Χτισμένη σε υψόμετρο 1.600 μέτρων στις πλαγιές του όρους Σμόλικα, η Σαμαρίνα είναι το ψηλότερο χωριό της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Αποτελεί ένα από τα Βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου και περιβάλλεται από πυκνά δάση πεύκου, οξιάς και ρόμπολου. Σε συνδυασμό με τα άφθονα νερά της και το υγιεινό της κλίμα, της έχει δοθεί το προσωνύμιο «Ωραία Σαμαρίνα».
Το χωριό ιδρύθηκε πιθανότατα από κατοίκους του χωριού Πραιτώρι της Θεσσαλίας, γι’ αυτό και ιστορικοί χάρτες της περιοχής του 16ου και 17ου αιώνα αναφέρουν τη θέση της Σαμαρίνας ως Santa Maria de Praitoria. H πρώτη αναφορά γίνεται σε χάρτη του 1560, ενώ με το όνομα Σαμαρίνα εμφανίζεται το 1819 σε επιγραφή του ναού του Αγίου Σωτήρος.
Τις δεκαετίες 1740-1750 έδρασε στην περιοχή ο Σαμαριναίος κλεφταρματολός Ιωάννης Πρίφτης, ενώ οπλαρχηγοί από το χωριό συμμετείχαν τόσο στα Ορλωφικά όσο και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, Σαμαριναίοι συμμετείχαν μαζί με τη Μακεδονική Φρουρά ως εμπροσθοφυλακή των πολιορκημένων. Οι επιζήσαντες Σαμαριναίοι της Εξόδου ήταν 33 και προς τιμή τους τραγουδιέται ακόμη το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας».
Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους Βλάχοι. Κύρια απασχόλησή τους είναι η κτηνοτροφία και η υλοτομία. Οι γυναίκες υφαίνουν χοντρά μάλλινα υφάσματα, κουβέρτες και χαλιά.
Το σημαντικότερο αξιοθέατο του χωριού είναι η εκκλησία της Παναγίας, η μεγαλύτερη βασιλική της Πίνδου, με το αιωνόβιο πεύκο που ριζώνει στο ιερό της. Σε κοντινή απόσταση, νότια του χωριού βρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής που χτίστηκε το 1713. Στους πρόποδες του Σμόλικα, υπάρχουν δύο αλπικές λίμνες που είναι γνωστές ως «Δρακολίμνες» επειδή φιλοξενούν στα νερά τους αλπικούς τρίτωνες, ένα είδος σαλαμάνδρας.
Το χωριό έχει οκτώ εκκλησίες και είναι διαιρεμένη σε 4 μεγάλες συνοικίες ή ενορίες με καθεμία να έχει τη δική της γιορτή το καλοκαίρι. Το μεγαλύτερο όμως πανηγύρι είναι αυτό του Δεκαπενταύγουστου που διαρκεί τρεις μέρες. Η κύρια γιορτή γίνεται τη δεύτερη μέρα, όπου μετά την Θεία λειτουργία στην αυλή της εκκλησίας της Μεγάλης Παναγιάς πιάνουν τον Τρανό χορό ή Τσιάτσιο που είναι αφιερωμένος στον ομώνυμο τοπικό ήρωα επί Τουρκοκρατίας.