Το Νέο Μοναστήρι είναι ο τελευταίος οικισμός της Φθιώτιδας προς τη Λάρισα, χτισμένος μέσα στον Θεσσαλικό κάμπο. Αποτελεί κομβικό συγκοινωνιακό σημείο καθώς εκεί ενώνεται η εθνική οδός Καλαμπάκας-Τρικάλων-Λάρισας με την παλιά εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Δομοκού και έχει πληθυσμό περίπου 1.000 κατοίκων.
Η περιοχή που βρίσκεται το χωριό ανήκε στο τσιφλίκι του Μαραθέα. Οι περισσότεροι κάτοικοι κατάγονται από το Μεγάλο Μοναστήρι της επαρχίας Καβακλίου της Φιλιπούπολης της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία που έφτιαξαν τον οικισμό έφτασαν στην περιοχή με εμπορική αμαξοστοιχία το 1924 και αρχικά έμειναν σε σκηνές στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Δομοκού. Λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μαραθέα και έδωσαν στον οικισμό την ονομασία Μαλαμιδοχώρι προς τιμήν του βουλευτή της Φθιώτιδας Ευστάθιου Μαλαμίδα που τους βοήθησε στις διαπραγματεύσεις με τον τσιφλικά, ο οποίος αντιδρούσε στη διαμονή τους. Στη συνέχεια το χωριό ονομάστηκε Τζιόμπα, αλλά σταδιακά επικράτησε η ονομασία Νέο Μοναστήρι για να θυμούνται την παλιά τους πατρίδα.
Οι νέοι κάτοικοι άρχισαν να οργανώνονται φτιάχνοντας σπίτια, σχολείο και εκκλησία. Στο πέρασμα των χρόνων οι προστριβές με τον τσιφλικά της περιοχής αναζωπυρώνονταν και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οργή των κατοίκων. Τον χειμώνα του 1942 που οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εξαιρετικά δύσκολες, οι κάτοικοι έσπασαν τις αποθήκες του τσιφλικά και πήραν σιτάρι για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ο τσιφλικάς κάλεσε τον ιταλικό στρατό κατοχής ο οποίος συνέλαβε και εκτέλεσε εννιά Μοναστηριώτες και δύο διερχόμενους, ενώ έκαψαν και σαράντα σπίτια του χωριού. Στο σαρανταήμερο μνημόσυνο των εκτελεσθέντων εμφανίστηκε ο Άρης Βελουχιώτης με δέκα άντρες του, σκότωσαν τον τσιφλικά και πήραν ως όμηρο ένα μικρό παιδί για το οποίο λίγες μέρες αργότερα με επιστολή σε Αθηναϊκή εφημερίδα ζήτησαν λύτρα για να δοθούν ως αποζημίωση των θυμάτων. Λένε ότι τα χρήματα κατατέθηκαν αλλά οι Μοναστηριώτες δεν τα έλαβαν ποτέ.
Το 1953 ένας σεισμός κατέστρεψε το χωριό και οι κάτοικοι μετακινήθηκαν λίγο πιο πέρα στη θέση του σημερινού χωριού. Στο Παλιοχώρι, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την περιοχή που πρωτοεγκαταστάθηκαν, σήμερα υπάρχουν ερείπια σπιτιών και η νεόδμητη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Στον λόφο πάνω από το Νέο Μοναστήρι βρίσκεται η ακρόπολη της Προέρνας που χρονολογείται στον 4ο ή 3ο π.Χ. αιώνα. Η αρχαία πόλη της Προέρνας προϋπήρχε του κάστρου και βρισκόταν πάνω στα ερείπια παλιότερων οικισμών οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε την περιοχή της δυτικής Όθρυος με την αρχαία Φάρσαλο. Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος είναι προσβάσιμος και κάθε καλοκαίρι φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Οι κάτοικοι του Νέου Μοναστηριού προσπαθούν να διατηρούν τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια και τους χορούς τους μέσα από τις εκδηλώσεις και τις δράσεις που διοργανώνουν ο Επιμορφωτικός Σύλλογος Νέου Μοναστηρίου «Η Ανατολική Ρωμυλία» και ο Σύλλογος Γυναικών της περιοχής. Ανάμεσα στα έθιμα που αναβιώνουν κάθε χρόνο είναι ο χορός της Πρωτοχρονιάς με τους κατοίκους να χορεύουν πιασμένοι σε έναν κύκλο χορούς της Βόρειας Θράκης, το Κουρμπάνι την ημέρα της Αναλήψεως με το παραδοσιακό πλιγούρι με κρέας να μαγειρεύεται σε μεγάλα καζάνια έξω από την εκκλησία Αγίου Γεωργίου και η Ρουμπάνα που τελείται το Σάββατο του Λαζάρου από τις νέες του χωριού οι οποίες συγκεντρώνονται, ντυμένες με τις παραδοσιακές τους στολές, στην πλατεία για να εκλέξουν τη νούνα, την αρχηγό τους, και στη συνέχεια όλες μαζί τραγουδώντας επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού. Η ομάδα της «Ρουμπάνας» αφού επισκεφτεί όλα τα σπίτια καταλήγει στην πλατεία όπου στήνουν χορό και από εκεί χορεύοντας πηγαίνουν στο σπίτι της νούνας για να συνεχίσουν τον χορό τους.
Φωτό: Neo Monastiri | Facebook