Μενού Κλείσιμο

Άγιος Ιωάννης Σφακίων

Χωριό και κοινότητα της επαρχίας Σφακίων. Απέχει από τα Χανιά 90χμ., αλλά δεν συνδέεται οδικά με αυτά. Ένα απόκρημνο φαράγγι, έξω από το χωριό, σταματά το δρόμο. Βρίσκεται σε υψόμ. 700μ., ανάμεσα σε απόκρημνα βουνά στις νότιες υπώρειες της ψηλότερης κορυφής Πάχνες των Λευκών Ορέων.

Κατοικείται σήμερα από 30 περίπου άτομα, που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία. Η περιοχή είναι κατάφυτη από ελαιόδενδρα. Η θερμοκρασία (που λέγεται ότι προέρχεται από τον αντικατοπτρισμό του ηλίου στη θάλασσα και συγκρατείται από τα δάση) βοηθάει στην ανάπτυξη των ελαιοδένδρων. Μισή ώρα δρόμο πάνω από το χωριό, το χιόνι δεν λιώνει ποτέ και το ψυχρό κλίμα δεν επιτρέπει τη βλάστηση, παρά μόνο άγριων δένδρων. Μέχρι το Μάιο ο συνδυασμός ελαιοδένδρων και χιονιού είναι από τα μοναδικά φαινόμενα, κοινότητα περιλαμβάνει και τα χωριά Αράδενα και Στερνί. Το χωριό Αράδενα είναι σήμερα ακατοίκητο.

Το Στερνί είναι από πολλά χρόνια ερημωμένο (ο τελευταίος κάτοικος πρέπει να έφυγε γύρω στα 1850 – 1870). Το χωριό είχε κτιστεί από κατοίκους της αρχαίας πόλης του Φοίνικα.

Η παράδοση αναφέρει ότι οι Στερνιώτες με τους Ανωπολίτες βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση. Οι Ανωπολίτες μάλιστα κατέστρεφαν την παραγωγή των Στερνιωτών. Κάποτε οι Ανωπολίτες έκλεψαν τα κριάρια των Στερνιωτών. Έγινε συμφωνία πως αν τα κλεμμένα κριάρια βρίσκονταν στο έδαφος των Στερνιωτών θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν το χωριό σε ορισμένο χρόνο. Όταν ψάξανε (οι Βλάχοι, πρόγονοι του Δασκολαγιάννη έκρυψαν τα ζώα σε ένα σπήλαιο Στερνιώτικο) βρήκαν τα ζώα στο Στερνί, οπότε και οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να φύγουν. Μπήκανε, λοιπόν, στα πλοία τους – είχαν στόλο πειρατικό – και φύγανε για τα Κύθηρα.

Η ονομασία ταυ χωριού οφείλεται στην ομώνυμη βυζαντινή εκκλησία. Λίγο πιο κάτω από το χωριό, η τοποθεσία ονομάζεται Παπαδιανά, από κάποιο παπά.

Το χωριό κτίστηκε επί βυζαντινής εποχής. Μεταξύ των παλιότερων οικογενειών συγκαταλέγονται οι Βαρδινογιάννηδες (γνωστό όνομα καπεταναίων), οι Βότζηδες, αι Μιχελιανοί, οι Παπαδιανοί, οι Δεληγιάννηδες κ.ά.

Όπως λέγεται, ένας βαρδιάνος, καπετάνιος είχε δυο γιους. Ο ένας αγάπησε ένα κορίτσι από τα Παπαδιανά, αλλά ο πατέρας του νέου αρνήθηκε να τους παντρέψει, γιατί η οικογένεια ήταν κακόφημη και παρά το ότι το κορίτσι περίμενε παιδί. Αρραβώνιασε τότε το γιο με την κόρη του καπετάν Χατζη – Μιχάλη Γιάνναρη από τους Λάκκους. Όταν, λοιπόν, πηγαίνανε για τα στέφανα περνώντας από το σπίτι της κοπέλας, ο πατέρας άκουσε τα κλάματά της, τη λυπήθηκε, άλλαξε γνώμη, προσποιήθηκε ότι α γαμπρός ήταν άρρωστος και έδωσε τον άλλο γιο του. Έτσι ο πρώτος γιος του πήρε την κοπέλα από τα Παπαδιανά.

Θρύλοι για δαιμόνους, υπάρχουν πολλοί εδώ. Έτσι, μεταξύ άλλων, η παράδοση αναφέρει ότι όποιος κοιμάται μέσα σ’ ένα σπήλαιο ταυ χωριού, πάνε οι σατανάδες τη νύχτα και στήνουν γλέντι γύρω του. Αναφέρουν, μάλιστα, αι κάτοικοι ότι πήγαν δυο και κοιμήθηκαν εκεί. Οι σατανάδες πήραν τον ένα να χορέψει μαζί τους. Αυτός περνώντας δίπλα στον άλλο, τον κλώτσαγε και εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτε. Το ξημέρωμα, με το πρώτο λάλημα του πετεινού, έφυγαν οι σατανάδες.

Οι κάτοικοι διηγούνται πως κάποτε οι σατανάδες πήραν ένα παιδί, ονόματι Σπύρο Ψυλατζά, και τα εξαφάνισαν για εννιά μέρες. Οι χωρικοί κάνανε μνημόσυνο στα εννιάμερα, γιατί το νόμιζαν πεθαμένο. Εκείνη την ημέρα το βρήκε κάποιος χωριανός, φοβισμένο στη ρίζα μιας συκιάς. Όταν το πήγαν σπίτι του, είπε πως τον πήραν οι δαιμόνοι και τον τάιζαν καβουλίνες. Μετά τον έφεραν πίσω στο χωριά μέχρι τα θόλο της εκκλησίας του Μιχαήλ Αρχάγγελου και χάθηκαν. Το παιδί έζησε, μεγάλωσε, αλλά είχε ελαφρώς χαμένα τα λογικά ταυ, μιας και οι σατανάδες τον είχαν βασανίσει πάρα πολύ.

Κάποιο παρόμοιο γεγονός διηγούνται ότι συνέβη σ’ ένα άλλο παιδάκι, ονόματι Γιάννη Μπονάτο. Το παιδάκι χανόταν συνεχώς. Μια φορά χάθηκε βράδυ και όλο το χωριό έψαχνε με δάδες για υα το βρει. Στο τέλος κάποιος χωρικός, που ονομαζόταν Γιάννης Ευρουχάκης, αφού προηγουμένως παιδεύτηκε ψάχνοντας σε δυο – τρία μέρη, που νόμιζε ότι έβλεπε το παιδί, αλλά εκείνο εξαφανιζόταν, το Βρήκε κάτω από ένα κυπαρίσσι τρομαγμένο. Το παιδί του είπε ότι το βασάνισαν οι σατανάδες.

Ένας χωρικός ονόματι Μπονάτος κοιμήθηκε κάποτε πλάι σ’ έναν γκρεμό. Το βράδυ εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες και ο αρχηγός τους ήταν κουτσός. Προσπάθησαν τρεις φορές να τον γκρεμίσουν. Την πρώτη φορά γλίτωσε, επειδή είχε το σταυρό της Μεγάλης Πέμπτης στα ρούχα του (είχαν σταυρωθεί τα ρούχα του). Τη δεύτερη φορά, επειδή είχε φάει αντίδωρο της Μεγάλης Πέμπτης. Την τρίτη φορά, τέλος, απέτυχαν, γιατί είχε κοινωνήσει τη Μεγάλη Πέμπτη. Μετά τους άκουσε, που λέγανε μεταξύ τους οι δαίμονες, πως θα πάνε στο Θέρισο, που γινόταν γάμος και θα τους έβαζαν να σκοτωθούν. Έτσι πράγματι έγινε.

Το Μάρτη ταυ 1824, αναρίθμητος οθωμανικός στρατός με αρχηγό τα Χουσείν Μπέη εισέβαλε στα Σφακιά κι έφθασε μέχρι τον Άγιο Ιωάννη. Τα γυναικόπαιδα της περιοχής κατέφυγαν στο Φαράγγι της Αράδενας. Οι υπερασπιστές ήταν τριακόσιοι Απ’ αυτούς επελέγησαν ως οπισθοφυλακή 32, με επικεφαλής το στρατηγό Χατζη Γιώργη Κελαϊδή (τον επονομαζόμενο Μουριώτη, από το χωριό της καταγωγής ταυ, το Μουρί ). Όλοι τους πολέμησαν σαν ημίθεοι. Και θυσιάστηκαν μεν όλοι {όπως ο αρχαίος Λεωνίδας κι οι συμπολεμιστές του στις Θερμοπύλες) διασώθηκαν όμως τα γυναικόπαιδα.

Στο χωριό υπάρχουν οι τοιχογραφημένες εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη, της Παναγίας και του Απόστολου Παύλου. Στο μέρος, που είναι κτισμένη η τελευταία εκκλησία υπάρχει πηγή, όπου, όπως αναφέρει η παράδοση βάφτισε πολλούς ειδωλολάτρες ο Απόστολος. Η εκκλησία είναι κτισμένη από τον Άγιο Κυρ-Γιάννη του ερημίτη.

Το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το χωριά είναι το αποκαρδιωτικό φαινόμενο της ερήμωσης και εξαφάνισής του. Γεγονός που θα συμβεί με μαθηματική ακρίβεια, αν η Πολιτεία δε συντρέξει τους Αι Γιαννιώτες, που αξιώνουν κάτι απλό: μια γέφυρα. Μια γέφυρα, που θα τους ενώνει με τον υπόλοιπο κόσμο περνώντας πάνω από το φαράγγι της Αράδενας.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία : https://www.eos-her.gr