Μενού Κλείσιμο

Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου

Μεγάλη κωμόπολη και δήμος της επαρχίας Μυλοποτάμου. Απέχει 55 χλμ. από το Ρέθυμνο και 35 χλμ. από το Ηράκλειο. Βρίσκονται κτισμένα στις βόρειες πλαγιές του Ψηλορείτη, σε υψόμ. 750 μ. και έχουν 3.500 κατοίκους.

Στο δήμο των Ανωγείων υπάγεται και το χωριό Σ(ε)ίσαρχα. Στη διοικητική περιφέρεια του δήμου βρίσκεται το Οροπέδιο της Νίδας (Κάμπος της Νίδας). Κοντά στη Νίδα βρίσκεται και το σπήλαιο Ιδαίον ‘Αντροντ Σπήλιο της Νίδας ή Αρκέσιον. Μεταξύ του δρόμου Ανώγεια – Νίδα βρίσκεται η τοποθεσία Ζωμυνθος, σε υψόμ. 1.300 μ. περίπου. Νοτιοανατολικά από το σπήλαιο της Νίδας βρίσκεται η θέση του Χρί-στο ύ. Η κωμόπολη των Ανωγείων αποτελείται από 4 συνοικίες: Μεσοχώρια (Α ρ -μί – Άγιος Γεώργιος), Περαχώρι, Μετόχι και το Συνοικισμό.

Το όνομα των Ανωγείων πιθανό να προήλθε από την τοποθεσία στην οποία είναι κτισμένο, δηλαδή σε ανώγειο μέρος. Εξάλλου και η ίδια η λέξη είναι σύνθετη από το άνω + γαία (γη).

Τα Ανώγεια σήμερα είνα γνωστά και ως Αξικανώγεια – Ξιγκανώγεια και Μεγάλα Ανώγεια. Το σύνθετο Αξιγκανώγεια χρησιμοποιείται για διάκριση από άλλα χωριά με το ίδιο όνομα και είναι σύνθετη λέξη: Αξικά + Ανώγεια, που δηλώνει μάλλον την προέλευση των Ανωγείων. Η παράδοση λέει πως οι πρώτοι κάτοικοι των Ανωγείων ήλθαν από τη γειτονική Αξό. Οι κάτοικοι αυτοί ήταν βοσκοί που ήλθαν και αποίκισαν το χώρο αυτό, έγινε δηλαδή ένας ποιμενικός οικισμός. Μπορεί όμως και να δηλώνει ότι το χωριό ήταν κοντά στην Αξό – πόλη που την εποχή που έγινε ο οικισμός ήταν σε μεγάλη ακμή.

Το πότε κτίστηκαν τα Ανώγεια δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Μάλλον πρέπει να πρωτοκατοικήθηκαν κατά το 13ο αιώνα και αυτό συμπεραίνεται από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που έχει αγιογραφίες του 1200 περίπου. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία πάντως βρίσκεται σε έγγραφο του 1182, οπότε διοικητής της Κρήτης ήταν ο Κωνσταντίνος Δούκας, ο οποίος χώρισε τις περιοχές στην Κρήτη και τις μοίρασε στις 12 βυζαντινές οικογένειες σε φέουδα. Η περιοχή των Ανωγείων παραχωρήθηκε στους Φωκάδες – αργότερα Καλλέργηδες. Τότε ίσως πήρε την ονομασία Βασιλικά Ανώγεια, γιατί πια ανήκαν σε βασιλικούς άρχοντες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δικαιολογείται και το γεγονός ότι σε μερικά έγγραφα τα Ανώγεια λέγονται και Βασιλικά Ανώγεια – στο ποίημα του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, στο οποίο εξιστορείται ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669).

•Στα Ανώγεια τα Βασιλικά, στην 18α αναβαίνουν και τα κοπάδια παίρνουσι όλα και κατεβαίνουν Το επίθετο Βασιλικά εξέλιπε μετά το τέλος του Κρητικού Πολέμου, οπότε τα Ανώγεια δόθηκαν ως «βακούφι» στη μητέρα του σουλτάνου. Τα Ανώγεια αναφέρονται και στις βενετσιάνικες απογραφές του «Καστροφυλακα’ (1577).

Οι Ανωγειανοί είναι γνήσιοι Κρητικοί. Παλιότερες οικογένειες είναι οι; Αεράκης, Ανδρεαδάκης, Βιτώρος, Βίστης, Βλατάς, Βογιατζής, Βουιδάσκης, Βρέντζος, Γρύλ-λος, Δακανάλης, Διαμαντής, Δραμαντάκης, Καλέντης, Κάββος, Κακουδάκης, Καλέρ-γης, Κατσαμάνης, Καραμπίνης, Καλομοίρης, Καφατοής, Κεφαλογιάννης, Κλίνης, Κοκοσάλης, Κονιός, Κοντογιάννης, Κοντόκαλος, Κουνάλης, Κουτάντος, Κουτεντές, Κουτεντάκης, Μαγουλιός, Μανιώρος, Μανούοος, Μανουράς, Μασαούτης, Μαυροκώ-στας, Μαυρογιάννης, Μέμος, Μηναδάκης, Μπαγκέρης, Μπέρκης, Μπρίνταλος, Νταγιαντάς, Ντερζής, Νιώτης, Ξετρύπης, Ξημέρης, Ξυλούρης, Πασπαράκης, Πασσάς, Παππαδιός, Πατραμάνης, Πατάρης, Πλευρής, Πλούσης, Ροδίτης, Ρούλιος, Σαλού-στρος, Σαμόλης, Σμπώκος, Σκανδάλης, Σπαχής, Σκουλάς, Σπιθούρης, Σταυρακάκης Στραιάκης, Συκιώτης, Σταμάτης, Σουλτάτος, Σφακιανάκης, Σπυριδάκης, Τσαγκαρά-κης, Τουπής, Τρούλης, Φαοούλας, Φρυσάλης, Χαχλιούτης, Χρονιάρης, Χαιρέτης.

Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και λιγότεροι με τη γεωργία. Επίσης το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου πληθυσμού ασχολείται με την υφαντουργία. Γίνεται μάλιστα και εξαγωγή υφαντών. Τα Ανώγεια έχουν αναδειχθεί σε κέντρο της κρητικής λαϊκής χειροτεχνίας. Οι κάτοικοι καλλιεργούν ελιές, αμπέλια, κηπουρικά και παράγουν κεφαλοτύρι, γραθιέρα, ανθότυρο.

Η κωμόπολη των Ανωγείων έχει γράψει μια από τις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας της Κρήτης. Γι’ αυτό και έχει τραγουδηθεί από πολλούς η ανδρεία των κατοίκων της, αλλά και η ομορφιά του χωριού.

< Η ζηλευτή σου μοίρα σου ‘χει πλάσει

εσένα τη ψυχή σου απ’ ατσάλι Κι είναι άτρεμη κι αδούλωτη και βάλλει και δε γερνά, δε λέει να ξαποστάσει »

(Γεωργ. Καλομενόπουλου «Τ’ Ανώγεια»)

 

* Κι ο νέος Κορνάρος έρχεται με τη γλυκεία του λύρα το έπος αρχίζει του χωριού, των κοριτσιών τπ μοίρα που γίναν στάχτη τα προικιά, κι οι γάμοι δεν τέλειωσαν και τα κοπάδια ερήμαξαν και τα βουνά ερήμωσαν»

(Γιάννη Φωτάκη «Ανώγεια»)

« Γύρω βουνό, γδυμνά, εδικά, γρυλλώνουν… ξημερώνει κι ο Ψηλορείτης τα Αξικά τ’ Ανώγεια στεφανώνει »

(Σπύρου Λίτινα «Τ Ανώγεια τ’ Αξικά»)

 

Τ’ Ανώγεια κυριεύτηκαν από τους Τούρκους το 1648 – δηλ. μετά τα Χανιά και το

Ρέθυμνο και μετά από την έναρξη της πολιορκίας του Χάνδακα – και τους δόθηκαν για λόγους σκοπιμότητας ειδικά προνόμια.

Οι Ανωγειανοί ήταν από τους πρώτες Κρήτες που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Το 1816, ο πρώτος Ανωγειανός που μυήθηκε ήταν ο Γιώργος Βασ. Μανουράς – Πιρπυρής. Αλλοι Ανωγειανοί που μυήθηκαν ήταν οι: Βασίλειος Σμπώκος, Καπετάν Μανόλης Δακανάλης ή Παπαδομανόλης, Παπα – Μιχάλης Σκουλάς ή Ξώππαπας, Σταύρος Νιώτης, Σταύρος Ξετρύπης Βασίλειος Αναγνώστης Σκουλάς.

Έτσι, οι Ανωγειανοί πήραν από τους πρώτους μέρος στην Επανάσταση του 1821. Στην πρώτη ευκαιρία, οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό τους (το 1822) μετά από σκληρές μάχες. Το Μάιο του 1822 οι Ανωγειανοί νίκησαν τους Τούρκους στη θέση Σκλαθό-καμπο Μαλεβιζίου, με αρχηγό το Βασίλη Σμπώκο. Τον Ιούλιο του 1822 ο Σερίφ Πασάς ξεκίνησε από το Ηράκλειο με προορισμό τ’ Ανώγεια και αφού τα λεηλάτησε, τα πυρ-πόλησε (14 Ιουλίου 1822). Παρ’ όλη την καταστροφή των Ανωγείων, οι Ανωγειανοί δεν έπαψαν να αγωνίζονται. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, νίκησαν πάλι στο Σκλαβόκα-μπο το Χασάν Πασά.

Το 1826 ξεκίνησε πάλι από το Ηράκλειο ένα τούρκικο απόσπασμα, με προορισμό τ’ Ανώγεια. Τότε, μια ομάδα Ανωγειανών με επικεφαλής αρκετούς οπλαρχηγούς, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο καπετάν Μανόλης Δακανάλης, ξεκίνησαν από τ’ Ανώγεια, για να εμποδίσουν τους Τούρκους να πλησιάσουν το χωριό. Η συμπλοκή έγινε στον Αλμυρό ποταμό. Οι Ανωγειανοί κατόρθωσαν να τους απωθήσουν, αλλά σε μια μάχη έξω από το Ηράκλειο σκοτώθηκε ο καπετάν Μανόλης Δακανάλης. Υπάρχει κι ένα δημοτικό τραγούδι γι’ αυτόν, «Το τραγούδι του Μανόλη Δακανάλη . όπου μεταξύ άλλων αναφέρει:

<— Ανατριχιώ να σου το πω, μέσα η καρδιά μου βράζει μα σου τον εσκοτώσανε, πιο μέσα από το Γαζί…

 

—Σώπασε κυρά παπαδιά κι εακότωσε τριάντα τριάντα Τούρκους διαλεκτούς τσι άφησε στη μπάντα Άφησε και παραγγελιά να ‘πουν του πεθερού του να παν τα κοκκαλάκια του μαζί με τ’ αδελφού του τα ζα του να ποτίζουν ε στον Βλάχου τα πηγάδια εκεί όπου ποτίζουν ε και τ’ άλλα τα κοπάδια…»

Ένα άλλο δημοτικό τραγούδι, το «Τραγούδι του Νιώτη», μας μιλάει για κάποιο άλλο επεισόδιο που έγινε την περίοδο της Τουρκοκρατίας το 1830. Πρωταγωνιστές είναι ο Σ. Νιώτης και ο Ασάνης, ένας γενίτσαρος που είχε γίνει μάστιγα για τους Ανω-γειανούς. Ανέθεσαν, λοιπόν, οι Ανωγειανοί στο Νιώτη, να απαλλάξει τον τόπο τους από το φοβερό αυτό γενίτσαρο. Στον ποταμό όπου σκότωσε ο Νιώτης τον Ασάνη, ονομάστηκε από τότε «Το υ φονιά ο ποταμός».

« Ένας Ασάνης ήτανε στη μπάντα του Ρεθύμνου, πολλά ‘κανε τω Χριστιανώ και κάψε τονε θε μου Πολλά ‘κανε τω Χριστιανώ, από τη μια τση πρώτης και σ<ου φονιά το ποταμό τον έσφαξε ο Νιώτης

Αλλοι τον εηοσκότωσε ο Νιώτης τον Ασάνη στη μέση ηου κενώνεται και τ’ άρματα του βάνει στη μέση του τα φόρεσε κι ε γύριζε Χαΐνπς Τούρκο στη Κρήτη να φανεί κιανένα δεν αφήνει…» Λίγο πριν ανάψει η φλόγα της επανάστασης του 1866, στα Ανώγεια έγινε συνέλευση των οπλαρχηγών και πολιτών της Ανατολικής Κρήτης (Λασιθίου και Ηρακλείου) για να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους για τη Γενική Συνέλευση της Κρήτης. Στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου τρεις Ανωγειανοί βρήκαν το θάνατο μαζί με τους υπερασπιστές του μοναστηριού. Μάλιστα σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλιών κατοίκων

των Ανωγείων, ένας Ανωγειανός, ο Μανόλης Σκουλάς, ήταν εκείνος που ανατίναξε το Αρκάδι. Τότε ήταν περίπου 25 χρόνων. Μεταξύ των παλιών κατοίκων των Ανωγείων, διασώζεται και ένα δημοτικό τραγούδι που γράφτηκε για την παλικαροσύνη του. *Η τον Μανόλη τον Σκουλά εζήλεφα περίσσια γιατ’ ήταν νέος όμορφος κι από γενιά μεγάλη Κι είχε και μάθηση πολλή, δεν τον ‘λείπε π χάρη. Κι όταν ο Χάρος τ’ άπλωσε το παγερό του χέρι «καλώς ήρθες» τον είπενε. Μα πρώτα θα στρωθούνε χιλιάδων Τούρκων πτώματα, για να διαβώ από πάνω

και η Μονή του Αρκαδίου, ένας σωρός θα γίνει, για να την κάμω μνήμα μου και να θαφτώ από κάτω» Στο τέλος του 1866 οι Ανωγειανοί με αρχηγό τον Μιχάλη Σκουλά απέκρουσαν στο Μαλεβίζι τους Τούρκους, που ‘χαν αρχηγό τον Ρεσίτ Πασά. Το 1867 (10 Μαΐου), τ’ Ανώγεια καταλήφθηκαν κατ’ αρχάς από τον Ομέρ Πασά και λίγο αργότερα (Νοέμβριος) από το Ρεσίτ Πασά που τα παρέδωσε στις φλόγες για δεύτερη φορά.

Στην επανάσταση του 1897, σώμα Ανωγειανών με αρχηγούς τους Γεώργιο Νιώτη και Γρηγόρη Σπιθούρη διακρίθηκε και πάλι στις μάχες του Μαλεβιζίου.

Οι Ανωγειανοί, όμως, έδωσαν το «παρών» τους και στους αγώνες που έκανε η υπόλοιπη Ελλάδα για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της. Έτσι, σώμα Ανωγειανών πήρε μέρος στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο το 1912. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία, αρκετοί Ανωγειανοί έδωσαν το αίμα τους για τη Μεγάλη Ιδέα του Έθνους. Το 1940 οι Ανωγειανοί έλαβαν μέρος στην υπεράσπιση της καταπονημένης από τους πολέμους Ελλάδας.

Με την εμφάνιση των Γερμανών στον Ελληνο – Ιταλικό πόλεμο άρχισαν νέα δεινά για τους Έλληνες, αλλά και για τους Κρήτες. Στη Μάχη της Κρήτης πήραν μέρος σχεδόν όλοι οι Ανωγειανοί, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν στρατευτεί για την Αλβανία. Όταν η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Γερμανών, οι Ανωγειανοί δε σταμάτησαν να αντιστέκονται. Αρχισαν τον αγώνα τους ενάντια στον κατακτητή με δική τους πρωτοβουλία, όπως άλλωστε έγινε σ’ όλη την Κρήτη.

Τα Ανώγεια είναι από τα πρώτα χωριά που οργανώθηκαν συστηματικά γι’ αυτό το σκοπό. Στις 15 Αυγούστου 1941 υπογράφηκε το πρακτικό ίδρυσης της «Επιτροπής Απελευθερωτικής Δράσης», όπου, μεταξύ άλλων, ορκίστηκαν «να αγωνιστούν μέχρι θανάτου νια να αποτινάξουν το ζυγό των τυράννων». Όπως ήταν φυσικό, οι Γερμανοί άρχισαν τα αντίποινα. Στις 13 Φεβρουαρίου 1944, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς ο οπλαρχηγός Στεφανογιάννης ή Στέφανος Δραμουντάνης. Στις 6 Αυγούστου 1944, ο Γερμανός διοικητής τους φρουρίου Γενί Γκαβέ πήγε ο ίδιος στ’ Ανώγεια με ένδεκα Γερμανούς για να μαζέψει άνδρες για αγγαρεία.

Οι Ανωγειανοί όμως είχαν καταφύγει στον Ψηλορείτη και δεν κατέβαιναν καθόλου στο χωριό. Ο Γερμανός διοικητής μάζεψε τις γυναίκες του χωριού και τις οδήγησε στο Γενί Γκαβέ. Στο δρόμο όμως δέχτηκε επίθεση από τους Ανωγειανούς αντάρτες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δυο Γερμανοί και οι υπόλοιποι μετά από επίμονες ανακρίνεις που τους έκαναν να εκτελεσθούν από τους αντάρτες. Αυτό το περιστατικό μαζί με τη συμμετοχή των Ανωγειανών στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράι-πε, έδωσαν την αφορμή για να εκδώσει ο Χ. Μίλλερ – διοικητής του Φρουρίου Κρήτης – τη διαταγή να ισοπεδωθούν τα Ανώγεια. Η διαταγή έλεγε:

«Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρο της αγγλικής κατασκοπείας εν Κρήτη, και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν τον ψόνον του λοχίου φρουράρχου Γενί Γκαβέ και της υπ’ αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν τα σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλο και προστασία, οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων, διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε, χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ισοπέδωσι ν πάντων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού, όστις ήβελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέ’ριξαυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου”.

Χανιά 13-8-44 Ο Στρατηγός Διοικητής Φρουρίου Κρήτης Χ. ΜΙΛΛΕΡ

Έτσι, η ιστορία επαναλαμβανόταν για τρίτη φορά. Όλο το χωριό έγινε στάχτη, όλα καταστράφηκαν. Μόλις γύρισαν οι Ανωγειανοί στο χωριό τους και αντίκρισαν το θέαμα, πόνεσαν, έκλαψαν και άρχισαν τα μοιρολόγια. Μερικά διασώθηκαν επειδή τα έγραψαν οι συνθέτες τους ο” ένα κομμάτι χαρτί. Μερικά απ’ αυτά είναι και τα παρακάτω:

<Λοολονδια μην ανθίζετε, πουλιά μην κελαηδείτε τ’ Ανώγεια μάς εκάψανε και να τα λυπηθείτε. Μια Κυριακή τη ταχινή ώρα που λειτουργούσε μπήκαν στ’ Ανώγεια οι Γερμανοί τα’ αντάρτες και ζητούσι Αντάρτες σαν δε βρήκανε και κόψανε το κόμα γέρους και γυναικόπαιδα κάτω τα κάψαν όλα. Αύγουστε Γερμανόφιλε, φονιά και γκεσταπίτη μαύρη ζωή την έβαλες στη σκλαβωμένη Κρήτη Μαύρα φορούνε τα βουνά κι ο γέρο Ψηλορείτης πενθούν τ’ Ανώγεια το χωριό, τους ήρωες της Κρήτης»

(Ειρήνη Αναγνωστάκη «Η καταστροφή των Ανωγείων»)

 

* Έξι χιλιάδες Γερμανοί τυλίξανε τ’ Α νώγεια και πιάσανε τον αρχηγό και τόνε ατένουν χώρια Μες στο χωριό τον πιάσανε, μα π ώρα τους εβγιάζει του παίζουν πυροβολισμούς και σαν πουλί σπαράζει Σκότωσαν το Μενέλαο τ’ όμορφο παλικάρι τον Μανουρά τον ξακουστό, το τρομερό λιοντάρι»

(Κωνσταντίνος Κοστάντος «Τραγούδι για τα Ανώγεια»)

Όι Γερμανοί γιαγείρανε όλοι στ’ αρμί απάνω κι εκάνανε το σχέδιο φωτιά ‘πο πού θα βάναν

Από το σκαοαλίβαδο βάζουν το πυροβόλο και το χωριό εκάψανε απ’ άκρη σ’ άκρη όλο»

(Όλγα Κεφαλογιάννη «Το κάψιμο των Ανωγείων»)

Τελικά τ* Ανώγεια κατάφεραν να ξαναγεννηθούν από τη στάχτη και να εξελιχθούν σε μια σημαντική κωμόπολη. Τιμητικά η κοινότητα Ανωγείων προήχθη σε δήμο το 1947. Τον προηγούμενο χρόνο – 1946, στις 3 Μαΐου – το επίσημο κράτος αναγνωρίζοντας την προσφορά των Ανωγείων απένειμε στην κοινότητα τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξης «διό τας καταστροφάς ας υπέστη κατά την περίοδο της τετραετούς Γερμανοϊ-ταλικής Κατοχής των κατοίκων επιδειξάντων αξιοθαυμαστον διαγωγή ν, αντοχήν απα-ράμιλον και ηρωισμόν μέχρις αυτοθυσίας».

Διασώζεται και η παρακάτω ιστορία από τους κατοίκους, για το κτίσιμο της εκκλησίας. Ένας βοσκός από την Αξό, είδε ένα βράδυ ένα κερί στη θέση που είναι σήμερα η εκκλησία. Το κερί αυτό το έβλεπε για 2-3 συνεχή βράδια και αποφάσισε να δει τι υπήρχε εκεί. Βρήκε, λοιπόν, το εικόνισμα του Αγίου και το πήγε σπίτι του. Όταν την άλλη μέρα θέλησε να το δείξει στη γυναίκα του, το εικόνισμα δεν ήταν στη θέση του. Το βρήκε στη θέση που ήταν το κερί, το ξαναπήγε σπίτι του, αλλά αυτό πάλι εξαφανίστηκε. Αυτό έγινε για κάμποσες φορές κι έτσι ο βοσκός κατάλαβε ότι στο σημείο εκείνο έπρεπε να κτιστεί εκκλησία προς τιμή του Αγίου, πράγμα που τελικά έγινε.

Πολύ κοντά στα Ανιί. νεια λειτουργεί και η γυναικεία μονή του Αγίου Νεκταρίου

Στ’ Ανώγεια υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου, αρκετά παλαιά εκκλησία διακοσίων ετών, της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Περαχώρι, που κτίστηκε στα ερείπια παλιάς εκκλησίας του Άγιου Χαράλαμπου του 12ου αιώνα, της Αγίας Μαρίνας στη Ζώμυνθο, του Αγίου Νικήτα στη Μάκρη της Ανάληψης του Χριστού στη Νίδα, του Αγίου Μάμαντος στη Μύθια, του Αγίου Φανουρίου στα Περαδολάκια και του Αγίου Δημητρίου στο Μετόχι,

Στην κοινότητα των Ανωγείων ανήκει το σπήλαιο του Ιδαίου Αντρου ή Σπήλαιο της Νίδας ή Αρκέσιον. Είναι ένα μικρό σπήλαιο και η είσοδος του βρίσκεται σε υψόμετρο 1.490 μ. Ανακαλύφθηκε το 1984 με υπόδειξη ανωγειανού βοσκού του Γ. Πασπαράκη ή Μουσά. Στο σπήλαιο της Νίδας γίνονται ανασκαφές από τον κρητικό αρχαιολόγο Σακελαράκη και ετοιμάζεται μουσείο όπου θα φυλαχθούν τα ευρήματα.

Στην αρχαιότητα, θεωρούνταν ιερό, γιατί σύμφωνα με τη μυθολογία, στο σπήλαιο αυτό κρύφτηκε ο Δίας αμέσως μετά τη γέννηση του και μεγάλωσε από το γάλα της γίδας Αμάλθειας, φρουρού μένος από τους Κουρήτες. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι θεωρούσαν το σπήλαιο τόπο λατρείας του Δία. Τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί χάλκινα και πήλινα αντικείμενα του 5ου, 6ου και 7ου π.Χ. αιώνα (ασπίδες, τρίποδα κλπ.).

Το Ιδαίον Άντρον βρίσκεται στο οροπέδιο της Νίδας. ΓΓ αυτό έχει γραφτεί κι ένα δημοτικό τραγούδι, «Το τραγούδι της Νίδας», από κάποιον Κεφαλογιάννη, που ήταν τότε 70 χρόνων.

«Λένε των οι Βοριζιανοί, με τάξη και με τρόπο. Να μας σε δώσετε κι εμάς, από τη Νίδα τόπο. Δώστε μας αφεντάδες μας μοιράσι από τη Νίδα πον κάνει μάρωπα παχιά και λεύτερα ‘πττήδεια

Το Καστρινό συμβούλιο βοηθά τω Μεοαρίτω και χει το Ρεθεμνιώτικο τω Μυλοποταμίτω. Τότες εμίληαε ο παηάς με το γλυκό τον στόμα: Δεν χώνε δίνουμε κλαδί από τη Νίδα, χώμα…

… Σαν τα νεράκια χύνονται, σαν τα πουλιά γλακούνε οπίσω τσι ζυγώνουνε, στη γιούργια τσι λαλούνε… … Δε θέμε από τη Νίδα σας και να τήνε χαρείτε κι αφήσετε τσι χαρακιές, να μη μας σε βαρείτε… Δε θέμε από τη Νίδα σας και δεν ξαναπερνούμε μόνο αλεύρι και κουκιά να ρθούμε να πουλούμε…»

Το οροπέδιο της Νίδας ήταν ο πιο ιδανικός βοσκότοπος και για τους Ανωγειανούς αποτελούσε τη μόνη υπολογίσιμη περιουσία τους. Όμως, οι Βοριζιανοί διεκδικούσαν κι αυτοί μερίδιο στη Νίδα για να βόσκουν τα πρόβατα τους. Δημιουργήθηκε έτσι μεταξύ των δύο χωριών μια διαμάχη και πολλές φορές έρχονταν σε συμπλοκή.

Το 1870 οι δυο πασάδες του Ηρακλείου και Ρεθύμνου αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη διαμάχη των δυο χωριών. Φτάνοντας οι πασάδες στο οροπέδιο της Νίδας και κάνοντας αυτοψία, αποφάσισαν να δώσουν την κυριότητα στους Βοριζιανούς με το αιτιολογικό ότι τα Βόριζια βρίσκονταν πιο κοντά στη Νίδα.

Ένας όμως παπάς, ο παπα – Μιχάλης, που έβοσκε εκεί τα πρόβατα του, άκουσε τη συζήτηση κι έτρεξε να ειδοποιήσει τους Ανωγειανούς. Φτάνουν οι Ανωγειανοί στο οροπέδιο και ορμούν κατά των Βοριζιανών με πέτρες και ξύλα. Οι Βοριζιανοί τελικά ζητούν ειρήνη με τον όρο να τους επιτρέψουν οι Ανωγειανοί να έρχονται στο οροπέδιο για να πουλάνε αλεύρι και κουκιά.

Για τον παπα – Μιχάλη, που με δικές του ενέργειες σώθηκε το οροπέδιο της Νίδας και τους Ανωγειανοΰς, υπάρχει και δημοτικό τραγούδι που γράφτηκε γύρω στα 1895. Ο παπα-Μιχάλης στάθηκε πραγματικά ο αρχηγός των Ανωγειανών στα δύσκολα εκείνα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο θάνατος του δημιούργησε ένα μεγάλο κενό: «Σαν τον Ανωγειανό παπά, μήδ’ ήταν μήδ’ εγίνπ, ν’ αλλάσει πίσω την Τουρκιά, να σβήσει το γιαγκίνι… … Πολλούς Ρωμιούς ξεμπέρδεοε ‘πο των Τούρκων τα χέρια όπου ‘θέλαν τ σι σφάξοννε με δίκοπα μαχαίρια…» Μεταξύ του οροπεδίου της Νίδας και των Ανωγείων, υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται Ζώμυθος. Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν τρεις εκδοχές: Η πρώτη υποστηρίζει ότι ζώμυθος σημαίνει ζωντανός μύθος (ζων – μύθος). Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι σημαίνει το μύθο του ζώου. Η τρίτη άποψη υποστηρίζει ότι η λέξη ώμυθος είναι προελληνικό – ετεοκρητικό όνομα «ζώμινθος» ή «ζώμιθος», αγνώστου σημασίας.

Στη Ζώμυθο βρίσκεται πηγή, το νερό της οποίας έρχεται στα Ανώγεια. Στα πολύ παλιά χρόνια, το νερό της πηγής ήταν ελάχιστο. Οι βοσκοί που έβοσκαν τριγύρω τα πρόβατα τους, τα πότιζαν από μια μικρή «γούρνα» που είχαν φτιάξει μπροστά στην πηγή. Όλη η περιοχή, ακόμα και κοντά στα Ανώγεια, ήταν σκεπασμένη από αδιαπέραστα δάση. Κοντά στην πηγή ήταν ένα μεγάλο δέντρο – ασφένταμος – που υπήρχε μέχρι το 1915, οπότε το ξερίζωσε ένας δυνατός αέρας. Το δέντρο αυτό το θυμούνται οι πολύ παλιοί κάτοικοι των Ανωγείων.

Το 1340 – σύμφωνα με το τραγούδι του Μανουρά – παρουσιάστηκε στην περιοχή της Ζωμύθου ένα «θεριό». Τι ήταν αυτό το θεριό δεν ξέρουμε, ίσως ήταν κάποιο μεγάλο φίδι. Το θεριό αυτό ήταν μεγάλο με δυο κεφάλια και τέσσερα μάτια. Ένα περίπου χιλιόμετρο μακριά από την πηγή, υπάρχει μια μεγάλη τρύπα – Του Κάτσουρα ο Ταύκος. Οι βοσκοί έβλεπαν το θεριό συχνά να βγαίνει από την τρύπα και να πίνει το λιγοστό νερό. της «γούρνας» άλλοι πάλι έλεγαν ότι το θεριό έπινε μόνο μια «γούρνα» νερό κι έτρωγε όσα πρόβατα μπορούσε.

Οι βοσκοί, μη έχοντας πια στη διάθεση τους το νερό της Ζωμύθου, αναγκάστηκαν ν” ανέβουν στη Νίδα, όμως εκεί δεν υπήρχε αρκετό νερό. Πέρα απ’ αυτό, οι κάτοικοι φοβόντουσαν να περάσουν από κει. Έπρεπε δηλ. να σκοτωθεί το θεριό για να ησυχάσει ο τόπος. Διαλέχτηκε ο Νικόλαος Μανουράς, που σαν ανταμοιβή θα έπαιρνε 300 πρόβατα και το προνόμιο να ποτίζει πρώτος τα πρόβατα του.

Ο Μανουράς δέχτηκε την προσφορά, παίρνει το τόξο με τη σαίτα του και φτάνει στη Ζώμυθο. Αλλάζει την κατεύθυνση του νερού, αφήνοντας τη γούρνα γεμάτη. Ρίχνει μέσα στη γούρνα ξίδι και αλάτι, για να γίνει άνοστο το νερό, έτσι που πίνοντας το το θεριό να αηδιάσει, να σηκώσει το κεφάλι για να μπορέσει να το χτυπήσει σε καίριο σημείο. Ανέβηκε λοιπόν στον ασφένταμο και περίμενε το θεριό.

Σε λίγο πράγματι φτάνει και πριν προλάβει να πιει νερό αντιλαμβάνεται το Μανουρά και ανοίγει το στόμα του για να του επιτεθεί. Βρίσκει τότε την ευκαιρία ο Μανουράς και σημαδεύει το θεριό, με τη σαΐτα του στο στόμα. Πέτυχε το στόχο του και αμέσως το θεριό άρχισε να μουγκρίζει και να σπαρταρά γύρω από την πηγή. Οι δυνάμεις του άρχισαν να χάνονται και ξεκίνησε σιγά – σιγά για να πάει να κρυφτεί. Δεν μπόρεσε όμως να φθάσει μέχρι την κρύπτη του, έπεσε σ’ έναν γκρεμό όπου και ψόφησε.

Για πολύ καιρό οι βοσκοί έβλεπαν το ψόφιο θεριό που το έτρωγαν οι μύγες και από τότε το φαράγγι πήρε το όνομα Τσι μυγιας το φαράγγι. Λέγεται μάλιστα ότι για αρκετό καιρό οι βοσκοί έπαιρναν το λίπος του θηρίου – που είχε πολύ – για να ανάβουν τους λύχνους τους.

Το τραγούδι του Μανουρά έγραψε κάποιος Σουλτάτος:

*Το έτος χίλια τρακόσα σαράντα εφάνηκε ένα θεριό στων Ανωγείων τη μπάντα.

Εβγήκεν ένας Μανονράς και λένε τον Νικόλα, για να σκοτώσει το θεριό κι εσκότωσέ το κιόλας — Μπλιό μον σε τάβλα 8ε δείπνα», σε στρώμα 8ε κοιμούμαι αν δε σκοτώσω το θεριό πον είδα οιρές στη βρύση. Κ’ είχε διπλές τσι κεφαλιές και δνο ζευγάρια μάτια κ” έβγαιναν απ’ τ’ αρθούχηα του ενός καμινιον φουγάρα.

— Αν το σκοτώσεις το θεριό τσι βρύσης το λιοντάρι παίρνεις τρακόσα πρόβατα με διαλεκτό μπροστάρη •Πάει και βγαίνει στο δεντρό και κράθειε τη σαΐτα.

Σε λίγη ώρα έφτασε και το θεριό στη ρίζα. Σηκώνει το κεφάλι τον, για να τόνε ρουφήξει και παίζει του τη οαϊθιά και στο λαιμό καθίζει. —Αν είσαι άντρας Μανονρά, παίξε την και την άλλη

Μα μια φορά μ’ εγέννησε π μάννα, πον με’ εγέννα

και μια κι εγώ την έπαιξα τη οαϊθιά σε σένα. »Και το θεριό εμούγκριαε, έκαμε να παγώσει κι απάνω στον ασφένταμο ίντα βουλή να δώσει. Κι αφού εξαναμονγκρισε, τρέχει προς το φαράγγι

ιαι μόγιας ετελείωσε και μπλιό 8ε μας πειράζει. Και κατεβαίνει ο Μανονράς στη βρύση και καθίζει κι ευθύς φωνάζει τσι βοσκούς και τσι καλοκαρδίζει

Εκείνοι συναχτήκανε, γέροντες και κοπέλια και σύρνανε και τα σφαχτά, με διαλεχτά σκλαβέρια. Λέσι τον: Εύγε Μανονρά, επήρες τα σφαχτά σου ομπρός να πηαίνεις στο νερό εσύκ’ η γενεά σου ομπρός να πηαίνεις στο νερό κ’ ομπρός να τα ποτίζεις και στ” ασφεντάμον το σκιανό να ‘ρχεσαι να σταλίζεις. »Οι Μανουράδες έχουνε πάντοτε την αξία και πάνε και σκοτώνοννε τα άγρια θηρία Χαριτωμένη γενεά, την έκαμε π φύση! Σκοτώσανε και το θεριό, στη Ζώμυθο στη βρύση!

Όσοι δεν το πιστεύοννε και δεν του συχωρούνε στη βρύση στέκει το δεντρό κι ας πάνε να το δούνε Κάθε χειμώνα πέφτουνε το χιόνια εις τ’ αόρια Κύρης των οονλιτάτηδων τόβγλαε εις τ’ Ανώγεια» Το τραγούδι αυτό του Μανουρά έχει διασωθεί σε αρκετές παραλλαγές που όμως δε διαφέρουν πολύ μεταξύ τους.

Το όλο θέμα του τραγουδιού, έτσι όπως είναι γραμμένο, μας οδηγεί στην υπόθεση ότι κάτι άλλο υπάρχει πίσω από το θεριό και το θάνατο του. Στους περισσότερους μύθους, θρύλους, αλλά και στις παραδόσεις που μας έχουν διασωθεί, υπάρχει αυτή η βασική δομή, αλλά και η θεματολογία για την εξιστόρηση κάποιων συμβάντων. Υπάρχει δηλαδή το θεριό με διάφορες μορφές που εμποδίζει τη χρήση κάποιας πηγής από τους

χωριανούς. Αναλαμβάνει λοιπόν κάποιος να εξοντώσει το θεριό και να απαλλαγεί ο τόπος από τη μάστιγα του.

Εδώ ο μύθος του θεριού και η εξόντωση του πλάστηκε για να εξηγήσει το προνόμιο της οικογένειας του Μανουρά να ταΐζει πρώτη τα κοπάδια της. Το θεριό μπορεί να ήταν κάποιος ξένος κατακτητής της πηγής ή κάποιος Βενετός άρχοντας ή τέλος πάντων κάποια άτομα που στέκονταν εμπόδιο στους χωρικούς για να κάνουν κάτι που το ήθελαν πολύ.

 

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995

Φωτογραφία:

Tα Ανώγεια Μυλοποτάμου, στο Ρέθυμνο Κρήτης