Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Αποκορώνου και σημερινή της πρωτεύουσα. Μέχρι το 1913 ήταν πρωτεύουσα του νομού Σφακίων, ο οποίος περιλάμβανε τις τρεις επαρχίες: Αγίου Βασιλείου, Αποκορώνου και Σφακίων. Ο Βάμος βρίσκεται στο μέσο της επαρχίας Αποκορώνου, η οποία σχηματίζει ένα είδος κώνου και είναι κτισμένος στην κορυφή του.
Το χωριό Βάμος συνδέεται με τα Χανιά με αμαξιτό δρόμο μήκους 26χμ., το υψόμ. του είναι 220μ. και οι κάτοικοί του ανέρχονται στα 740 άτομά. Τα κυριότερα προϊόντα που παράγει το χωριό είναι δημητριακά, μέλι, λάδι, κρασί, χαρούπια και κτηνοτροφικά είδη. Στο Βάμο εδρεύουν Σταθμός Χωροφυλακής, Ειρηνοδικείο, Ταχυδρομείο, Αγροτική Τράπεζα, Δημόσιο Ταμείο, Αθλητικός Σύλλογος, Λύκειο, ΟΤΕ, Κοινοτικό Ιατρείο, Παιδικός και Υγειονομικός Σταθμός.
Στην κοινότητα του Βάμου, υπάγεται το μικρό χωριό Δουλιανά, η αρχαία Δουλόπολη, κατά τους ειδικούς, που έχει υψόμ. 110μ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχαία Δουλόπολη ονομάστηκε έτσι, γιατί κτίστηκε από δούλους. Σύμφωνα με τη δημοσιευθείσα διαταγή, όλοι οι σκλάβοι που βοήθησαν να κτιστεί αυτή η πόλη, έμειναν ελεύθεροι από τη δουλεία. Η πόλη αυτή ονομάστηκε και Χιλίανδρος, επειδή είχε, σύμφωνα με την παράδοση, 1.000 άνδρες.
Λόγω της μορφολογίας του εδόφους του χωριού, συγκεντρώνονταν εδώ από τα παλιά χρόνια υπό τύπο «αμφικτυονίας», αντιπρόσωποι της επαρχίας αυτής και των γειτονικών επαρχιών, για να ληφθούν αποφάσεις για σημαντικό θέματα.
Οι Τούρκοι, λόγω της στρατηγικής θέσης του Βάμου, ίδρυσαν εδώ το λιθά (νομό) Σφακίων, που αποτελούνταν όπως παραπάνω αναφέρθηκε, από τις επαρχίες Αποκορώνου, Σφακίων και Αγίου Βασιλείου, με έδρα το Βάμο και διοικητή το Σάββα Πασά (1693), ο οποίος με αγγαρείες των κατοίκων έκανε δρόμους, έκτισε ένα ωραίο τζαμί, ένα μεγαλόπρεπο διοικητήριο και ευρύχωρους στρατώνες, παρόλο που στη Βάμο δεν κατοικούσε κανένας Τούρκος.
Το διοικητήριο ονομαζόταν Σεράι ή Σεράγιο ή ακόμα Σεραϊλίκιοϊ. Εφέρετο και με την ονομασία Σουλτανιγιέ. Τα κτίσματα που έγιναν ετιί της εποχής του Σάββα Πασά, τα έκαψε και τα γκρέμισε η επανάσταση αργότερα, για να σβηστεί κάθε ανάμνηση του καιρού της σκλαβιάς. Στη θέση, μάλιστα, που ήταν το Σεράγιο, οικοδομήθηκε το Γυμνάσιο του Βάμου. Το τοπωνύμιο είναι μάλλον προϊστορικό. Αναφέρεται στις ενετικές απογραφές στη γενική Vamu στον Βarozzi το 1577, στον «Καστροφύλακα» το 1583 με 271 κατοίκους και στο Basilicata το 1630.
Η λέξη Βάμος λέγεται ότι είναι αραβική και σημαίνει διάβαση, πέρασμα, πόρος. Κατά τον 9ο αιώνα έζησαν εδώ Άραβες πειρατές και σώζεται μέχρι σήμερα υπόγεια κατοικία που λέγεται Στου Σαρακηνού. Σαν επιβεβαίωση αυτού, υπάρχει ένας αυχένας πηγαίνοντας προς το Κατωμέρι, κοντά στο νεκροταφείο, που λέγεται Πόρος του Βάμου.
Μεταξύ των παλιότερων οικογενειών, από την εποχή των Ενετών, συγκαταλέγονται οι οικογένειες: Καλλιγιάννηδες, Κατσούληδες, Μαμούνηδες, Γαλάνηδες, Φρατζεσκάκηδες. Οι οικογένειες: Φούρηδες, Νταγάδες και Μπριλάκηδες προέρχονται από τους Μαμούνηδες.
Ο Βάμος ποτίστηκε με άφθονο ελληνικό αίμα. Υπήρξε θέατρο πολλών πολεμικών συγκρούσεων, που είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε. Το 1866, οι επαναστάτες πολιόρκησαν στο Βάμο το Σαχίν Πασά, αρχηγό του αιγυπτιακού στρατού. Ο περιβόητος Τούρκο – κρητικός Μπάντρης έφτασε από τα Χανιά με ενίσχυση 5.000 στρατιωτών. Μπροστά στο χωριό, 100 επαναστάτες τους σταμάτησαν σκοτώνοντας τον Μπάντρη και πολλούς Τούρκους. Ο υπόλοιπος στρατός διασώθηκε και κατέφυγε στα Χανιά.
Το 1878, ξέσπασε νέα επανάσταση. Μετά από περιλάλητη νίκη των Κρητικών, ο τούρκικος στρατός κατατροπώθηκε. Καρπός της επανάστασης αυτής ήταν η Σύμβαση της Χαλέπας, με την οποία η Κρήτη πέτυχε την ημιαυτονομία της και ο κρητικός λαός σημαντικότατα προνόμια.
Το καθεστώς που θέσπιζε η Σύμβαση της Χαλέπας, δε διατηρήθηκε και πολύ, επειδή επακολούθησαν αυθαιρεσίες, βίες, προσβολές και κάθε είδους εξευτελισμοί. Η περίοδος από το 1889 ως το 1895 ήταν αρκετά ταπεινωτική και εξαιρετικά ταραγμένη. Ο Μανούσος Κούνδουρος, που καταγόταν από τα Σφακιά και υπηρετούσε ως πρωτοδίκης στο Πρωτοδικείο του νομού Σφακίων, το οποίο έδρευε στη Βάμο, συνέλαβε την ιδέα της επανάστασης, με σκοπό την πλήρη αυτονομία της Κρήτης κι όχι την ένωση με την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε σαν δεύτερο βήμα.
Ο Μανούσος Κούνδουρος άρχισε με επιμέλεια, σύνεση και ψυχική ηρεμία, να συντάσσει υπόμνημα στις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Συγχρόνως, ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες του τόπου, στους οποίους γνωστοποίησε τις σκέψεις του.
Στο Βάμο ιδρύθηκε με ενέργειες του Μανούσου Κούνδουρου, η Μεταπολιτευτική Επιτροπή, κατά τον Αύγουστο του 1895, όπου τα μέλη της σαν νεότεροι Φιλικοί, σαν «Υιοί της Ελευθερίας», ορκίστηκαν πίστη υπό τον παπά – Γαβρίλη από το Πρόβαρμα.
Ο Μανούσος Κούνδουρος κάλεσε στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 τον κρητικό λαό στη θέση Κλήμα του ηρωικού χωριού Αλίκαμπου Αποκορώνου. Σ’ αυτούς που συγκεντρώθηκαν, ο Μανούσος Κούνδουρος βροντοφώναξε: «Δε ζητάμε ένωση. Ζητάμε μεταρρύθμιση. Ζητάμε μεταπολίτευση. Ζητάμε αυτόνομο πολίτευμα». Το Μάιο του 1896, οι επαναστάτες ζήτησαν από την τούρκικη κυβέρνηση να μην εδρεύει τούρκικος στρατός στο Βάμο, να παραμείνει στην Κρήτη στρατός, δύναμης 4.000 ανδρών, ο διοικητής της Κρήτης να ναι Χριστιανός, ο φόρος να φτάνει το ανώτερο μέχρι 15.000 τούρκικες λίρες και τέλος η χωροφυλακή να αποτελείται από Χριστιανούς και Τούρκους, ανάλογα με τον πληθυσμό.
Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι τα αιτήματα δεν έγιναν δεκτά. Τέσσερις χιλιάδες επαναστάτες πολιόρκησαν το Βάμο, στις 16 Μαΐου 1896, αφού απέκοψαν κάθε επικοινωνία με τα Χανιά. Ο τούρκικος όχλος απάντησε με αντίποινα στα Χανιά, και στις 24 Μαΐου άρχισε η μεγάλη σφαγή των Χριστιανών.
Οι Τούρκοι στο Βάμο έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία, που κατά πετυχημένο τρόπο την περιγράφει στο «Ημερολόγιό» του ο θερμός πατριώτης και φλογερός αγωνιστής, λόγιος Ιωσήφ Λεκανίδης. «Διερχόμενος εις Βάμον καταλαμβάνομαι υπό αισθήματος απολήξαντος εις ζάλην εκ της θέας της απιστεύτου καταστροφής. Συναντώ γραμμήν τουρκικών πτωμάτων, τα οποία κατασπαράσσουν κύνες, έχοντες εμπήξει τας κεφαλάς αυτών εντός των κοιλιών των πτωμάτων. Οι κάτοικοι του χωρίου έχουσι μισθώσει εργάτες, συλλέγοντας τα πτώματα και ρίπτοντας αυτά εντός δεξαμενών μη περιεχουσών ύδωρ, εντός των οποίων μεταβαλλόμενων εις τάφους, καλύπτουσι αυτούς καλώς. Από τριών ημερών εργάζονται αδιαλείπτως δέκα εργάται και όμως δεν κατόρθωσαν να θάψουν εισέτι ούτε το ήμισυ».
Κατά το 1898, η Κρήτη περιέρχεται στο καθεστώς της διεθνούς Κατοχής. Τα τούρκικα στρατεύματα αποχωρούν και ανακηρύσσεται η Κρήτη σε Αυτόνομη Πολιτεία με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο. Η Κρήτη, υπό το καθεστώς της Αυτόνομης Πολιτείας, γνώρισε μέρες προόδου και ευημερίας.
Το 1912 η Κρήτη απάντησε στην πανελλήνια ιαχή «Ιτεπαίδες Ελλήνων…», μπήκε στον πόλεμο εκείνο που επέκτεινε τα σύνορα της Ελλάδας και πέτυχε την Ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα, πράγμα το οποίο θεωρούσε σαν δεύτερο βήμα ο αρχηγός και τα μέλη της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής.
Βέβαια, μετά το 1913 ο Βάμος ερήμωσε, επειδή όλες οι ανώτερες διοικητικές, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές εγκαταστάθηκαν στα Χανιά. Σε ανάμνηση της θυσίας των ηρωικών αγωνιστών του Βάμου, καθιερώθηκαν από το 1961 τα Παναποκορώνεια, που γιορτάζονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Στη θέση Πηγάδια και μάλιστα στους πρόποδες του λόφου Κουλές, υπάρχει ένας μικρός ναός της Μαύρης Παναγίας και μια ομώνυμη σπηλιά. Εκεί ήταν το κρυφό σχολειό επί Τουρκοκρατίας.
Στη θέση Καρύδι υπάρχει η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, πολύ παλιά, με παλιές αξιόλογες εικόνες, καλά διατηρημένες. Μέσα στην εκκλησία, φυλάγεται ασημένια εικόνα 500 χρόνων.
Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται στη θέση Κατωμέρι. Είναι μικρός ναός, βυζαντινού ρυθμού, με τοιχογραφίες 11ου-14ου αιώνα, από τις οποίες σώζονται μερικές. Υπάρχει επιγραφή με ημερομηνία 1243. Δίπλα στην εκκλησία αυτή, υπάρχει ο ναός του Αγίου Δημητρίου.
Κοντά στο ναό της Γέννησης της Θεοτόκου, στρατοπέδευσαν οι δυνάμεις των Μεταπολιτευτικών, κατά την επανάσταση του Βάμου. Η καμπάνα του ναού καλούσε τους κατοίκους για συγκέντρωση κι αντιμετώπιση των τούρκικων δυνάμεων από τα Σεράγια. Η εκκλησία είναι κτισμένη στην περιοχή Ποθιανή Παναγιά. Ο χώρος λεγόταν έτσι, γιατί οι υπόδουλοι ποθούσαν η καμπάνα της εκκλησίας να σημάνει τη λευτεριά. Υπάρχει κι η γραφή Ποδιανή, η ετυμολογία της οποίας προέρχεται από το ότι εμπόδιζε τους Τούρκους να καταστρώνουν σχέδια και να τα πραγματοποιούν κατά της επαρχίας.
Οι Μεταπολιτευτικοί στρατοπέδευσαν και στο μικρό ναό του Αγίου Μάμα, στη θέση Αμμούτσες. Ιστορικής σημασίας είναι ο δίκλιτος ναός Παναγία η Μυρτιδιώτισσα, στο χώρο Τσικολιανά, γιατί εδώ ορκίστηκαν οι 1Ο πρώτοι Μεταπολιτευτικοί, από τον παπαΓαβριήλ.
Η παλιότερη εκκλησία είναι η αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, στην τοποθεσία Το τζαμί.
Γίνεται ιδιαίτερος λόγος για το ναό αυτό, γιατί εδώ βρίσκονται πολύ παλιές και πολύ σημαντικές εικόνες, και το παλιό νεκροταφείο με μεγάλο και δεντρόφυτο κήπο. Τα προπύλαια του ναού ήταν ένα λαμπρό έργο τέχνης, που κατέστρεψε κάποιος ιερέας, ο οποίος ξεκόλλησε μαρμάρινη επιγραφή που ήταν τοποθετημένη πάνω από την πόρτα του ναού. Η επιγραφή αυτή γράφτηκε από το λόγιο Αρτέμιο Μαριακακη, πρώτο θείο του πατέρα των σημερινών Μαριακάκηδων. Η επιγραφή ήταν: «ΗΝ. ΚΑΙ. ΗΝ. ΚΑΙ ΗΝ. ΚΑΙ. ΟΥΚ. ΗΝ. ΠΟΤΕ. ΟΤΕ. ΟΥΚ. ΗΝ.» (λόγια του Μεγάλου Αθανασίου στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο για τη θεότητα του Χριστού). Η επιγραφή αυτή βρίσκεται σήμερα στον περίβολο του ναού. Αφού εδώ μιλήσαμε για τον Αρτέμιο Μαριακάκη, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι έγραφε και μια σατιρική εφημερίδα και την τοιχοκολλούσε στα κεντρικά σημεία του Βάμου.
Παλιότερα, ο Βάμος ήταν χωρισμένος σε δυο ενορίες, την ενορία Τσικολιανών, με εφημέριο τον παπα – Μαλέκο και την ενορία του Αγίου Γεωργίου, με εφημέριο τον παπα – Νικολή Παπαδοκοκόλη. Τη Μεγάλη Παρασκευή, στην κεντρική πλατεία συναντιόντουσαν οι δυο Επιτάφιοι και μετά συνέχιζαν χωριστά την περιφορά τους. Τα σύνορα των δυο ενοριών ήταν ο Άγιος Γεώργιος και η κεντρική πλατεία. Μετά τη Μεταπολίτευση, οι δυο ενορίες συγχωνεύτηκαν σε μία.
Ένα χαρακτηριστικό έθιμο του χωριού Βάμος, ήταν τα ξύλα του Iούδα. Οι νέοι συναγωνίζονταν ποιανού ο lούδας θα ‘χει τα περισσότερα ξύλα. Για το μάζεμα των ξύλων, ξεκινούσαν οι πιο νέοι τέσσερις βδομάδες πριν το Πάσχα. Κάθε είδους χαμόκλαδα τα. έκαναν δεμάτια και τα τοποθετούσαν στο προαύλιο της εκκλησίας μέχρι το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Την περισυλλογή των ξύλων τη θεωρούσαν οι νέοι σαν μεγάλο χρέος τους, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν έβλεπες γύρω σου κανένα νέο. Τη νύχτα, κατά βάρδιες, φύλαγαν τα στοιβαγμένα ξύλα. Τόσα πολλά ξύλα σώριαζαν, που πολλές φορές έφταναν το ύψος των τριών μέτρων και χρησιμοποιούσαν σκάλα για να τα στοιβάξουν.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, και όταν ο ιερέας έψαλλε το Χριστός Ανέστη, έβαζαν φωτιά στα ξύλα, όπου πάνω τους είχαν τοποθετήσει ομοίωμα του lούδα. Από την ανθρακιά των ξύλων του lούδα, υπήρχε το έθιμο πολλές γυναίκες να παίρνουν κάρβουνα, ν’ ανάβουν το φούρνο και να ψήνουν τα λαμπριάτικα καλιτσούνια.
Στο κάλεσμα του παπά «Δεύτε λάβετε φως», οι γυναίκες άναβαν το κερί τους και μ’ αυτό το καντήλι του σπιτιού. Το καντήλι μάλιστα αυτό σε πολλά σπίτια το κρατούσαν αναμμένο με θρησκευτική ευλάβεια, μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Ένα άλλο έθιμο που γινότανε στις 24 lουνίου, ημέρα του Γενεθλίου του Ιωάννη του Προδρόμου, ήταν του Κλήδονα. Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, τα κορίτσια του χωρού γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, μάζευαν διάφορα μικροαντικείμενα που τα έριχναν μέσα σε μια λαΐνα με νερό και τη σκέπαζαν με μια πετσέτα. Στο λαιμό τοποθετούσαν μια λεπτή αλυσίδα γύρω – γύρω, ενώνοντας τα δυο άκρα της με ένα λουκέτο.
Την παραμονή του Γενεθλίου του Προδρόμου, πήδαγαν πάνω από φωτιές, που άναβαν έξω από τα σπίτια, όχι τόσο από χαρά, όσο για λατρευτικούς και εξαγνιστικούς σκοπούς, που τις ρίζες τους πρέπει να ζητήσουμε στα παγανιστικά κατάλοιπα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Όταν έριχναν τα διάφορα μικροαντικείμενα που συγκέντρωναν κατά την περιφορά τους από σπίτι σε σπίτι «τους κληδόνους», δεν έβγαζαν μιλιά, όπως κι όταν γέμιζαν τα λαΐνια με νερό, το οποίο λεγόταν αμίλητο νερό.
Το απόγευμα της γιορτής, έβγαζε από τη λαϊνα τους κληδόνους ένα μικρό κοριτσάκι. Τα κορίτσια εκάθιζαν πάνω σε μια πατανία κι οι νέοι εστέκονταν. Μια μαντινάδα τραγουδιόταν και έβγαινε ένας κλήδονας. Πολλές φορές, συνέβαινε πάνω στο τραγούδι να γνωρίζονται και να συνδέονται συναισθηματικά τα αγόρια με τα κορίτσια.
Το μεσημέρι της μέρας αυτής, μ’ ένα καθρεφτάκι έριχναν τον ήλιο μέσα στη στέρνα, προσπαθώντας να δουν το επιθυμητό πρόσωπο. Η ωραία αυτή γιορτή έκλεινε μετην προσφορά μεζέδων με κρασί και τσικουδιά, καθώς και ξεροτήγανων. Όλοι έμπαιναν έπειτα με κέφι στο χορό, που κρατούσε μέχρι το βράδυ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το Βάμο κατάγετο ο παπα -Μαλέκος, ήρωας της επανάστασης του 1896. Μια προτομή του υπάρχει από το 1964 απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Από το Βάμο κατάγεται κι ο Δημήτριος Λαμπράκης, γνωστός για τη συμμετοχή του στους μακεδονικούς αγώνες και εκδότης των εφημερίδων «Νέα» και «Βήμα», Έχει στηθεί μάλιστα μνημείο του, καθώς και κενοτάφιο των πεσόντων κατά τους κρητικούς αγώνες. Ο Βάμος, που είναι σήμερα πρωτεύουσα της επαρχίας Αποκορώνου, ήταν μέχρι το 1913 πρωτεύουσα του νομού Σφακίων. Αποτελεί ένα τόπο – κλειδί, λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της μορφολογίας του εδάφους του, Χώρος διεξαγωγής αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων, κατάφερε να ακουστεί σ’ όλη την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα είναι ένας τόπος που άφησε τη δική του σφραγίδα στην ιστορία του τόπου μας.
*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.