Μενού Κλείσιμο

Αβρακόντε Λασιθίου

Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Λασιθίου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της επαρχίας, δυτικά του Αγίου Νικολάου, σε απόσταση 45 χμ. Είναι κτισμένο σε υψόμ. 84 μ., μέσα στην ομώνυμη κοιλάδα που σχηματίζεται από τους γήλοφους Κάστελο, Καβαλαρά, Γλυκυλάκκος και το βουνό Κουτσούρα. Ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 562 κατοίκους, που ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Παράγουν πατάτες, φασόλια, σιτηρά, λαχανικά, φρούτα και όσπρια. Φημίζονται μάλιστα για την εργατικότητα και τη φιλοξενία τους:

“…Λενε πως τον συντοπίτη Θεού του Ξένιου Δία, σκορπίστηκαν οι αρετές κ’ οι χάρες και ‘δω μέσα στην κοιλάδα, τ’ Αβρακόντε ‘πομείνανε οι πιο πολλές κ’ οι πιο μεγάλες…”

Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας, υπάρχουν οι παρακάτω δυο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει ότι την περίοδο της Ενετοκρατίας, συγκεκριμένα το 1545, η βενετική κυβέρνηση παραχώρησε κτήματα του Λασιθίου σ’ έναν Ενετό κόντε, που λεγόταν Αβραάμ. Αυτός (Αβραάμ – Κόντε) κατοίκησε την περιοχή που βρίσκεται σήμερα το χωριό. Αργότερα κτίστηκαν και άλλα σπίτια εκεί, έτσι ο οικισμός πήρε την ονομασία του από τον πρώτο του ευγενή κάτοικο.

Η δεύτερη εκδοχή λέει ότι την ίδια περίοδο, στάλθηκε στο Λασίθι από την ενετική κυβέρνηση ο τιμαριούχος Κόντε, που κατοίκησε στην περιφέρεια, όπου σήμερα είναι κτισμένο το χωριό. Ο Κόντε είχε μια κόρη, που λεγόταν Αύρα, στην οποία παραχώρησε το μετόχι. Από το όνομα της θυγατέρας του Κόντε πήρε την ονομασία του ο οικισμός. Το μετόχι είχε τότε 25 κατοίκους (Castrofilaca,”Libro de information delle cosse publiche del Ftengo di Candia ecc”. Biblioteca Nationale Marciana, Mss Ital. cl 6, No 156/ 6005, Karta 105).

 

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, το χωριό υπήρχε ήδη στην ενετική περίοδο. Επί Τουρκοκρατίας, κάηκε το 1867, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1866-1869. Αργότερα ξανακτίστηκε.

Στην κάτω πλευρά του χωριού, νότια, θα συναντήσουμε τη γειτονιά τη λεγόμενη Αγιασεμή. Λέγεται πως κάποτε στη γειτονιά αυτή ζούσε κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Σεμνή, φημισμένη για τη μεγαλοψυχία της και τις φιλανθρωπικές της ενέργειες. Οι χωριανοί μάλιστα τη φώναζαν Αγία, όνομα με το οποίο ήταν γνωστή και στο χωριό Αβρακόντε και στα υπόλοιπα γειτονικά χωριά. Όταν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια απευθυνόταν σ’ αυτήν, έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά: «θα πάω στην Αγία Σεμνή». Από το όνομα αυτό και με παραφθορά της λέξης προέρχεται η ονομασία της σημερινής συνοικίας.

Σε απόσταση 2 χμ. από το χωριό, βρίσκεται η τοποθεσία Άδηλος. Αυτή είναι ένα πλατύ μέρος στην κορυφή του βουνού Κουτσούρα, του οποίου η πλαγιά είναι ακριβώς απέναντι από το χωριό, φαίνεται μάλιστα πολύ καθαρά. Το πλατύ μέρος όμως δε φαίνεται από το χωριό, είναι δηλ. άδηλο, για το λόγο αυτό έλαβε αυτή την ονομασία.

Βόρεια του χωριού, σε απόσταση 500 μ., υπάρχει ο γήλοφος Κάστελος. Πολλές φορές βρέθηκαν από τους κατοίκους πιθάρια με όσπρια και σιτηρά απανθρακωμένα, πήλινα αγγεία, πελέκεις και τάφοι. Επίσης στην περιοχή σώζονται τείχη, κτισμένα με ασβεστόλασπη. Θα πρέπει λοιπόν η περιοχή να ήταν κατοικημένη σε πολύ παλιές περιόδους. Η κορυφή του λόφου είναι γνωστή με την ονομασία Κάστελος, ενώ η βόρεια πλαγιά του ονομάζεται Αρχόντικος Λάκκος. Από τις ονομασίες αυτές συμπεραίνουμε ότι στη δεύτερη θέση υπήρχαν οι κατοικίες του συνοικισμού, ενώ η κορυφή του λόφου αποτελούσε το φρούριο της περιοχής.

Σε απόσταση 800 μ. από το Αβρακόντε, θα συναντήσουμε την τοποθεσία Γλυκυλάκκος. Είναι το πεδινό μέρος του λόφου Καβαλαρά. Στην περιοχή υπήρχαν παλιότερα πολλά αμπέλια, τα οποία όμως σιγά – σιγά έπαψαν να καλλιεργούνται και καταστράφηκαν εντελώς. Πρόσφατα οι κάτοικοι φύτεψαν εδώ μερικά στρέμματα αμπελιών τα αμπέλια φημίζονταν για τα πολύ γλυκά σταφύλια που έδιναν, έτσι η περιοχή ονομάστηκε Γλυκυλάκκος. Λέγεται μάλιστα χαρακτηριστικά πως «όταν οι χωρικοί ακούνε τη λέξη γλυκυλάκκος τρέχουν τα σάλια τους».

Ο λόφος Καβαλαρά είναι ένας λόφος που μαζί με τρεις άλλους σχηματίζουν την κοιλάδα του Αβρακόντε. Λέγεται πως το σχήμα που έχουν οι πλαγιές του λόφου μοιάζει πολύ με τη ράχη αλόγου ή

γαϊδάρου. Κι επειδή στα ζώα αυτά ανεβαίνουμε καβάλα, ο λόφος πήρε την ονομασία αυτή. Σύμφωνα με ντόπια παράδοση όμως, η ονομασία του λόφου προήλθε από το παρακάτω γεγονός: Στα πολύ παλιά χρόνια, κάποιος Αγγλος καβαλάρης, ονομαζόμενος σερ Ντρέικ, φημισμένος για την κακία του, περνούσε μια μέρα από την περιοχή, καβάλα στη φοράδα του. Αυτή όμως, κάποια στιγμή, γλίστρησε και έτσι ο σερ Ντρέικ έπεσε και κτύπησε θανάσιμα. Επειδή λοιπόν στη θέση αυτή σκοτώθηκε ο Άγγλος καβαλάρης, ονομάστηκε η περιοχή Καβαλαρά.

Σε απόσταση 2.500 μ. από το χωριό, βρίσκεται η τοποθεσία Δέτης ή Χαλασά. Η λέξη δέτης σημαίνει γκρεμό. Η τοποθεσία αυτή είναι ένα επικλινές μέρος, όπου έχουν συσσωρευτεί πολλές πέτρες που γκρεμίζονται από το βουνό και από το γεγονός αυτό ονομάστηκε έτσι.

Στην τοποθεσία Κακοδιάβατος, νότια του χωριού και σε απόσταση 800 μ. βρίσκονται οι πηγές από τις οποίες υδρεύεται το χωριό. Σε παλιότερες εποχές, πολλές γυναίκες της περιοχής συγκεντρώνονταν εκεί για να πλύνουν τα ρούχα τους. Μάλιστα, για να πάρουν σειρά στις γούρνες που υπήρχαν εκεί, πήγαιναν πολύ πρωί ή μετά τον εσπερινό, όταν ήταν αστροφεγγιά. Σύμφωνα με λαϊκούς θρύλους, παρουσιάζονταν κάποτε στις πηγές αυτές νεράιδες, που βοηθούσαν τις γυναίκες στο πλύσιμο. Πολλές φορές μάλιστα ξέσκιζαν τα ρούχα με τα μακριά και μυτερά νύχια τους.

Μια βραδιά πήγε στην περιοχή για να πλύνει κάποια γυναίκα. Παρουσιάστηκαν τότε νεράιδες και την κυνήγησαν μέχρι την άκρη του χωριού, οπότε εξαφανίστηκαν, γιατί άκουσαν το λάλημα ενός πετεινού. Ήταν μεσάνυχτα και η εξουσία τους έπαυε. Λέγεται πως οι νεράιδες αυτές γίνονταν μερικές φορές πολύ κακές. Έπαιρναν τη φωνή, γράνπζαν (= προκαλούσαν συμφορές) στους ανθρώπους. Επειδή λοιπόν οι κάτοικοι θεωρούσαν πολύ επικίνδυνη την περιοχή (κακό διάβα) την ονόμασαν Κακοδιάβατο.

Σ’ ένα λόφο, πολύ κοντά στο χωριό, υπάρχουν τα λεγόμενα Καταλύματα (στεγασμένοι χώροι για προσωρινή διαμονή). Σχετικά μ’ αυτά, λαϊκές αφηγήσεις αναφέρουν:

«Τα καταλύματα ήταν χαλασμένα σπίτια, όπου πήγαιναν τους ανθρώπους που είχαν ευλογιά ή λούβα. Εκεί φτιάχνανε καλύβες και κατοικούσανε μέσα χωρίς να κάνουνε καμιά δουλειά. Όταν τους πηγαίνανε φαγητό αφήνανε ένα ντρουβαδάκι στου Χριστοδούλη την απιδιά και ύστερα τους εφωνιάζανε και ηρχούντανε και το πέρνανε». Εκεί ήτανε ένας νιζάμης χωροφύλακας και τους έβλεπε κ’ έλεγε να μην έρχονται άλλοι να κολλούνται τη λούβα. Μερικοί από τους ανθρώπους αυτούς γιαίνανε, άλλοι όμως πέθαιναν. Ένας νιζάμης εκεί στα καταλύματα έπαιζε τη λύρα κι έλεγε τραγουδώντας:

«Επαέ με φέρανε

να κάνω ντίλα ντίλα

να βλέπω τσι λονβιάρηδες

να παίζω και τη λύρα»

« Όσοι από τους λουβιάρηδες πέθαιναν σκάφτανε λάκκους και τους βάνανε μέσα. Μια φορά πέθανε μια γυναίκα με ευλογιά και την τυλίξανε σ’ ένα φάρδο και τη θάψανε. Εκειά στου Χριστοφόρου το χωράφι είναι τρεις τάφοι όπου θάψανε τρεις που είχανε ευλογιά. Δυο από το χωριό μας πέθαναν από ευλογιά, η Κικίνα και ο Βεληβασο-γιώργης. Η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε Καταλύματα, γιατί εκεί πήγαιναν τους καταλυμένους ή γιατι μείνανε εκεί οι χαλασμένες καλύβες».

Σε απόσταση 1 χμ. δυτικά του χωριού, συναντούμε την τοποθεσία Μαγατζές ή Μαγατζάδες. Στην περιοχή, την περίοδο της Ενετοκρατίας, υπήρχε οικισμός που αριθμούσε 25 κατοίκους. Βρέθηκαν μάλιστα τάφοι με οστά και αγγεία. Εκεί υπήρχαν αποθήκες, όπου συγκέντρωναν οι Ενετοί τα σιτάρια, τους φόρους σε είδος από τους καλλιεργητές. Σήμερα η τοποθεσία δεν κατοικείται. Παρουσιάζει όμως αξιόλογη ομορφιά, είναι κατάφυτη από διάφορα δέντρα, μηλιές, κερασιές και καρυδιές, ενώ τη διαρρέουν άφθονα γάργαρα νερά.

Αξίζει ν’ αναφέρουμε και το σπήλαιο της Περιστεράς, που ονομάστηκε έτσι επειδή στο εσωτερικό του ζουν εκατοντάδες αγριοπερίστερα. Το σπήλαιο αυτό βρίσκεται νότια του χωριού και απέχει 3/4 της ώρας απ’ αυτό. Έχει είσοδο κυκλική, διαμέτρου 20 μ. περίπου, βάθος που υπερβαίνει τα 40 μέτρα και πολλούς δύσβατους διαδρόμους. Το εσωτερικό του κοσμούν πάρα πολλοί σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Σύμφωνα με ντόπιες μαρτυρίες, στη σπηλιά αυτή κατέφυγε, κατά την επιδρομή του Ομέρ Πασά (1823), ο άμαχος πληθυσμός του χωριού για ν’ αποφύγει τον τούρκικο κίνδυνο. Το ίδιο συνέβη και κατά την επανάσταση του 1866-69.

Σε απόσταση 2 χ μ. από το Αβρακόντε, μεταξύ του βουνού Κουτσούρα και του Δέτη, σχηματίζεται αυχένας στενός και φοβερά δυσκολοδιάβατος. Ντόπιες αφηγήσεις αναφέρουν:

«Σ’ αυτή την τοποθεσία είναι δυο βουνά κ’ εκάνανε έναν πόρο (=στενή διάβαση). Τα βουνά είχανε πολλές πέτρες. Από ‘κεια πέρνανε σαφί ένας παπάς να πάει στα χωριά της Βιάννου. Μια φορά πέρασε αποκειά με τη φοράδα του να πάει πάλι στη δουλειά του. Στο γυρισμό η φοράδα μπέρδεσε και ήπεσε στο γκρεμό. Ετσά που ήπεσε τ’ άλογο βγήκανε τα δόντια του και σχηματίσανε ένα σταυρό. Ο παπάς δεν ήπαθε τίποτα. Σκώθηκε τοτεσάς ο παπάς και πήγε στο χωριό και το ‘πενε τσι χωριανούς. Και οι χωριανοί αποθαμάξανε. Τοτεσάς κ’ οι χωριανοί ξηγήσανε αυτό το πράμα και είπανε ότι όταν ποθάνει ο παπάς να τόνε θάψουνε εκειά.

»Περάσανε δυο τρία χρόνια και ο παπάς επόθανε. Τον επήρανε τοτεσάς οι χωριανοί και τονε θάψανε εκειά που σχηματίστηκε ο σταυρός. Η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε ετσά, γιατί από ‘κεια πέρνανε ο παπάς σαφί και γιατί όταν επόθανε τον εθάψανε εκειά. Και σήμερα μπορεί να βρίσκεται εκειά ο σταυρός και ο τάφος που θάψανε τον παπά”. Η τοποθεσία αυτή σήμερα είναι γνωστή με το όνομα Του παπά το μπόρο, ονομασία που σχετίζεται με την παραπάνω αφήγηση.

Οκτώ χμ. περίπου έξω από το χωριό, θα συναντήσουμε την ιστορική τοποθεσία Του Τσούλη το μνήμα. Σύμφωνα με λαϊκές μαρτυρίες , το τοπωνύμιο προήλθε ως εξής:

«Μια θολά ήρθανε δυο Μπέηδες απ’ το Καστέλι, ο Μπέης Μουσταφάς και ο Μπέης Σαντικιοκλούμ, στο χωριό μας και μάζεψαν τα κορίτσια τση πάνω γειτονιάς σ’ ένα σπίτι κοντά στη Βρυσοπούλα. Τα γδύσανε από τη μέση και πάνω κ’ ύστερα τα ‘βαλαν να χορεύουν. Οι μπέηδες σκορπούσαν στο δωμάτιο ρόβι και ροβίθια και όποια κοπελιά ‘πεφτε την ώρα του χορού τη φιλούσανε.

» Ύστερα, κοντά στα ξημερώματα, καβαλίκεψαν τ’ άλογά τους και φύγανε. Σε κάμποσες μέρες ξαναπροβάλανε οι ίδιοι μαζί και μ’ ένα άλλο Τούρκο που τονε λέγανε Τσούλη και έμενε στην Κασταμονίτσα.

» Και κείνη τη βραδιά τα ίδια κάμανε. Είχανε κάμει όμως τερτίπι οι άντρες του χωριού,άμα φύγουνε να τους τσέσουνε καρτέρι και να τσι σκοτώσουν.

Περασμένα τα μεσάνυχτα φύγανε, αλλά αποκειά που πέρασαν οι δυο δεν ήτανε το

καρτέρι. Αποκειά που πέρασε ο Τσούλης ήτανε.

« Ένας δικό μας του ‘παιξε μια με τον κάτσουνα στα πλευρά και τον ήριξε απ’ τη φοράδα του. Ύστερα χυμήξανε και οι άλλοι και τον σκοτώσανε. Του κόψανε την κεφαλή και τη βάλανε σ’ ένα ντρουθά. Το αποδέλοιπο σώμα το σκεπάσανε εκειά με τσι πέτρες και τα χώματα και γίνηκε ‘κεια ύστερα ανάθεμα, γιατί όποιος περνούσε ήριχνε μια πέτρα και ‘λεγε ανάθεμά σε Τσούλη.

»Το ντρουθά που ΄’χενε την κεφαλή του Τσούλη τον κρεμάσανε στη φοράδα και την κάνανε πέρα. Η φοράδα επαείρε στην Κασταμονίτσα και πήγε στο σπίτι τ’ αφεντικού της.

»Βγήκε έξω η γυναίκα του Τσούλη και βλέπει στο ντρουβά την κεφαλή τ’ αντρού της».

Για το επεισόδιο υπάρχει και το παρακάτω τραγούδι:

“Δεν ακο’ύσατε μιι φάμα

στο Λασίθι που την κάμα

ο Τσούλης μάχενε κοπελιές

και τους έδινε παράδες

και του λέγαν μαντινάδες

και τους έδινε τριάλια

και του λέγαν τραγουδάκια.

Κοπελιές αν κουραστείτε

μεταμένα κοιμηθείτε

και του στέσανε προσκάδα

δόλωμα και τόνε φάγαν.

Δες τον Τσούλη που προβαίνει

σαν γυάλα ξεφουντωμένη

και την κεφαλή του κόφαν

στη φοράδα την κρεμάσαν

και στο’ Ασκούς την κατεβάσαν.

Ε! Μαριό κοκκινοπούλι

πόριοε να δεις τον Τσούλη

πόρισε να δεις τον Τσούλη

κρεμασμένο στο σακκούλι

και προβαίνει απ’ αραμάδα

και της δίνει λιγομάρα»

Στην ιστορική μάχη του Λασιθίου στις 21-30 Μαΐου του 1867 οι Τούρκοι κατέσφαξαν τον Γεώργιο Μπελιμπασάκη, τον Ζαχαρία Μαθιουδάκη, ενώ τον Μιχαήλ Καλίκη και τη γυναίκα του τους συλλάβανε στο Λιμνάκαρο και τους έκαψαν σε σπήλαιο με εικόνες αγίων. Επίσης ατίμασαν και σκότωσαν την Πελαγία Πεντάραινα. Δείγμα της κτηνωδίας τους ήταν όταν σκότωσαν χοίρους και αφού τους έντυσαν με φελώνια και πετραχήλια, έβαλαν δίπλα τους το Άγιο ποτήρι και το Ιερό Ευαγγέλιο, βεβηλώνοντας έτσι τα σύμβολα της θρησκείας μας. Δυναμικό παρόν οι κάτοικοι του Αβρακόντε έδειξαν και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όπου και πάλι πολλοί έδωσαν και τη ζωή τους για την αποτίναξη του γερμανικού ζυγού.

 

Στην τοποθεσία Λιμνάκαρο βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, εκκλησία με ιδιότυπο ρυθμό. Στο εσωτερικό της διακρίνονται ίχνη παλιών τοιχογραφιών βυζαντινής τέχνης, οι οποίες έχουν καταστραφεί.

Άλλες εκκλησίες είναι η Παναγία η Ευαγγελίστρια, ο Άγιος Σάββας, στο νεκροταφείο, και ο Προφήτης Ηλίας.

Παλιότερες οικογένειες θεωρούνται οι Γαλάνηδες, οι Τζίρηδες (Τζιράκηδες), οι Μηλονικόλ δες, οι Φουκάδες, οι Καλίκηδες και οι Μπελιμπασήδες.

 

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://lasithi.gov.gr