Μενού Κλείσιμο

Ψαθόγιαννος, Χανιά

  Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Κυδωνίας. Βρίσκεται σε απόσταση 20χλμ. από τα Χανιά, σε υψόμετρο 135μ. και κατοικείται σήμερα από 165 άτομα. Τα κύρια προϊόντα που παράγει το χωριό είναι λάδι, πορτοκάλια, κρασί, σταφίδα σουλτανίνα, φρούτα, κτηνοτροφικά και κηπευτικά είδη.

Το χωριό αποτελείται από τους συνοικισμούς Κάτω Ψαθόγιαννος με 75 κατοίκους και Πάνω Ψαθόγιαννος ή Βιτετζιανά, από τον πρώτο κάτοικο, ονόματι Βιτετζάκη, με 54 κατοίκους. Στην κοινότητα Ψαθόγιαννου ανήκει ο οικισμός Μπαπιόλος.

Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του χωριού, υπάρχουν δυο εκδοχές. Υποστηρίζεται ότι ονομάστηκε έτσι από κάποιον που λεγόταν Ψαθόγιαννος. Άλλοι λένε ότι ονομάστηκε έτσι από κάποιο κάτοικο του χωριού, που τον έλεγαν Γιάννη και έφτιαχνε ψάθες. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κτίστηκε το χωριό, γιατί δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Πάντως, υπήρχε πριν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν γνήσιοι Κρητικοί. Μεταξύ των παλιότερων ο ικογενειών συγκαταλέγονται οι Φιλιππάκηδες, οι Μπουζάκηδες, οι Μιχελάκηδες, οι Ανδρεαδάκηδες, οι Βιτετζάκηδες, οι Φραγκιεδάκηδες, οι Ξεκουκουλωτάκηδες, οι Σολιδάκηδες από τους Λάκκους, οι Σταυρουλάκηδες και οι Γιαννετάκηδες.

Το χωριό, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατοικήθηκε από πολλούς Τούρκους. Στο Κάτω Χωριό έμεναν 70 οικογένειες Τούρκων και 7 μόνο Έλληνες. Στο Πάνω Χωριό όμως, έμενε μια μόνο τούρκικη οικογένεια, του Φόρτατζη τσιφλικά και 18 ελληνικές.

Τα τούρκικα στρατεύματα φρουρούσαν τα υψώματα του χωριού, αλλά ποτέ δεν έγινε καμιά μάχη στην περιοχή. Βοήθησαν όμως ένα πασά από το Βατόλακκο, τον Κοτσούκαλη και έσφαξαν όλους τους κατοίκους των Καλυβιών κι έκαψαν το χωριό. Σήμερα υπάρχουν μόνο ερείπια σπιτιών.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, οι κατακτητές είχαν φυλάκια στο Μπα πιόλο για να ελέγχουν τη γύρω περιοχή, αλλά δεν κατοίκησαν όμως στο χωριό. Μόνο μια μάχη έγινε μεταξύ ενόπλων κατοίκων και Γερμανών στην τοποθεσία Γερόλακκος – Κεφάλα, όπου σκοτώθηκαν οι Σταύρος Ανδρεαδάκης του Δημητρίου και Στράτος Φραγκιεδάκης του Αντωνίου και ένας Γερμανός. Η μάχη αυτή έγινε στις 22 Μαίου του 1941 και είχε σαν αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν οι Γερμανοί την περιοχή.

Ένας από τους συλληφθέντες από τους Γερμανούς, διηγήθηκε το εξής περιστατικό: Μια μέρα πριν τη συνθηκολόγηση, οι Γερμανοί έπιασαν 15 άτομα, που ήταν οργανωμένα στην Αντίσταση και τα έκλεισαν στη φυλακή της Αγιάς, με σκοπό να τα εκτελέσουν την επομένη. Την άλλη μέρα, και ενώ οι καταδικασμένοι περίμεναν την εκτέλεσή τους, κτύπησαν στις 12 το μεσημέρι χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών. Δεν κατάλαβαν όμως τι είχε συμβεί μέχρις ότου άκουσαν τους Γερμανούς να ανοίγουν τα κελιά και να τους λένε: «Τώρα εσείς έξω και εμείς μέσα». Μετά, τους επισκέφτηκε ο μητροπολίτης Χανίων Νικηφόρος Ξηρουχάκης, ο οποίος τους ευλόγησε και τους ανήγγειλε το χαρμόσυνο γεγονός της πτώσης των Γερμανών και της συνθηκολόγησης.

Στο χωριό υπάρχουν τα ερημοκκλήσια του Αγίου Φανουρίου και της Αγίας Τριάδας. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είναι η μητρόπολη του Ψαθόγιαννου. Οι κάτοικοι διηγούνται το εξής θαύμα του Αγίου:

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, ζούσε στο χωριό Ψαθόγιαννος ένας πλούσιος Τούρκος τσιφλικάς, που ε ίχε πολλά παιδιά, μα το πιο όμορφο και το πιο λεβέντικο ήταν ο Φαράς. Στο γειτονικό χωριό Βρύσες ζούσε μια όμορφη χανούμισσα, που τα κάλη της μάγεψαν τον Φαρά. Τελικά, το ειδύλλιο πλέχτηκε και ο Φαράς με τα πόδια πήγαινε στο διπλανό χωριό για να κρατήσει συντροφιά στην εκλεκτή της καρδιάς του. Πήγαινε όμως πάντα νύχτα, για να κρύβεται από τα μάτια των ανθρώπων. Κρατούσε λοιπόν για να φωτίσει το δρόμο, την πιο μεγάλη λαμπάδα, την οποία έπαιρνε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Μια μέρα, καθώς πήγαινε ο Φαράς στο προκαθορισμένο ραντεβού, ο Άγιος όρθωσε μπροστά στο δρόμο του κάποιο εμπόδιο, στη θέση που τώρα υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Ο Φαράς τρομοκρατήθηκε, γύρισε πίσω σπίτι του και κοιμήθηκε. Στον ύπνο του παρουσιάστηκε ο Άγιος Γεώργιος και, όπως μαρτυρεί η παράδοση, άρχισε να τον δέρνει και να τον φοθερίζει, πως αν ξανάπαιρνε τις λαμπάδες από την εκκλησία θα ξεκληρίσει την οικογένειά του. Ο Φαράς, φοβισμένο, έδωσε όρκο στον Άγιο ότι δε θα το ξανακάνει κι ότι θα του πληρώσει στα διπλά τις κλεμμένες λαμπάδες. Από τότε και κάθε χρόνο, ο Φαράς με τον πατέρα του πήγαιναν στην εκκλησία το πρώτο λάδι που έβγαζαν από τη φάμπρικά τους.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.

Φώτο: https://www.kritipoliskaihoria.gr/2016/10/blog-post_920.html