Μενού Κλείσιμο

Μουρνέ Αγ. Βασιλείου

Χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Απέχει 34 χμ. νότια του Ρεθύμνου. Βρίσκεται κτισμένο σε υψόμετρο 560μ. και έχει 210 κατοίκους. Το χωριό είναι κτισμένο σε μια μικρή άβαθη κοιλάδα, κατά αμφιθεατρικό τρόπο. Τ’ όνομα του οφείλεται στις πολλές «μουρνιές» που υπήρχαν παλαιότερα στην περιοχή και κυρίως μέσα στα περιβόλια.

Το τοπικό προσωνύμιο Μουρνιανός απαντάται και ως οικογενειακό επώνυμο με τους τύπους Μουρνιανός και Μουρνιανάκης στο Ρέθυμνο και σε άλλα χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Στην κοινοτική περιφέρεια

περιλαμβάνονται οι τοποθεσίες των κατεστραμμένων ακατοίκητων από πολλά χρόνια οικισμών: Χαντάκι, Μαυρίκη, Λαγκά, Ντιμπλοχώρι, Λάκκο, Επίζυγος και η παλιά ερειπωμένη Μονή του Μαλαθρέ από την οποία σώζονται μόνο ερείπια του ναού της. Οι οικισμοί αυτοί κατοικούνταν και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όπως προκύπτει από τα Τουρκικά έγγραφα.

Το Ντιμπλοχώρι ή Διπλοχώρι, όπως γράφονταν επίσημα, έπαψε να κατοικείται το 1947 όταν μετοίκησε οριστικά στη Μουρνέ η οικογένεια του Κακλαμανομιχάλη που ήταν οι τελευταίοι κάτοικοι του, όπως και το χωριό Λάκκος με τελευταίους κατοίκους την οικογένεια του Ζαχαριουδοκωοτή.

Ιστορικά στοιχεία για την ίδρυση του χωριού δεν είναι γνωστά. Πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη του απαντούμε στην απογραφή των οικισμών της Κρήτης του 1577. Κατά πάσα πιθανότητα το χωριό ιδρύθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο γιατί υπάρχουν πολλές εκκλησίες με τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας όπως η Αγία Ειρήνη, ο ‘Αη Γιώργης κ.α.

Η Μουρνέ κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας παρέμεινε ένα αμιγές ελληνοχριστιανικό χωριό. Οι κάτοικοι της έλαβαν μέρος στις επαναστάσεις κατά των Τούρκων για τη λευτεριά του νησιού.

Σύμφωνα με την παράδοση η Μουρνέ καταστράφηκε ολότελα από τους Τούρκους στις πρώτες δεκαετίες της Τουρκικής κατοχής του νησιού και οι κάτοικοι κατέφυγαν στα γύρω χωριά Μαυρίκη, ‘Αη Σπυρίδωνα και κυρίως στην Επίζυγο. Αρκετά χρόνια αργότερα οι Τούρκοι κατέστρεψαν και την Επίζυγο προς εκδίκηση για το φόνο ενός Τουρκόπουλου, γιού του Αγά. Το Τουρκόπουλο είχαν σκοτώσει δυό αδέρφια, οι Δουλγεράκηδες, γιατί είχε κακοποιήσει την αδερφή τους. Μετά τη δολοφονία εκείνοι κατέφυγαν στη γύρω περιφέρεια οε δασωμένα μέρη και τελικά ήταν οι μόνοι που γλίτωσαν από την εκδικητική μανία των Τούρκων, ενώ όλοι οι άλλοι συγχωριανοί τους δολοφονήθηκαν άγρια και το χωριό κάηκε ολοσχερώς.

Από τα δυό αδέρφια ο ένας εγκαταστάθηκε στα Μιξόρρουμα και ο άλλος στα ερείπια της Μουρνέ μέσα στην κοιλάδα, που βρίσκεται πάνω από το χώρο που ήταν χτισμένο το παλιό χωριό. Η κοιλάδα ήταν κατάφυτη και με πολλά νερά και το μέρος ολότελα αθέατο από τα γύρω χωριά. Έτσι ξαναχτίστηκε το χωριό με κατεύθυνση ανάπτυξης στο εσωτερικό της κοιλάδας.

Στην επανάσταση του 1866 οι χωρικοί ανέβαιναν στο ύψωμα Κεφάλα που αποτελούσε φυσικό οχυρό του χωριού και απέκρουαν τις επιθέσεις των Τούρκων. Μουρνιανοί πήραν μέρος στους αγώνες του έθνους για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, στους Βαλκανικούς πολέμους, 1912-1913, στη Μικρασιατική εκστρατεία και τέλος στον Β παγκόσμιο πόλεμο, οπότε πολλοί ήταν οργανωμένοι και έδρασαν στην αντίσταση κατά των Γερμανών.

Κάποτε όμως μας διηγούνται μάρτυρες, κάποιος Γερμανός έτυχε να χάσει εκεί το πιστόλι του. Αμέσως για αντίποινα οι Γερμανοί συνέλαβαν κάποιον από το χωριό και θέλησαν να τον εκτελέσουν. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα κάποιος βρήκε το πιστόλι και έτσι ο χωρικός γλίτωσε. Βέβαια δεν έλειψαν και οι λεηλασίες από μέρους των Γερμανών. Κάποτε μάλιστα πήραν με απειλή όπλων 50 γυναίκες και παιδιά γιατί οι άντρες του χωριού δεν παρουσιάζονταν να δουλέψουν στις αγγαρείες στο Τυμπάκι.

Στη Μουρνέ όπως είπαμε υπάρχουν πολλές εκκλησίες όπως ο Άγιος Φανούριος, η Αγία Ειρήνη, ο Άγιος Ονούφριος βόρεια στις Μουρνιές, όπου η παράδοση αναφέρει ότι στον αυλόγυρο της θάβουν τα παιδιά που πεθαίνουν αβάπτιστα κι υπάρχουν πολλοί μύθοι για τα Τελώνια στη γύρω από την εκκλησία περιοχή. Επίσης σώζονται οι ναοί του Αγίου Σπυρίδωνα στον ομώνυμο ερειπωμένο οικισμό, του Αγίου Ελευθερίου και του Αγίου Γεωργίου μέσα στο ερειπωμένο Ντιμπλοχώρι, η νεότερη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής κοντά στην ερειπωμένη Επίζυγο και η εκκλησία του Άη Γιάννη νοτιοδυτικά της Μουρνέ.

Γνωστός στο χωριό είναι ο παπα-Παναγιώτης ο οποίος λειτουργούσε στην εκκλησία της Παναγιάς της Λαμπινής την ημέρα της σφαγής. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι πιάστηκε από τους Τούρκους και πέθανε λίγες μέρες μετά στο Ρέθυμνο από τα βασανιστήρια και το χλευασμό του τούρκικου όχλου.

Γνωστός είναι ο μεγαλύτερος γιος του ο Γιώργης ο οποίος χαρακτηρίζονταν με το επίθετο «λόγιος» γιατί έκανε τον πρακτικό γιατρό ενώ οι απόγονοι του λέγονταν Λογιάκηδες.

Επίσης πολύ γνωστός στο χωριό ήταν ο Γιάννης Αγγελιδάκης γνωστός ως «Βουί-δας» που σε ηλικία 16 χρονών βρέθηκε δούλος, βοσκός, στη Μεσαρέ στο σπίτι πλούσιου Τουρκοκρητικού. Μια νύχτα αφού βεβαιώθηκε πως όλοι στο αρχοντικό του αφεντικού του κοιμήθηκαν, πήγε στο σταύλο, έλυσε δυό βόδια, τα έβγαλε έξω από το χωριό και τα οδήγησε προς τη Μουρνέ. Μετά από δυό μερόνυχτα κατόρθωσε να τα φτάσει στο σπίτι του. Από τότε όλοι τον φώναζαν Βουίδα. Ήταν το φόβητρο των τούρκων. Λένε ότι κάποτε έκλεψε από τους Τούρκους της Σητείας 300 αίγες, τις οδήγησε στη Μουρνέ και τις μοίρασε στους χωριανούς αφού έσφαξε μερικές για να γλεντήσει. Γνωστή ακόμα και σήμερα στους γεροντότερους του χωριού είναι η φράση «Ένας Θεός στον ουρανό και ένας Βουίδας στη γη». Τελικά είχε εντελώς άδοξο τέλος καθώς έπεσε θύμα εκδίκησης ή ληστείας ή και τα δυό μαζί.

Στα φυσικά όρια του χωριού, στο Ντιμπλοχωριανό Αόρι (Ξερόν όρος) βρίσκεται το εκκλησάκι του Αφέντη Χριστού. Πριν καταστραφεί ήταν κατάγραφο από αγιογραφίες. Λέγεται ότι εκεί ζούσε κάποτε ένας γέρος ερημίτης που τ* άσπρα του γένια έφταναν ως τους αστραγάλους. Όταν κάποτε έξι αδέρφια απο το Ντιμπλοχώρι ανέβηκαν για να τον σκοτώσουν, ο γέροντας τους σκότωσε έναν έναν με την «καρατούρα» του (σπάθα) αφήνοντας μόνο τον μικρότερο που έφυγε τρομοκρατημένος. Από τότε ο γέροντας εξαφανίστηκε και κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν. Αργότερα γύρω στο 1900 ένας Μουριάνός βοσκός ο Γιάννης Τζωρτζάκης έχτισε με ξερολιθιά το εκκλησάκι πάνω στα θεμέλια του παλιού που είχαν γκρεμίσει και κάψει οι τούρκοι από εκδίκηση. Σήμερα σώζονται δυστυχώς μόνο λίγα τμήματα του.

Εγγονός του παπα-Κωνοταντή από το γιό του Γιάννη ήταν ο Γιώργης που καθώς πολύ νωρίς ένοιωσε την έλξη προς την ασκητική ζωη έγινε καλόγερος με «κατά Χριόταν όνομα» Γεράσιμος. Έχτισε το κελί του απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου στην τοποθεσία «Καστανέ», ο οποίος έχει μόνο δυό τοίχους χτιστούς και οι άλλοι δύο και η οροφή είναι βράχος φυσικής σπηλιάς. Εκεί φιλοξενούσε τους κυνηγημένους από τους Τούρκους Χριστιανούς.

Επειδή όμως παρακολουθούνταν από τους Τούρκους μεταφέρθηκε στη Μουρνέ στο ξωκλήσι του ‘Αη Γιάννη, όπου έχτισε δυό κελιά και ένα κελάρι και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Η καλοσύνη του Γεράσιμου έγινε ξακουστή και οι κάτοικοι των γύρω χωριών τον θεωρούσαν Άγιο. Λίγο πριν πεθάνει, γύρω στο 1900, καθώς είχε προβλέψει το θάνατο του είπε σε μια γυναίκα πως θα βρίσκει κάθε πρωί ένα πρόσφορο στο παράθυρο της φτάνει να μη το πει σε κανέναν. Κάποτε η γυναίκα το μαρτύρησε και από τότε δεν ξαναβρήκε το πρόσφορο.

Αργότερα οι κάτοικοι της Μουρνέ όταν έχτιζαν καινούρια εκκλησιά στη Μονή Κουδουμά ζήτησαν να βάλουν τα λείψανα του στην Αγία Τράπεζα και επειδή οι συγγενείς του δεν τα έδιναν τότε οι μοναχοί άνοιξαν το μνήμα, πήραν τα λείψανα και θεμελίωσαν τον καινούριο τους ναό.

Στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη υπήρχε μια πολύ αξιόλογη εικόνα που τώρα βρίσκεται για φύλαξη στη μητρόπολη Λάμπης και Σφακίων.

Κοντά στο ερειπωμένο χωριό Διπλοχώρι σώζονται τα ερείπια της εκκλησίας του Άη Γιώργη και υπάρχουν ίχνη από τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτίσματα. Πολλοί θρύλοι για τον Άη Γιώργη του Μαλαθρέ λέγονται στα γύρω χωριά. Λέγεται πως στο Μαλαθρέ υπήρχε αρχαίος ναός με ιερείς, που συνέχιζε να ακμάζει και κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Κρήτη. Όταν επικράτησε ο Χριστιανισμός, ο «ειδωλολατρικός» ναός γκρεμίστηκε για να ξεριζωθεί η παλιά εκκλησιά. Στα ερείπια της κτίστηκε αργότερα χριστιανική εκκλησία.

Άλλος θρύλος μας λέει πως ο ναός είχε 101 πόρτες και η τελευταία προς το ιερό πύλη ήταν χρυσή. Λέγεται επίσης πως κάτω από τα ερείπια του ναού, στο μέρος που βρισκόταν η «χρυσή πύλη», βρίσκεται θαμένος αμύθητος θησαυρός (χρυσά, αργυρά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα).

Μια άλλη παράδοση μας διασώζει το εξής περιστατικό που συνέβη στους καλόγερους της Μονής.

Οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων του χωριού Αγία Πελαγία κατοικούσαν στο χωριό Καστανέ, ερειπωμένο σήμερα οικισμό. Σε κάποια από τις επαναστάσεις κατά των Ενετών, οι κάτοικοι του χωριού επαναστάτησαν και αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους που επέβαλε η ενετική Διοίκηση.

Οι Ενετοί για αντίποινα επιτέθηκαν στο χωριό και το έκαψαν. Οι κάτοικοι κυνηγημένοι κατέφυγαν στην Αγία Πελαγία, όπου οι μοναχοί τους έκρυψαν στα κτίρια του μετοχιού. Μετά απο λίγο καιρό, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, οι καλόγεροι ζήτησαν να επιστρέψουν οι κάτοικοι οτο χωριό τους. Εκείνοι όμως ζηλεύοντας τα πλούτη του μετοχιού δεν ήθελαν να φύγουν και έτσι ανάγκασαν τους καλόγερους να επιστρέψουν στη Μονή του Μαλαθρέ.

Για το διωγμό τους αυτόν οι καλόγεροι·καταράστηκαν τους νέους κατοίκους της Αγίας Πελαγίας να μη ξεπεράσουν ποτέ τις δεκατρείς και κατ’ άλλους τις εικοσιπέντε οικογένειες.

Στο χωριό Μουρνέ υπάρχει ένα φαράγγι, το Διπλοχωριανό Φαράγγι και ένα σπήλαιο, το Μαύρο Σπήλαιο. Το χωριό διασχίζει ο Σπηλιανός ποταμός.

Η κοινότητα της Μουρνέ, ιδρύθηκε το 1925 με προεδρικό διάταγμα και απαρτίζονταν τότε απο τους συνοικισμούς Μουρνέ, Λάκκος και Ντιμπλοχώρι. Προηγουμένως από το 1914 η Μουρνέ ήταν έδρα αγροτικού Δήμου και ακόμα παλαιότερα ανήκε στο δήμο Λάμπης.

Ως αναφορά την εκπαίδευση στη Μουρνέ, φαίνεται από την Ιστορική Έκθεση του Δημοτικού Σχολείου Μουρνές «ότι λειτουργούσε από το 1882 με έξοδα των κατοίκων και τη συνδρομή της Ιεράς Μονής Πρεθέλης», και από αυτό συμπεραίνουμε ότι το 1891 ένα από τα τέοοερα δημοτικά σχολεία του Δήμου Λάμπης είχε έδρα στη Μουρνέ. Μετά τη συγκρότηση της Κρητικής Πολιτείας ιδρύθηκε Γραμματοδιδασκαλείο στη Μουρνέ, το 1899, και από τότε λειτουργεί συνεχώς ως δημοτικό σχολείο.

Σύμφωνα με την ιστορική έκθεση ο χώρος που βρίσκεται σήμερα το σχολείο ανήκε πριν από το 1882 σε μια Τουρκάλα που μετά από παρακλήσεις των χριστιανών παραχώρησε όλο το χώρο στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης που βρίσκεται στον ίδιο χώρο.

Το 1969 κτίστηκε το καινούριο σχολείο μετά απο έγκριση της νομαρχίας.

Παλαιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Κακλαμάνηδες, Παναγιωτάκηδες, Παπαδάκηδες, Μαραγκάκηδες, Παπαδογιάννηδες, Ζαχαριουδάκηδες, Αγγελιδάκηδες.

Κυριότερη ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία με σημαντικότερο προϊόν σε παραγωγή, το λάδι. Προπολεμικά υπήρχαν στο χωριό τέσσερα λιοτρίβια. Σήμερα λειτουργεί σύγχρονο εργοστάσιο που παράγονται διακόσιοι περίπου τόνοι λάδι σε χρονιές σοδιάς. Παλαιότερα αναπτυγμένη ήταν και η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και η παραγωγή του μεταξιού. Επίσης έβγαζαν και βγάζουν ακόμη και σήμερα την πολύ δυνατή και με ωραίο άρωμα μουρνόρακη, από τα μούρα.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.