα στο μουσείο. Στους τελευταίους ελληνιστικούς χρόνους ανάγεται ψηφιδωτή παράσταση που εικονίζει τις ερωτικές σχέσεις του Ποσειδώνα με τη νύμφη Αμυμώνη. Ανασκαφές που έγιναν έφεραν στο φως πλούσια κεραμειακή όλων των περιόδων, από την ύστερη νεολιθική μέχρι τη γεωμετρική, την κλασική και των ιστορικών χρόνων. Πλήθος άλλων ευρημάτων πιστοποιούν ότι η ιστορία της πόλης που χάνεται μέσα στους αιώνες αποτελεί δείγμα της αξίας του μινωικού πολιτισμού.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η Κυδωνία πρέπει να ήταν σημαντική πόλη αφού σύμφωνα με μαρτυρίες είχε θέατρο. Στο χώρο που βρισκόταν το θέατρο, ο Οnoriο Belli έκανε ανασκαφές και βρήκε νομίσματα, μέλη από αγάλματα και μια κεφαλή του Αντίνοου. Το θέατρο σύμφωνα με τα λεγόμενά του, υπήρχε το 1583, το χάλασαν όμως οι Βενετοί για να χρησιμοποιήσουν τα υλικά του στα τείχη.
Αναφορές για την Κυδωνία έχουμε μέχρι το τέλος της Α’ βυζαντινής περιόδου. Ήταν έδρα του επισκόπου Κυδωνίας. Το 828μ.Χ. πρέπει να είχε την ίδια τύχη με τις περισσότερες πόλεις της Κρήτης, γνώρισε τη μάστιγα των Σαρακηνών και καταστράφηκε. Τη Β’ βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιήθηκε στον τίτλο του επισκόπου αλλά η έδρα της επισκοπής πρέπει να είχε μετατεθεί αλλού, πιθανότατα στον οικισμό Επισκοπή κοντά στην Αγιά. Η πόλη δεν πρέπει να είχε την παλιά σπουδαιότητά της. Οι Βυζαντινοί έκτισαν φρούριο στην κορυφή του λόφου που από τότε θα ονομαζόταν Καστέλι. Το 1252 τα Χανιά ανοικοδομήθηκαν, με την τέταρτη αποστολή Βενετσιάνων αποίκων στο νησί επί Δούκα Πέτρου Αυρίου.
Η καινούρια πόλη κτίστηκε στο ύψωμα που δεσπόζει πάνω από το μικρό όρμο ενώ πάνω στα παλιά τείχη ορθώθηκαν νέα. Χαράχτηκε ο κεντρικός δρόμος, το Corso, που έχει κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, χωρίζοντας το κάστρο σε δυο ανόμοια μέρη. Αρχικά σ’ αυτόν κτίστηκαν τα μέγαρα των ευγενών, η μητρόπολη των Βενετών Santa Maria και το παλάτι του Ρέκτορα. Αργότερα, όταν ο πληθυσμός αυξήθηκε με την άφιξη και άλλων αποίκων, η πόλη άρχισε να απλώνεται έξω από το φρούριο και έτσι προέκυψε η ανάγκη να κτιστεί μια ευρύτερη ζώνη τειχών για να προστατέψει μέσα στον περίβολό της όλους τους κατοίκους. Έχουμε εδώ όπως και στο Χάνδακα τη δημιουργία των γνωστών Βούργων. Το 1266 οι Γενοβέζοι αποβιβάστηκαν στα Χανιά, κατέλαβαν την πόλη και την κατάστρεψαν.
Το 1336, η Βενετία αποφάσισε την οχύρωση της πόλης που ολοκληρώθηκε 20 χρόνια μετά. Τα τελευταία τείχη που είναι έργο του Sammicheli, ο οποίος ήλθε στα Χανιά το 1536, κτίστηκαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις και προσθήκες που είχαν γίνει στα τείχη που άρχισαν να κατασκευάζουν οι Βενετοί το 1336.
Το φρούριο των Χανίων αποτελούνταν από ισχυρό τείχος που είχε σχήμα τετράγωνο. Η βόρεια πλευρά, προς τη μεριά της θάλασσας, ήταν ατείχιστη και την απαιτούμενη προστασία πρόσφερε ένας λιμενοβραχίονας που είχε μήκος 337μ. Τα τείχη αυτά προστατεύονταν από τέσσερις προμαχώνες. Στη νοτιοδυτική γωνία του περίβολου ήταν ο προμαχώνας Schiavo ή SanDimitrio, στη νοτιοανατολική ο προμαχώνας Santa Lucia, στη βορειοανατολική ο προμαχώνας Sabbionera ή Mocenigo και στη βορειοδυτική του SanSalvatore ή Venier ή Gritti.
Σε κάθε ένα προμαχώνα βρισκόταν και ένας επιπρομαχώνας. Οι προμαχώνες συνδεόταν με ισχυρά μεσοπύργια, ένα από αυτά, εκείνο της νότιας πλευράς, μοιράστηκε στα δυο επειδή είχε μεγάλο μάκρος με μια piattaforma. Τα τείχη είχαν τρεις πύλες: Την Κούμ-Καπί (= η πόρτα της άμμου), την Καλέ-Καπισί (= πόρτα του φρουρίου). Είναι γνωστή και με το όνομα Retimiota, γιατί από δώ ξεκινούσε ο δρόμος για το Ρέθυμνο. Σήμερα δεν σώζεται, πρέπει να κατεδαφίστηκε λίγα χρόνια μετά την αναχώρηση των Τούρκων από το νησί. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μπροστά από την πόρτα υπήρχε ένα δέντρο, μια μουρνιά, που οι κατακτητές κρεμούσαν τιυς Χριστιανούς. Το όνομα προέκυψε από το αραβικό Kal’ a που σημαίνει τείχος και το τούρκικο Kapisi (= πύλη). Από αυτήν έφυγε η τουρκική φρουρά από την πόλη στις 3 Νεομβρίου του 1898. Από δω μπήκε στην πόλη ο πρίγκιπας Γεώργιος.
Στη δυτική πλευρά της Piattaforma βρισκόταν η τρίτη πύλη ή μικρή πόρτα του San Salvatore. Από αναφορά περιηγητή του 1894 μαθαίνουμε ότι η πόρτα αυτή υπάρχει κοντά στη συνοικία Τοπχανέ. Το όνομα της συνοικίας, γνωστό και σαν Τοπανάς, σημαίνει τηλεθολοστάσιο, Όπως το Καστέλι τα χρόνια της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας ήταν το διοικητικό και δικαστικό κέντρο, έτσι και ο Τοπανάς ήταν το στρατιωτικό. Γι’ αυτό η παραπάνω πύλη ήταν συνήθως κλεισμένη. Οι τρεις πόρτες άνοιγαν απ’ ευθείας προς τα έξω, δεν είχαν όμως προστασία ισάξια με κείνη που πρόσφεραν οι προμαχώνες σε ανάλογες πύλες του Χάνδακα. Το 1866 ο γραμματέας του ρωσικού προξενείου, Leontieff, γράφει: «Και μόλις δύσει ο ήλιος οι καστρόπορτες κλείουν και κανείς πια δεν μπορεί να μπει ή να Βγει…».
Για τα οχυρωματικά έργα των Χανίων πολλοί Κρητικοί έκαναν χρηματικές προσφορές και χρησιμοποιήθηκαν ντόπιοι σε αγγαρείες οι οποίοι δούλευαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Τα τείχη των Χανίων δεν ανταποκρίνονταν στις αμυντικές αποκτήσεις της εποχής. Γι’ αυτό έγινε πρόσθετη οχύρωση το 1563, η οποία όμως δεν πρόσφερε την ποθητή άμυνα και ασφάλεια. Έτσι ο στρατηγός Del Monte έφτασε στο σημείο να προτείνει την εγκατάλειψη του φρουρίου και τη μεταφορά της πόλης στη θέση της αρχαίας ‘Απτερας, στο ύψωμα του Παλαιόκαστρου, για να μην είναι ευάλωτη σε τυχόν επίθεση. Η αναμενόμενη τούρκικη απειλή δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα. Τον lούνιο του 1654 άρχισε η πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς. Η πόλη τελικά υπέκυψε στις 22 Αυγούστου του 1645. Ο Μαρ. Τζάνε Μπουνιαλής περιγράφει με τα εξής λόγια την πολιορκία:
«…Ο πόλεμος ο φλογερός εκράτnσε δυο μήνες
κι ο ήλιος έριχνε φωθιά όλες τσι μέρες κείνες…»
Οι καταστροφές που έγιναν από τις τούρκικες επιχειρήσεις δεν είναι γνωστές. Επίσης μας είναι άγνωστη η έκταση των ζημιών του 1692 όταν ο Domenico Mocenigo ήλθε με ισχυρή δύναμη του ενετικού στόλου έξω από τα Χανιά. Τότε οι Τούρκοι προβάλοντας αντίσταση έβαλαν φωτιά στην πόλη.
Οι Τούρκοι πρέπει να αναστήλωσαν τα τείχη γιατί αυτά διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση όταν ο πλοίαρχος Spratt το 1858 ήλθε στην πόλη. Σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, τα οχυρά που περιέβαλαν την πόλη σώζονταν μέχρι τις αρχές του αιώνα μας.
Παρόλες τις δύσκολες στιγμές που πέρασε η πόλη εξακολουθεί σε ένα μεγάλο βαθμό να διατηρεί το βενετσιάνικο χαρακτήρα της. Οι πληροφορίες μας όμως γύρω από τα οικοδομήματα των παλιών Χανίων είναι λίγες. Πυρήνας πολεοδομικός και κέντρο της πόλης ήταν το Καστέλι Ήταν η ακρόπολη της αρχαίας Κυδωνίας. Οι Βενετοί το αποκαλούσαν Castello Vecchio, γιατί εκεί υπήρχε από τη βυζαντινή περίοδο κάποιο φρούριο. Ο Lithgow μας λέει ότι αυτό το μέρος της πόλης είχε 97 ανάκτορα στα οποία κατοικούσαν ο διοικητής κι άλλοι Ενετοί ευγενείς. Σ’ αυτό βρίσκονταν επτά λόχοι στρατιωτών που έκαναν περιπολία στα τείχη, φρουρούσαν τις πύλες και τα εμπορικά τμήματα της πόλης. Ούτε σ’ αυτή την πόλη, ούτε στο Ηράκλειο επιτρεπόταν να μπει οποιοσδήποτε χωρικός οπλισμένος. Συνεχίζοντας την έκθεσή του που αφορά τα Χανιά του 1610 λέει ότι τα θεωρεί μια από τις πληρέστερα οχυρωμένες και ισχυρές πόλεις.
Οι εκτιμήσεις όμως αυτές έρχονται σε αντίθεση με άλλες απόψεις και εντυπώσεις, μερικές από τις οποίες αναφέρθηκαν προηγούμενα. Από τα βενετσιάνικα οικοδομήματα που υψώνονταν στον κεντρικό δρόμο, το Corso, και μέσα στα βενετικά στενά, σήμερα δεν σώζεται τίποτα. Τα περισσότερα καταστράφηκαν στους εομθαρδισμοψο του 1941. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν ένα όμορφο αρχοντικό, το μέγαρο Πρεμαρίν, με χα ραγμένη τη χρονολογία 1598, έργο του Ρεθυμνιώτη Μανόλη Λάτινα. Η όψη του ήταν αναγεννησιακή με παρεμβαλόμενα γοτθικά στοιχεία.
Μέσα στο Καστέλι ήταν η μητρόπολη των Λατίνων SantaMaria, την οποία μετάτρεψαν οι Τούρκοι σε τζαμί του Καπουντάν Μουσά Πασά. Εδώ επίσης βρισκόταν και ο Άγιος Τίτος, εκκλησία που παραχωρήθηκε σε κάποιο σημαντικό Τούρκο και έτσι μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας ήταν αγάδικο. Στα τελευταία χρονια της τουρκικής κατάκτησης στο Καστέλι ήταν συγκεντρωμένες πολλές χριστιανικές οικογένειες των Χανίων.
Μια δεύτερη χριστιανική αριστοκρατική συνοικία της παλιάς πόλης ήταν ο Τοπανάς. Εδώ βρίσκονταν και τα προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο βορειότερο σημείο της συνοικίας, κοντά στη θάλασσα, ήταν ο Φιρκάς. Η λέξη σημαίνει στρατιωτικη μονάδα και εδώ στρατωνιζόταν ο τουρκικός στρατός. Πάνω στο τεχνητό ύψωμα με τον ιστό που κυμάτιζε η τούρκικη σημαία, το Δεκέμβριο του 1913 υψώθηκε η ελληνική σημαία επισφραγίζοντας την Ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Eλλάδα κάτω από το Φιρκά υπήρχε ο Κέρκελος, δηλαδή ένας μεγάλος σιδερένιος κρικοςαπο τον οποίο έδεναν την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο του λιμανιού μέχρι το Φάρο.
Το λιμάνι στα χρόνια της Ενετοκρατίας χωρούσε 40 γαλέρες. Σχηματιζόταν απο ένα μακρύ εγκάρσιο κυματοθραύστη που εκτείνεται από τα ανατολικά και τα δυτικά και περικλείει ένα διπλό κόλπο στο τέλος του οποίου είχε κτιστεί ένας όμορφος φάρος. Ο Spratt υποστηρίζει ότι τα θεμέλια του κυματοθραύστη είναι αλλού φυσικός βράχος κι αλλού ο παλιός κυματοθραύστης του αρχαίου λιμανιού της Κυδωνίας. Στα 1700, επισκέφτηκε τα Χανιά ο Tournefort ο οποίος μας ανέφερε ότι «το λιμάνι είναι πολύ εκτεθειμένο στο βοριά ή στην τραμουντάνα όπως συνήθως τον λένε στη μεσόγειο». Υπάρχουν εκεί και τα ερείπια ενός ωραίου νεωρίου κτισμένου από τους Βενετούς, αριστερά στο βάθος του κόλπου. Σήμερα έχουν μείνει μονάχα οι θόλοι όπου ήταν τα εργαστήρια για τις γαλέρες. Οι Τούρκοι παραμελούσαν παντελώς τη συντήρηση των λιμανιών και των φρουρίων των πόλεων. Φρόντιζαν λίγο περισσότερο απ’ όλα τις βρύσες, γιατί είναι μεγάλοι νεροπότες και γιατί η θρησκεία τους τους υποχρεώνει να πλένουν πολύ συχνά όλα τα μέρη του κορμιού τους.
Στο χώρο του εσωτερικού λιμανιού το χρώμα είναι έντονα βενετσιάνικο. Εκεί βρίσκονται τα νεώρια των Βενετών, τα αρσενάλια τους, οι χιόνες όπως λέγονταν. στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ήταν τεράστια θολωτά κτίρια ανοιχτά από τη μεριά της θάλασσας που εισχωρούσε μέχρι το βάθος τους, σε τρόπο που να μπαίνει μέσα η γαλέρα και να ειτιπλέει. Εδώ προφυλάγονταν οι γαλέρες, επισκευάζονταν και φρεσκαρίζονταν. Έχει υποστηριχτεί ότι αρχικά ήταν δεκαπέντε στη σειρά και στο μυχό του ανατολικού τμήματος του λιμανιού, στις λιθιέρεο (παραλία, όχθη) όπως λεγόταν η το ποθεσία, άλλες τρεις. Στο χώρο από το τερσανά (ναύσταθμος) ως τις χιόνες υπήρχε τον καιρό των Βενετών ένα μεγάλο κτίριο αποθηκών για τις ανάγκες των ναυπηγείων και κοντά στη βάση του παλιού κάστρου το μέγαρο του διοικητή του ναύσταθμου. Στη συνέχεια ακολουθούσαν προς τα ανατολικά οι χιόνες, ενωμένες ώστε έδιναν την εντύπωση ενιαίου κτίσματος.
Από τη μια μεριά και από την άλλη της καμάρας που ενώνει το εξωτερικό με το εσωτερικό λιμάνι βρισκόταν ένα κτίριο με πέντε ή έξι μεγάλες αίθουσες το οποίο έπληξε ο γερμανικός βομβαρδισμός. Κτίστηκε από τους Βενετσιάνους μονόροφο, ενώ ένας δεύτερος όροφος οικοδομήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας επί Ρεούφ Πασά, με στόχο να λειτουργήσει σαν σχολείο. Το κτίριο χρησιμοποιήθηκε στη σειρά σαν δημοτικό σχολείο, μετά ελληνικό και στο τέλος σαν δημαρχείο. Στην είσοδο του σχολείου υπήρχε ένα είδος μικρής αυλής. Στο υπέρυθρο της εισόδου, σε μια εντοιχισμένη πλάκα, βρισξλοταν η επιγραφή «Δράξασθε παιδείας μήποτε οργισθή κύριος». Στο χώρο μεταξύ του Διοικητηρίου και των αποθηκών οι Βενετοί είχαν και μια πυροβολαρχία. Το νέο τελωνείο που κτίστηκε εδώ οφείλεται στην πρωτοβουλία του Γεωργίου Κατεχάκη.
Κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, που έγινε τζαμί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, βρισκόταν η βορειοανατολική συνοικία των παλιών Χανίων η Σπλάντζια. Η ονομασία οφείλεται στους Ενετούς και είναι συμφυρμός των λέξεων πλάγκια της δημώδους λατινικής που σημαίνει πλατεία και σπιάτζια της ενετικής και ιταλικής που σημαίνει ακτή, παραλία (Πλάγκια – Σπιάτζια – Σπλάτζια).
Σε παλιά σχεδιαγράμματα αναφέρεται ως Pontedeviarί. Στην πλατεία της ήταν ένας πλάτανος που σχεδόν την επισκίαζε ολόκληρη. Από αυτόν κρέμασαν το 1821 οι Τούρκοι τον επίσκοπο Μελχισεδέκ. Ο Ιωσήφ Χατζιδάκης αναφέροντας τις εντυπώσεις του από περιήγηση της Κρήτης, μας λέει ότι κάτω από τον πλάτανο ήταν κτισμένο ένα μικρό αλλά κομψότατο περίπτερο (κιόσκι) και γύρω υπήρχε ένας φραγμένος κηπίσκος. Σε υπόγειο θόλο κάτω από το περίπτερο και τον κήπο υπήρχε κρήνη από την οποία υδρεύονταν οι κατοικίες που βρίσκονταν κοντά. Στη συνοικία αυτή υπερτερούσε το τούρκικο στοιχείο.
Συνεχίζοντας τη διήγησή του ο προαναφερόμενος περιηγητής μας περιγράφει την κίνηση της πλατείας όταν οι οθωμανοί είχαν ραμαζάνι. Κατά τη διάρκεια αυτού του σεληνιακού μήνα δεν επιτρέπεται στους μωαμεθανούς να τρώνε όσο διαρκεί η μέρα, κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας μπορούν να γεύονται οτιδήποτε επιθυμούν. Κάθε βράδυ μαζευόντουσαν στα καφενεία που βρίσκονταν γύρω στην πλατεία και άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι έπαιζαν τόμπολα και άλλοι κάπνιζαν νωχελικά. Λίγο πιο μακριά, έξω από το μικρό καφενείο, ντόπιος οθωμανός τραγουδούσε κρητικά δίστιχα συνοδευόμενος από κρητική λύρα.
Όταν ήταν η πλατεία της Σπλάντζιας για τους Τούρκους ήταν το Σαντριβάνι για τους Χριστιανούς. Η πλατεία είχε σχηματιστεί από τα χρόνια των Βενετών αλλά δεν αναφέρεται η ονομασία της. Η προέλευση της λέξης είναι τούρκικη, από το Sandrivan, που σημαίνει πίδακας, αναβρυτήριο. Από την κρήνη που έκτισαν οι Τούρκοι πήρε το όνομά της και η πλατεία. Το παλιό Σαντριβάνι ήταν κλεισμένο από οικοδομές και έτσι προστατευόταν από τους ανέμους. Με την πυρκαγιά του 1932 καταστράφηκε η πλευρά του που βρισκόταν στα βόρεια. Στα δυο άκρα του τμήματος που κάηκε υπήρχαν καμάρες. Η ανατολική είχε το όνομα Πόρτα ντε Καπ και η δυτική Πόρτα ντε Κολόμπο. Στη μέση της πλατείας υπήρχε ένα διώροφο κτίριο σαν περίπτερο.
Στο Σαντριβάνι συγκεντρώνονταν οι παλιοί Χανιώτες, μια κι εδώ ήταν η ζωντανή καρδιά της πολιτείας. Στο χώρο αυτό αντήχησαν λόγοι πολιτικοί, γίνονταν λογοτεχνικές συζητήσεις, ενώ από το μπαλκόνι της δημαρχίας εκφώνησε τους λόγους του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Από το 1937 η πλατεία πήρε το όνομά του. Το Σαντριβάνι από τη βορεινή πλευρά του είχε τη χαρτοπαιχτική λέσχη του Κονδυλάκη. Η περιοχή ήταν γεμάτη από καφενεία, ζαχαροπλαστεία και άλλα καταστήματα. Η συνοικία που βρισκόταν έξω από τα τείχη της ανατολικής πλευράς είχε το τούρκικο όνομα Κουμ-Καπί (κουμ = άμμος), (καπί = θύρα). Ο πλοίαρχος Spratt περιγράφει τη συνοικία αυτή πληροφορώντας μας ότι στην αμμώδη παραλία είχε σχηματιστεί ένα μεγάλο αραβικό χωριό από 2.000 – 3.000 κατοίκους, οι οποίοι είχαν έλθει από την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή. Ήταν κύρια βαρκάρηδες. αχθοφόροι και υπηρέτες και είχαν διατηρήσει τις συνήθειες και τα έθιμά τους. Ο περιηγητής εικάζει ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έγινε από τους ίδιους, επειδή τους θύμιζε τοπίο αφρικανικής ακτής. Είναι μια τέλεια αφρικανική κοινότητα στην οηοία κατοικούν και οικογένειες γνήσιων Βεδουίνων οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κυρηναϊκή εξαιτίας κάποιου λιμού.
Η συνοικία των Χανίων που έχει συνδεθεί με οριακές στιγμές της κρητικής ιστορίας, έχει το όνομα Χαλέπα. Η λέξη είνα ι κοινή σε χρήση σε πολλές περιοχές της κρητικής υπαίθρου. Η πιθανότερη ετυμολόγησή της είναι από το χαλεπός, που θα πει δύσκολος. Κατ’ επέκταση χρησιμοποιείται για περιοχή άγονη, ανώμαλη, αραιοκατοικημένη. Σήμερα η περιοχή είναι μια μικρή κωμόπολη. Γεωγραφικά την αποτελούσαν τρεις συνοικίες: το Μεϊντάνι, τα Φακωθιανά και η Κάτω Χαλέπα. Εδώ υπογράφτηκε τον Οκτώμβριο του 1878 η Σύμβαση της Χαλέπας, δέκα χρόνια μετά την αιματηρή επανάσταση του 1866. Σύμφωνα μ’ αυτή δινόταν περιορισμένης έκτασης Αυτόνομο Πολίτευμα στην Κρήτη. Αντιπρόσωποι του σουλτάνου ήταν: Ο Μουχτάρ Πασάς, αρχιστράτηγος, ο Αδοσίδης Πασάς, χριστιανός γενικός διοικητής της Κρήτης, ο Σελήμ Εφέντης, ανώτατος λειτουργός της τούρκικης δικαιοσύνης. Την ελληνική πλευρά αντιπροσώπευαν οι Γρηγόρης Παπαδοπετράκης, Κωσταρός Βολουδάκης, Ιωάν. Σφακιανάκης, Αντ. Σήφακαςκαι αρκετοί άλλοι σημαντικοί Κρητικοί.
Στη Χαλέπα βρισκόταν το σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου, το παλάτι και τα προξενεία. Στο δρόμο που ενώνει τη Χαλέπα με τα Χανιά βρίσκεται η Σχολή των Καλογραιών του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ. Η σχολή αυτή δίδαξε τη γαλλική γλώσσα σε πολλές γενιές κοριτσιών των καλών οικογενειών της πόλης. Στη νότια μεριά του παλατιού οικοδομήθηκε από τη μητέρα και την αδελφή του πρίγκιπα Γεωργίου η ιδιωτική εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής, η οποία δωρήθηκε στο δήμο το 1909.
Μετά την εγκατάσταση και του πρίγκιπα στη Χαλέπα άρχισε ο αθρόος εποικισμός της συνοικίας Φακωθιανά που πήρε το όνομά της από τους πρώτους οικιστές της, του Ακρωτηριανούς Φακωτάκηδες. Όταν η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη υπήρχαν εδώ λίγα σπίτια και ένα συγκρότημα στρατιωτικό, ο κισλάς, που τον χρησιμοποιούσε το τούρκικο ιππικό. Δίπλα υπήρχε σταύλος και χώρος ανοικτός για τα άλογα του ιππικού. Το βορεινό μισό των σταύλων και ο συνεχόμενος χώρος παραχωρήθηκαν από την πολιτεία στους κατοίκους της συνοικίας για εκκλησία και εκεί εγκαινιάστηκε, το 1923, ο μεγαλοπρεπής ναός της Ευαγγελίστριας.
Μέσα στην παλιά πόλη περιλαμβάνονται οι συνοικίες: Τοπανάς, Οβριακή, Σαντριβάνι, Καστέλι, Σκαλάκια, Σπλάντζια.
Ο Tournefort μας λέει για τα σπίτια της πόλης του 1700, ότι είναι πολύ απλά, όπως σ’ όλη την Ανατολή. Τα καλύτερα αποτελούνταν από δυο πατώματα που επικοινωνούσαν με μια ξύλινη σκάλα. Ο Raulin που περιόδευσε στην Κρήτη τον περασμένο αιώνα αναφέρει ότι πολλά σπίτια ανήκουν στην εποχή της Ενετοκρατίας όπως δείχνουν εκτός από την αρχιτεκτονική και οι επιγραφές τους. Επίσης όταν ο Perrot, ήλθε το 1857 στην Κρήτη, τονίζει ότι εκείνο που του έκανε εντύπωση από την πόλη είναι «όσα έμειναν από τα δημόσια και τα ιδιωτικά βενετσιάνικα κτίρια, οι στοές των γαλερών, τα σπίτια των Βενετσιάνων αρχόντων, που πολλά απ’ αυτά διατηρούνται ακόμα πολύ καλά».
Ένα από τα χαρακτηριστικά βενετσιάνικα κτίρια ήταν ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου που ανήκε στους Μinori Ossetuanti. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς κτίστηκε. Στην περιγραφή του σεισμού του 1595, αναφέρεται ότι πολλοί είδαν το κωδωνοστάσιο να πλησιάζει και σχεδόν να αγγίζει την εκκλησία της Santa Chiata που βρισκόταν απέναντι. Οι Τούρκοι αμέσως μετά την άλωση των Χανίων μετάτρεψαν το ναό σε τζαμί και του έδωσαν το όνομα του πορθητή της πόλης Γιουσούφ Πασά. Στο βάθος πρόσθεσαν και άλλα κτίσματα καθώς και ένα μικρό μιναρέ.
Αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση η πολιτεία νοίκιασε το κτίσμα στο Χαράλ Σπαντάγο ο οποίος το χρησιμοποίησε σαν κινηματογραφική αίθουσα με το όνομα Ιδαίον Άντρον. Σαν έφυγαν οι Γερμανοί έγινε αποθήκη εφοδίων του στρατού και τελευταία έγινε Μουσείο.
Αξιόλογο μνημείο στα χρόνια της Ενετοκρατίας ήταν η μονή της Αγίας Φωτεινής των Φραγκισκανών καλογραιών. Κτίστηκε γύρω στις αρχές του 15ου αιώνα αλλά πρέπει να είχε καταρρεύσει πριν από τον ερχομό των Τούρκων.
Μητροπολιτικός ναός της πόλης είναι η Τριμάρτυρη. Πρόκειται για τρίκλιτη εκκλησία της οποίας το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, το βόρειο στον Άγιο Νικόλαο και το νότιο στους Τρεις Ιεράρχες. Μετά την τούρκικη κατάκτηση έγινε εδώ σαπουνοποιείο, εξακολουθούσε όμως να βρίσκεται εδώ η εικόνα των Εισοδίων της Παναγίας, μπροστά στην οποία έκαιγε συνέχεια ένα καντήλι.
Γύρω από την απόδοση της εικόνας και το κτίσιμο του νέου ναού που τη στέγασε υπάρχει η παρακάτω παράδοση: Ο σαπουνοποιός Αγ. Τσερκάκης είδε σε όραμα την Παναγία να του λέει να φύγει γιατί εκεί είναι το σπίτι της. Αυτός συμμορφώθηκε με την εντολή αλλά πήρε και την εικόνα στο χωριό του Ροδωπού.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας το σαπουνοποιείο ήταν ιδιοκτησία του Μουσταφά Ναϊλί Πασά. Κάποτε το παιδί του έπεσε στο πηγάδι και παρακαλώντας την Παναγία ο Μουσταφά υποσχέθηκε να παραχωρήσει το χώρο. Όταν η χριστιανική κοινότητα του το ζήτησε, γιατί ο επισκοπικός ναός των Αγίων Αναργύρων ήταν μικρός για να καλύψει τις ανάγκες της, εκτός από τη δωρεά αυτή πρόσφερε και αρκετά γρόσια. Ο Τσερκάκης έδωσε την εικόνα και άρχισαν οι εργασίες οικοδόμησης της νέας εκκλησίας που τελείωσε το 1860. Το 1897 έγινε ανακαίνιση.
Έργο του Ρεούφ Πασά είναι ο Μπαξές της Τουρκοκρατίας, ο σημερινός Δημοτικός Κήπος. Ο ίδιος συμπλήρωσε το φρούριο που βρίσκεται απέναντι από τη Σούδα στον κεντρικό δρόμο Χανίων – Ρεθύμνου και του έδωσε το όνομα του γιού του Ινζεντίν. Ο κήπος σχεδιάστηκε το 1870. Σ’ αυτόν είναι φυτεμένα αειθαλή κυρίως δέντρα, ενώ οι δρόμοι του είναι χαραγμένοι σύμφωνα με ευρωπαϊκό ρυθμό.
Ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, σε περιήγηση της Κρήτης το 1881, μας περιγράφει τον κήπο και μας πληροφορεί ότι έχουν στήσει δυο αγάλματα μέτριας τέχνης και ένα Ερμή που βρέθηκε κοντά στην παλιά Κυδωνία. Εδώ έκαναν τον περίπατό τους οι κάτοικοι το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι έρχονταν λιγότερος κόσμος γιατί πολλοί έμεναν στα προάστια. Τελευταία πληροφορία που μας παραθέτει είναι ότι εδώ παιάνιζε δυο φορές τη βδομάδα στρατιωτική μουσική.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας έξω από την πόρτα του φρουρίου Καλέ Καπί οι χωρικοί τοποθετούσαν τα προϊόντα τους και ήταν εγκαταστημένη μια πρόχειρη αγορά.
Το 1911 άρχισε η ανοικοδόμηση μιας δημοτικής αγοράς σύμφωνα με σχέδια του μηχανικού Δρανδάκη. Σήμερα στο μέρος αυτό είναι συγκεντρωμένα πολλά καταστήματα. Η αγορά είναι κτισμένη σε σχήμα σταυρού που σε κάθε κεραία του υπάρχουν πόρτες που κλείνουν και προσφέρουν ασφάλεια.
Το ιδιόκτητο μέγαρο του φιλολογικού συλλόγου «Χρυσόστομος» είναι κτισμένο πάνω στο παλιό βενετσιάνικο τείχος. Εδώ υπάρχει ειδική αίθουσα για διαλέξεις και πνευματικές εκδηλώσεις. Οι βομβαρδισμοί των Γερμανών ήταν η αιτία που καταστράφηκε η πλούσια βιβλιοθήκη που είχε δημιουργηθεί από δωρεές των Αντ. Γιάνναρη, Εμμ. Γενεράλη, Γ. Καλαϊσάκη κ. ά. Ανατολικά από την εκκλησία των Εισοδίων είναι η Μάλμειος Βιβλιοθήκη, με σημαντική συλλογή δυσεύρετων βιβλίων.
Στο κέντρο της πλατείας Γεωργίου Α’ είναι το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, στη νότια πλευρά υψώνεται το διοικητήριο, ένα τριώροφο οικοδόμημα, έδρα σήμερα της νομαρχίας, ενώ στη δυτική βρίσκεται το ιστορικό αρχείο Κρήτης. Σ’ αυτό υπάρχουν εγκύκλιοι, εφημερίδες, το αρχείο του αγώνα 1821-32, το αρχείο της επανάστασης του 1866 και άλλα ιστορικά ντοκουμέντα. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων στεγάζει αρχαιότητες από την πόλη και τη γύρω περιοχή.
Μέχρι τις αρχές του 200υ αιώνα η πόλη διατηρούσε άθικτο το βενετσιάνικο χαρακτήρα της. Υπήρχαν μέγαρα κτισμένα με γοτθική αρχιτεκτονική και αναγεννησιακή σώζονταν οι εττιθλητικέο είσοδοι των παλατιών των Βενετών αρχόντων.
Οι βομβαρδισμοί του 1941 επέδρασαν καταστροφικά πάνω στο μεσαιωνικό χρώμα της πόλης και αλλοίωσαν το χαρακτήρα της σε μεγάλο βαθμό. Αλλά και ότι απέμεινε βοηθά τον επισκέπτη στο να γνωρίσει τις διάφορες φάσεις που πέρασε η ιστορική αυτή πόλη κατά τη διάρκεια των αιώνων.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.