Το Κατάκολο είναι παράλιο χωριό της Ηλείας και θεωρείται το επίνειο του Πύργου. Σήμερα λειτουργεί περισσότερο σαν τουριστικό λιμάνι, δεδομένου ότι αποτελεί πόλο έλξης για κρουαζιερόπλοια και σκάφη αναψυχής. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, αριθμεί 509 μόνιμους κατοίκους.
Η επικρατέστερη εκδοχή για την προέλευση του τοπωνυμίου Κατάκολο είναι ότι προέρχεται από την φυσική θέση του χωριού, ως άκρο.
Το Κατάκολο των αρχαίων χρόνων βρισκόταν στην περιοχή της αρχαίας Φείας, πόλη τοποθετημένη στην παραλία του σημερινού Αγίου Ανδρέα. Αποτελούσε το δεύτερο λιμάνι της Ηλείας μετά την Κυλλήνη. Κατά τα Ομηρικά χρόνια αποτελούσε φρούριο κοντά στον ποταμό Ιάρδανο, ενώ κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (β’ μισό του 5ου π.Χ αιώνα) ήταν ορμητήριο των Αθηναίων για να αλώσουν την Ηλεία. Το λιμάνι χάθηκε μέσα στη θάλασσα κατά τον ισχυρό σεισμό του 6ου μ.Χ αιώνα, ενώ τα νησάκια Τηγάνι και Κόρακας διακρίνονται ακόμα από τον όρμο του Αγίου Ανδρέα. Έχουν βρεθεί όστρακα όλων των εποχών, από τη Νεολιθική έως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η περιοχή είχε σπουδαίο στρατηγικό ρόλο και κατά τη Βυζαντινή και Μεσαιωνική περίοδο, καθώς στα απομεινάρια της αρχαίας ακρόπολης οι Βιλλεαρδουίνοι έχτισαν το μαγευτικό Ποντικόκαστρο. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό το κέντρο του Κατακόλου μετατοπίστηκε στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα οπότε πήρε και τη σημερινή του ονομασία. Αποτελούσε εκείνη την περίοδο ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της χώρας για την εξαγωγή σταφίδας, του σημαντικότερου εξαγώγιμου προϊόντος της Ελλάδας.
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού του προέρχεται από οικογένειες με καταγωγή από τη Ζάκυνθο Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά λόγω της συνεχούς μετακίνησης τους στον τόπο της επαγγελίας όπως είχε χαρακτηριστεί για τους νησιώτες, η Ηλεία.
Ξεχωριστής ιστορικής σημασίας είναι η σιδηροδρομική γραμμή Πύργου-Κατακόλου που ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Νοέμβριο του 1882 και ήταν η δεύτερη γραμμή που κατασκευάστηκε στη χώρα μετά τη γραμμή Αθήνα – Πειραιάς. Η κατασκευή έγινε για τη διευκόλυνση των εξαγωγών σταφίδας, οι οποίες αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά από την καταστροφή των γαλλικών καλλιεργειών από φυλλοξήρα. Η γραμμή είχε μήκος 12,5 χιλιόμετρα και κατασκευάστηκε από τον μηχανικό Α. Στρέιτ. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Πιστωτική Τράπεζα ύστερα από νόμο της κυβέρνησης Κουμουνδούρου. Η κρίση στην παραγωγή σταφίδας το 1896 επηρέασε και τον σιδηρόδρομο δημιουργώντας του προβλήματα. Ο «Σιδηρόδρομος Πύργου – Κατακόλου» (ΣΠΚ) όμως συνέχισε τη λειτουργία του και το 1951 πέρασε στη διοίκηση του ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς- Αθηνών- Πελοποννήσου). Η γραμμή έκλεισε τον Αύγουστο του 1998 για να λειτουργήσει πάλι, ύστερα από αναβάθμιση του δικτύου το 2007, δίνοντας τη δυνατότητα στους επιβάτες να ταξιδεύουν απευθείας στην Ολυμπία με ενδιάμεσο σταθμό τον Πύργο.
Στο λιμάνι του Κατακόλου δεσπόζει ο φάρος που κατασκευάστηκε το 1865 και έχει χαρακτηριστεί από το 2001 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ο πέτρινος πύργος του φθάνει τα 9 μέτρα και το εστιακό του ύψος τα 45 μέτρα. Είναι γαλλικής προέλευσης και η εμβέλειά του έφτανε τα 18 με 19 ναυτικά μίλια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κάστρο του Κατακόλου, γνωστό ως Ποντικόκαστρο, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του Αγίου Ανδρέα περιτριγυρισμένο από πυκνή βλάστηση. Χτίστηκε τη Βυζαντινή περίοδο από τους Βιλλεαρδουίνους και ανοικοδομήθηκε από τους Φράγκους στα μέσα του 13ου αιώνα, οι οποίοι και το ονόμασαν «Μπελ Βεντέρε» (= Καλλιθέα) από τη λαμπρή θέα της θάλασσας και της γύρω περιοχής. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τμήματα του τείχους της ακρόπολης της Φείας και απομεινάρια αρχαιοελληνικών κτισμάτων. Σώζεται μόνο μέρος των οχυρώσεων, αφού στο παρελθόν το κάστρο γνώρισε πολλές καταστροφές, ιδιαίτερα την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Στην είσοδο του λιμανιού, οι παλιές σταφιδαποθήκες έχουν αναπαλαιωθεί και μετατραπεί σε καφετέριες και ταβέρνες δίνοντας ένα ιδιαίτερο χρώμα.
Στο Κατάκολο λειτουργεί Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας στο οποίο εκτίθενται 250 περίπου αξιόπιστα και λειτουργικά ομοιώματα εφευρέσεων των αρχαίων Ελλήνων και Μουσείο Αρχαίων Ελληνικών Μουσικών Οργάνων και Παιχνιδιών όπου εκτίθενται 42 ανακατασκευασμένα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων και πλήθος αρχαιοελληνικών παιχνιδιών συνοδευμένα με λεπτομερείς περιγραφές και διαγράμματα. Και τα δύο μουσεία έχουν γίνει κατόπιν έρευνας, μελέτης και κατασκευής του Κώστα Κοτσανά.